ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΩΪ
«Το αιμα αυτου εφ᾿ ημας και επι τα τεκνα ημων» (Ματθ. 27,25)
Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί
μου, νὰ μένῃ ἀδιάφορος μπροστὰ στὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει
στὸν κόσμο πόνος, μαρτύριο καὶ θάνατος, στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου θὰ
παίζεται μυστικὸ σαιξπήρειο δρᾶμα. Ἀλλὰ εἶνε μικρὰ τὰ δράματα τῶν
ἀνθρώπων μπροστὰ στὸ θεῖο δρᾶμα, τὸ ὁποῖο χαρίζει τὴ λύτρωσι.
Τὸ τονίζω. Ἔξω ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ προσκυνοῦμε σήμερα, ἡ
ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἢ κωμῳδία ἢ τραγῳδία. Ἡ λύσις τοῦ δράματος εἶνε
μόνο ὁ Ἐσταυρωμένος.
Ποιά γλῶσσα θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὸ θεῖο δρᾶμα; Ταπεινοὶ
ἐμεῖς δοῦλοι τοῦ Ὑψίστου, σκουλήκια ποὺ σέρνονται ἐνώπιον τοῦ
Ἐσταυρωμένου, θὰ ἐπιχειρήσουμε ν᾿ ἀνασύρουμε μιὰ πτυχὴ τοῦ θείου
δράματος.
* * *
Νοερῶς, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἔξω ἀπὸ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου.
Πρὶν ἀκόμη ξημερώσῃ, βγῆκαν ἀπὸ τὶς τρύπες τους φίδια
φαρμακερά, θηρία καὶ λύκοι· εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ ὁ
ὄχλος. Σείεται ἡ πόλις. Ζητοῦν τὴν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλᾶτος
ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀθῳότητά του. Μέσα του μιλάει τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο.
Εἶχε ἐρευνήσει, καὶ τὸ συμπέρασμα ἦτο ἀθῳωτικό· «Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν
εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 18,38). Τὸ βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ γαλήνιο, ἡ στάσι του
ὑπέροχη, ἡ πραότητα τοῦ χαρακτῆρος του μεγαλειώδης, ἡ ἀκτινοβολία τῆς
προσωπικότητός του ἀνεπανάληπτη, ἡ σιωπή του ἀποκαλυπτική. Δὲν ἐλάλησε ὁ
Ἰησοῦς ὅπως ὁ φλύαρος Σωκράτης στὸ δικαστήριο τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ
προσπαθοῦσε μὲ τὴ θαυμάσια Ἀπολογία του νὰ πείσῃ τοὺς δικαστὰς ὅτι εἶνε
ἀθῷος.
Θαύμαζε ὁ ἡγεμὼν γιὰ τὴν σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ. Θαύμασε δὲ ἀκόμη
περισσότερο ὅταν ἡ σύζυγός του, ἡ Κλαυδία Πρόκλα, τοῦ ἔστειλε μήνυμα·
«Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿
αὐτόν» (Ματθ. 27,19).
Πάλη ἔγινε μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Πιλάτου. Κάμπτεται ὅμως τὴν
τελευταία στιγμὴ καὶ ὑπογράφει τὴν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ. Φοβήθηκε τὶς
ἀπειλές. Ἀλλὰ πρὶν ὑπογράψῃ, «λάβων ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι
τοῦ ὄχλου λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς
ὄψεσθε» (ἔ.ἀ. 27,24).
Πιλᾶτε, τί κάνεις; Παίζεις μὲ τὴ συνείδησί σου; Μὰ ἦταν δυνατὸν
πλένοντας τὰ χέρια νὰ ἀθῳωθῇς ἀπὸ τὸ ἔγκλημα αὐτό; Ὄχι τὸ νερὸ τῆς
λεκάνης ἀλλὰ ὅλα τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν καὶ λιμνῶν δὲν μποροῦν νὰ τὸ
ξεπλύνουν.
Καὶ ὁ λαός, ποὺ βλέπει αὐτὴ τὴ σκηνή, σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα ποὺ
δὲν γνωρίζουν τὸ ἀφεντικό τους καὶ τὸ δαγκώνουν, φώναζε· «Τὸ αἷμα
αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (ἔ.ἀ. 27,25). Μὴ σὲ νοιάζει,
Πιλᾶτε, μὴν ταράζεσαι· ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι γι᾿ αὐτό· τὸ αἷμα του ἂς
βαρύνῃ ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας.
* * *
Καταράστηκαν τὸν ἑαυτό τους, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ κατάρα ἔπιασε ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Τὸ ἔγκλημα τοῦ Γολγοθᾶ δὲν ἔμεινε ἀτιμώρητο.
Ὁ Ἰούδας, ὁ κυριώτερος ἔνοχος, σὲ στιγμὴ ἀνανήψεως φώναξε·
«Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. …Καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο», αὐτοκτόνησε
(ἔ.ἀ. 27,4-5). Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα.
Ὁ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ἐνέπαιξε τὸ Χριστὸ φορώντας του περιπαικτικὴ χλαμύδα, ἐκθρονίστηκε τὸ ἑπόμενο ἔτος.
Ὁ Πόντιος Πιλᾶτος δὲν εἶχε καλύτερο τέλος. Παρέμεινε ἕνα – δυὸ
χρόνια ὡς ἡγεμών, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ συκοφαντίες καὶ διαβολὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, ἐξωρίστηκε στὴν Ἑλβετία, στὰ Ἀπέννινα ὄρη. Καὶ
μιὰ μέρα, διαφεύγοντας τὴν προσοχὴ τῆς ἁγίας του γυναίκας, ἀνέβηκε σ᾿
ἕνα βράχο, ἔπεσε μέσα σὲ μιὰ λίμνη καὶ αὐτοκτόνησε.
Οἱ ἀρχιερεῖς, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, οἱ ἄσπονδοι ἐχθροὶ τοῦ
Χριστοῦ, εἶχαν ἐπίσης ἄθλιο τέλος. Ὁ Ἄννας κατακομματιάστηκε καὶ ὁ
Καϊάφας πέθανε στὴν ἐξορία.
Οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰεροσολύμων κατεσφάγησαν καὶ τὰ πτώματά τους γέμισαν τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὁ δὲ λαός, ποὺ ὅταν ὁ Πιλᾶτος ρώτησε «Τὸν βασιλέα ὑμῶν
σταυρώσω;» ἀπήντησε «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα» (Ἰω. 19,15),
τιμωρήθηκε. Τὸν Καίσαρα ἤθελαν. Καὶ ὁ Καῖσαρ τὸ 70 μ.Χ., σαράντα χρόνια
μετὰ τὴ Σταύρωσι, πολιόρκησε τὰ Ἰεροσόλυμα τόσο στενά, ὥστε ἔπεσε
πεῖνα φοβερή. Λέει ἡ ἱστορία, ὅτι τότε μιὰ γυναίκα στὰ Ἰεροσόλυμα ἔσφαξε
τὸ ἀγοράκι της, τὸ ἔψησε καὶ τὸ ἔφαγε! Μπῆκαν μέσα οἱ λεγεῶνες τοῦ
Τίτου, ἔσφαξαν τοὺς ἱερεῖς, ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ἰσοπέδωσαν τὰ πάντα. Πέρασαν μὲ ἀλέτρι τὸ ἔδαφος. Ὁ Τίτος διέταξε
γενικὴ σφαγή. Τοὺς σταύρωνε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες! Τελείωσαν τὰ ξύλα, καὶ
τότε μόνο σταμάτησε. 1.600.000 πτώματα ἦταν οἱ σκοτωμένοι κ᾿ ἐκεῖνοι
ποὺ πέθαναν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Πρωτοφανὴς καταστροφή. Καὶ 67.000, ποὺ
ἔμειναν, τοὺς πούλησαν στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀλεξανδρείας σὲ
ἐξευτελιστικὴ τιμή. Ὁ Ἰούδας ἐπούλησε τὸ Χριστὸ ἀντὶ τριάκοντα
ἀργυρίων· οἱ Ῥωμαῖοι τοὺς πουλοῦσαν ἀντὶ ἑνὸς δηναρίου, ἀντὶ μιᾶς
δραχμῆς.
«Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Μερικοὶ ζητοῦν
ἀποδείξεις, ἂν τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀληθινό. Κ᾿ ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ· Καὶ μόνο ἡ
Ἑβραϊκὴ φυλὴ φτάνει ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ
ἀληθινό· εἶνε μία ἀπόδειξι τῆς ἀληθείας του.
* * *
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνο οἱ Ἑβραῖοι ἔνοχοι τοῦ ἐγκλήματος τοῦ Γολγοθᾶ· εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς, εἶνε καὶ ὅλος ὁ κόσμος.
Ἀπὸ τότε ποὺ σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες. Ἂν
μὲ ρωτήσετε, σὲ ποιόν αἰῶνα χύθηκε τὸ περισσότερο ἄδικο αἷμα,
ἀδιστάκτως θὰ σᾶς ἀπαντήσω· στὸν εἰκοστό. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας, ὁ αἰώνας
τῶν πυραύλων καὶ τῆς ἐπιστήμης, εἶνε ὁ πλέον ἐγκληματικός.
Ἀμφιβάλλετε; Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τὰ ἐγκλήματα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος; Δύο – τρία θὰ πῶ.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἕνα ἑκατομμύριο (1.000.000) ἀθῷοι
Ἀρμένιοι, ἄκακα ἀρνία, ἐσφάγησαν ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῶν Τούρκων. Ἀλλὰ «τὸ
αἷμα αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα αὐτῶν».
Θέλετε ἄλλο ἔγκλημα; ἑνάμισυ ἑκατομμύριο (1.500.000) Ἕλληνες
ἐσφάγησαν ἐπίσης ἀπὸ τὴν μάχαιρα τοῦ ἀπαισίου αὐτοῦ λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς,
καὶ κανείς ἀπὸ τὴ Δύσι δὲν συγκινήθηκε. Ἀκόμα τὰ κόκκαλά τους εἶνε
σκορπισμένα ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴ Σμύρνη καὶ σ᾿ ὅλη τὴ Μικρὰ
Ἀσία.
Θέλετε ἄλλο ἔγκλημα; Ὁ Πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος. Ὤ Θεέ μου,
πόσοι νέοι φονεύθηκαν! «Ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι» (Μ.
Παρασκ. ὄρθρ. ἀντίφ. γ΄).. Δὲν πρόλαβε νὰ περάσῃ ὁ Πρῶτος καὶ ἦρθε ὁ
Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. 2.500.000 Ἑβραῖοι κάηκαν σὰν λαμπάδες μέσα
στὰ κρεματόρια καὶ τοὺς κλιβάνους τοῦ Χίτλερ. «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς
καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν».
Τὸ αἷμα τῶν ἑκατομμυρίων θυμάτων σείει τὴν Εὐρώπη. Θὰ τὴν σείῃ
ἑκατὸ χρόνια, καὶ τὴν Τουρκία ἀκόμη περισσότερα. Θέλετε ἀπόδειξι; Ὁ
περιβόητος Μεντερές, Τοῦρκος πολιτικός, ἦταν 20 χρονῶν παιδὶ ὅταν στὸ
Ἀιδίνιο ἔκοψε τὶς γλῶσσες 300 Ἑλλήνων προσκόπων. Τὸ τέλος του ποιό ἦταν;
«Ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,5)· ἀπαγχονίσθηκε, κρεμάστηκε.
Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει δικαιοσύνη. Οἱ ἐγκληματίες θὰ πληρώσουν
μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο γιὰ τὰ ἐγκλήματά τους. Ὑπάρχει Ἐσταυρωμένος, ὁ
ὁποῖος εἶνε μὲν μακρόθυμος, ἀλλὰ ἔρχεται καὶ ἡ στιγμὴ τῆς πληρωμῆς.
* * *
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, μᾶς καλεῖ
καὶ διὰ συμφορῶν καὶ θεομηνιῶν, διὰ σεισμῶν καὶ ἄλλων φαινομένων νὰ
μετανοήσουμε, προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ὁ Ἁρμαγεδὼν
τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 16,16).
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, ποιός ξέρει σὲ πόσα σημεῖα τῆς Γῆς
γίνεται ἀκόμη πόλεμος, πέφτουν βόμβες καὶ σκοτώνονται ἀθῷοι ἄνθρωποι ποὺ
ἀμύνονται γιὰ τὴν ἐλευθερία τους! Τέτοια ἅγια μέρα χύνεται αἷμα. Καὶ
γιὰ τοὺς δημίους λοιπὸν ὅλων αὐτῶν τῶν θυμάτων μπορεῖ νὰ λεχθῇ· «Τὸ αἷμα
αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν».
Τί ὑπολείπεται; Ὅσοι ἔχετε καρδιά, ὅσοι ἔχετε αἴσθημα, ὅσοι
δὲν γίνατε ἀκόμη πέτρες καὶ βράχοι, γονατίστε καὶ παρακαλέστε τὸν Κύριο
γιὰ ὅλους ὅσοι ἐσφάγησαν σὰν ἀθῷα ἀρνία· Ὁ Θεὸς ν᾿ ἀναπαύσῃ αὐτούς, ἐμᾶς
δὲ νὰ παραλάβῃ ἐν μετάνοιᾳ εἰλικρινεῖ λέγοντας· «Μνήσθητί μου, Κύριε,
ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης, Μεγάλη Παρασκευὴ 27-4-1973)
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ
«Γῆ σε, Πλαστουργέ, ὑπὸ κόλπους δεξαμένη, Σῶτερ, τρόμῳ συσχεθεῖσα τινάσσεται, ἀφυπνίσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ» (Β΄ στ. ἐγκωμ.)
Λουλούδια καὶ στεφάνια
καταθέτουν, ἀγαπητοί μου, σήμερα οἱ Χριστιανοὶ πρὸς τιμὴν καὶ λατρείαν
τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἀλλὰ τὸ ὡραιότερο στεφάνι ἀπ᾿ ὅλα εἶνε κάποιο ἄλλο.
Δὲν εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ λουλούδια φθαρτὰ ποὺ μαραίνονται· ἔγινε ἀπὸ τὰ
ἀμάραντα ἄνθη τῆς ποιήσεως. Τὸ στεφάνι αὐτὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ τριακόσια
(300) ἄνθη· καὶ αὐτὰ εἶνε τὰ ἐγκώμια τοῦ ἐπιταφίου θρήνου. Στὸ Ἅγιον
Ὄρος ψάλλονται ὅλα· ἐδῶ στὶς κοσμικές μας ἐκκλησίες τὰ περιέκοψε ἡ
ψαλίδα τῆς συντομίας, καὶ ἀπὸ 300 ἔμειναν 100. Τόσα ὥρισε ἡ ἱερὰ Σύνοδος
νὰ ψάλλωνται στὶς τρεῖς στάσεις.
Ἔχω μιὰ συνήθεια· κάθε χρόνο, προτοῦ νὰ ψάλουμε τὰ ἐγκώμια,
ἑρμηνεύω κάποιο ἀπ᾽ ὅλα. Ἐφέτος μὲ ἁπλᾶ λόγια καὶ συντομία θὰ ἑρμηνεύσω
τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴν δευτέρα στάσι.
* * *
«Γῆ σε, Πλαστουργέ,
ὑπὸ κόλπους δεξαμένη, Σῶτερ,
τρόμῳ συσχεθεῖσα τινάσσεται,
ἀφυπνίσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ» (Β΄ στ. ἐγκωμ.).
Σὲ ἀρχαία γλῶσσα εἶνε γραμμένο
τὸ ἐγκώμιο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημά του, πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι δὲν ἦταν φθαρτός. Τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα
–εἶνε δίδαγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς– πρὸ τῆς παρακοῆς ἀσθένεια δὲν τοὺς
ἐμάραινε, ὁ θάνατος δὲν τοὺς ἐνέκρωνε, ὁ τάφος δὲν τοὺς ἔλειωνε. Ὁ
ἄνθρωπος τότε ἦταν ἄφθαρτος, ἑπομένως καὶ ἀθάνατος. Ὅ,τι εἶνε θνητό,
εἶνε προηγουμένως φθαρτὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ πεθαίνει. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθάνατος
πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι. Ἀλλὰ μετὰ ἔγινε φθαρτός. Ἀναπτύχθηκαν μικρόβια καὶ
νόσοι, καὶ ἔφθασε νὰ γίνῃ ἕνα μουσεῖο ἀσθενειῶν, σωματικῶν καὶ ψυχικῶν. Ἡ
κατάληξι δὲ τῆς φθορᾶς ἦταν ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ἦλθε ὡς ποινή, ὡς
τιμωρία τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων καὶ ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τότε ἀκούστηκε ὡς ἀπόφασις τοῦ θείου δικαστηρίου· «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν
ἀπελεύσῃ», εἶσαι χῶμα καὶ στὸ χῶμα θὰ πᾷς (Γέν. 3,19).
«Γῆ εἶ». Πράγματι, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ
ὑλικὰ στοιχεῖα. Ἂν πάρετε τὸ σῶμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ τὸ πᾶτε στὸ χημεῖο
γιὰ νὰ τὸ ἀναλύσετε, θὰ δῆτε ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ νερό, λίπος, λίγο
σίδερο, φώσφορο, ἀσβέστιο… Εὐτελὴς ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀλλὰ
σοφὴ ἡ κατασκευή του. Ἡ ἐπιστήμη γνωρίζει τὴ σύνθεσί του καὶ μᾶς λέει
ἀπὸ ποιά ὑλικὰ ἀποτελεῖται, δὲν μπορεῖ ὅμως μὲ τὰ ὑλικὰ αὐτὰ νὰ
δημιουργήσῃ καὶ αὐτὴ ἕναν ἄνθρωπο. Αὐτὸ εἶνε ἔργο μόνο τοῦ πανσόφου
Δημιουργοῦ. Ὅπως ἡ νοικοκυρὰ παίρνει τὸ ἀλεύρι, τὸ ζυμώνει καὶ τὸ κάνει
διάφορα σχήματα, κάπως ἔτσι ἂς ποῦμε καὶ τὰ ἄχραντα χέρια τοῦ Θεοῦ
πῆραν τὴν ὕλη, πῆραν τὸ νερό, τὸ λίπος, τὸ φώσφορο, τὸ σίδερο κ.τ.λ., τὰ
ἀνέμειξαν μὲ ἀσύλληπτο τρόπο, καὶ τὸ θεῖο ἐργαστήριο δημιούργησε τὸν
ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, ὅπως εἴπαμε,
ἀλλὰ ἡ πτῶσις ἔφερε τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν
ἀπελεύσῃ». Ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ἡ ἀπόφασι αὐτή, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, μέχρι
τὸ Χριστὸ πέρασε ἀπὸ τὴ Γῆ ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὅλοι τὴν ὠνόμαζαν
«μάνα γῆ», καὶ ὅλους αὐτὴ ἄνοιξε τοὺς κόλπους της καὶ τοὺς δέχθηκε στοὺς
τάφους.
Ὅλοι ἦταν ἁμαρτωλοὶ καὶ φθαρτοί. Ἕνας μόνο –παρακαλῶ προσέξτε–,
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ἀναμάρτητος, καὶ συνεπῶς ἄφθαρτος
καὶ ἀθάνατος. Ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ὅσο καὶ νὰ κοπιάσετε, δὲν θὰ βρῆτε
ἐλάττωμα, δὲν θὰ βρῆτε ψεγάδι στὴ μοναδικὴ προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ.
Θὰ μείνῃ γιὰ πάντα ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τίς ἐλέγχει με
περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ὡς ἀναμάρτητος, ὁ Χριστὸς εἶχε σῶμα ἄφθαρτο.
Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς νὰ κοιμᾶται, νὰ τρώῃ, νὰ
πίνῃ, νὰ ἱδρώνῃ, νὰ πονάῃ, ἀλλὰ δὲν τὸν βλέπουμε ποτέ νὰ ἀρρωσταίνῃ, νὰ
ἔχῃ π.χ. ἕνα πυρετό. Γιατὶ αὐτὰ καὶ ὁ θάνατος εἶνε συνέπειες τῆς
ἁμαρτίας· «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23).
Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἐνῷ ἦταν ἀναμάρτητος καὶ ἑπομένως ἄφθαρτος καὶ
ἀθάνατος, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς, γεύθηκε θάνατο καὶ κατέβηκε στὸν ᾅδη.
Καὶ τότε ὁ ᾅδης ἀπατήθηκε· γιατὶ ἔβλεπε σῶμα ἀνθρώπου (ποὺ κατὰ τὴ
φιλοσοφία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε τὸ δόλωμα), καὶ συνάντησε Θεό! Ὁ
σατανᾶς, λένε οἱ πατέρες, δὲν φαντάσθηκε, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ σαρκικὸ καὶ
φθαρτὸ περίβλημα τοῦ Χριστοῦ κρυβόταν τὸ ἄγκιστρο τῆς θεότητος. Ἔτσι
ἔγινε ἡ θεόσωμος ταφή. Ἀλλὰ ἡ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸν ἀθάνατο
Θεό, κι ὅταν ἐκεῖνος ἐπρόκειτο νὰ κατέβῃ στὸν τάφο τινάχθηκε. Δὲν
μποροῦσε νὰ τὸν δεχτῇ στοὺς κόλπους της ὅπως ὅλους τοὺς κοινοὺς θνητούς,
καὶ διαμαρτυρήθηκε! «Ἡ γῆ ἐσείσθη». Καὶ μὲ τὸ τίναγμα τῆς γῆς ξύπνησαν
οἱ νεκροὶ καὶ ἀναστήθηκαν· ἄνοιξαν οἱ τάφοι, βγῆκαν ἔξω οἱ νεκροί, καὶ
μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς
Ἰερουσαλήμ (βλ. Ματθ. 27,51-53).
«Γῆ σε, Πλαστουργέ,
ὑπὸ κόλπους δεξαμένη, Σῶτερ,
τρόμῳ συσχεθεῖσα τινάσσεται,
ἀφυπνίσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ».
Πολλὲς ἔννοιες συνωστίζονται στὸ
μικρὸ αὐτὸ ἐγκώμιο. Ὅ,τι ἔχουν φτειάξει οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶνε μεγάλη
φιλοσοφία. Καὶ ὁ ἐπιτάφιος εἶνε ἡ φιλοσοφία τοῦ θανάτου μὲ κέντρο τὴν
ταφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* * *
Σείστηκε τότε ἡ γῆ,
διαμαρτυρομένη γιὰ τὴν θανάτωσι τοῦ Ἀθανάτου. Καὶ σήμερα σείεται ἡ γῆ
μας. Γιατί ἆραγε; –Φυσικὰ φαινόμενα, λένε μερικοί. –Ὁ ἐγκέλαδος, λένε
ἄλλοι.
Ὦ ἀνόητοι, τί εἶνε ὁ ἐγκέλαδος; Κάτι ἀνύπαρκτο. Πίσω ἀπὸ τὴν
ὕλη μὲ τὶς θαυμαστὲς ἰδιότητές της, πίσω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὰ ὄρη ὑπάρχει
νοῦς ποὺ κυβερνᾷ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή, νὰ δῆτε
ποιά εἶνε ἡ αἰτία τῶν σεισμῶν. Ὁ Δαυῒδ λέει· «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν
καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ.
103,32).
Σείστηκε τότε ἡ γῆ, γιατὶ οἱ Ἑβραῖοι ἐσταύρωσαν τὸ Χριστό.
Σείεται ἡ γῆ σήμερα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ πάλι θὰ σειστῇ· μᾶς τὸ
εἶπε ὁ Χριστὸς πρὸ τῆς θυσίας του, ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ δευτέρα παρουσία θὰ
γίνουν «σεισμοὶ μεγάλοι» (Λουκ. 21,11. Ματθ. 24,7). Φτάσαμε στὴν περίοδο
αὐτὴ τῶν σεισμῶν. Ἄλλοτε ἐδῶ ἄλλοτε ἐκεῖ πολλοὶ σεισμοὶ γίνονται καὶ μὲ
πολλοὺς νεκροὺς καὶ τραυματίες. Σείονται καὶ μέρη ποὺ δὲν
χαρακτηρίζονταν ὡς σεισμογενῆ.
* * *
Θεέ μου! Θὰ σεισθῇ καὶ πάλι ἡ γῆ
μας, ποὺ χαρακτηρίζεται ἄλλωστε καὶ ὡς σεισμογενής, γιατὶ γίναμε ὅλοι
θεομπαῖκτες· κοροϊδεύουμε τὸ Θεὸ μικροὶ καὶ μεγάλοι. Γνήσιος
Χριστιανὸς δὲν ὑπάρχει. Εἴμαστε ὅλοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ τὰ
ὅσια καὶ ἱερὰ ποὺ εἴχαμε, μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ μᾶς ἔμεινε. Μιὰ
φορὰ σταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ Χριστὸ – χίλιες φορὲς τὸν σταυρώνουμε
ἐμεῖς. Προβλέπω σεισμούς· θὰ σειστῇ ἡ ἁμαρτωλὴ Ἀθήνα, ἡ Βαβυλώνα τοῦ
Ἑλληνισμοῦ, τὰ ἑκατομμύρια κάτοικοι ποὺ ἔχουν μαζευτῆ στὴ χαβούζα αὐτὴ
καὶ δὲν κάνουν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ν᾿ ἁμαρτάνουν καὶ νὰ ὀργιάζουν· θὰ
σειστῇ ἡ Θεσσαλονίκη· θὰ σειστῇ ἀκόμη καὶ ἡ Φλώρινα… Θεέ μου, βοήθησέ
μας! Ὑπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!
Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί, ἀπὸ τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ δίδαγμα ἐπίκαιρο,
σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, νὰ ἔχουμε φόβο Θεοῦ. Καὶ μὲ τέτοια αἰσθήματα
σεβασμοῦ καὶ εὐλαβείας ἂς συνοδεύσουμε τὸ μεγάλο Νεκρό. Κηδεία ἔχουμε.
Ὄχι τῆς μάνας μας ἢ τοῦ πατέρα μας. Πάνω ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλους
τοὺς προγόνους, καὶ πάνω ἀπ᾿ τὴν πατρίδα, πάνω ἀπ᾿ ὅλα καὶ ἀπ᾿ ὅλους
εἶνε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ –ἐν
ὀνόματι τοῦ Ναζωραίου, τοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ μας– κατὰ τὴν περιφορὰ
τοῦ ἐπιταφίου κανείς νὰ μὴ μιλᾷ καὶ νὰ μὴ γελᾷ. Ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, τὰ
αἰσθήματα, ὅλη ἡ ὕπαρξί μας νά ᾿νε στὸ Χριστό. Καὶ μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη μας
νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ λυπηθῇ τὸ ἔθνος μας, ποὺ πολὺ
ἁμάρτησε, καὶ νὰ μὴ τὸ τιμωρήσῃ μὲ κάποιο καταστρεπτικὸ σεισμό. Διότι
ἂν γίνῃ αὐτό, τότε πλέον θὰ εἶνε ἀργὰ καὶ δὲν θὰ προλάβουμε νὰ ποῦμε
τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀμίλητοι
λοιπόν, μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, νὰ συνοδεύσουμε τὸ Χριστό, τὸν
αἰώνιο Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε πρὸ τῶν ἐγκωμίων στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης τὴν 8-4-1977 μ
ΠΗΓΗ: http://www.augoustinos-kantiotis.gr