28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ - ΕΟΡΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε,
ἀvuμνοῦμεν τάς χαρίτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην,
ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις
τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς.
Σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα
βοῶντές σοι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα
τῇ θείᾳ Σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς
ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
ΣΚΕΠΗΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940
Στὸ μέτωπο,
σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ
θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες,
ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει
παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες
μία γυναικεία μορφὴ νὰ βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη,
μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ
τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε,
τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν
τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν
κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ
στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος
Στρατηγός.
Γράμμα ἀπὸ
τὴ Μόροβα
Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας,
στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε
ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν
ἀδελφό του. «Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοὺ γράφω
ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη
ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση
τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι
νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μίας χιονισμένης Μόροβας
μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου
εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα,
ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ
φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους,
δὲν τὸ πιστέψεις.
Λίγες στιγμὲς
πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς
Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ
μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.
- Τὶς εἶ;
Μιλιά...
Ὁ σκοπὸς
θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τὶς εἰ;
Τότε, σὰν νὰ
μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε:
Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὅρμησε
ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ
ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς
τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει
ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, γιὰ
νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω
πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς
στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ
τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια...
κοιμοῦνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται.
Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ
νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά,
τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ
καὶ χάθηκε».
Θαῦμα στὸ
Μπούμπεση
Ζωντανὸ θαῦμα
τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο
οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ
διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ
τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ,
ἀπὸ τὶς 22-1-1941 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20
ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ
ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ
τοῦ δρόμου, ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ
μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν,
δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ
ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ
ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς
ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν
ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ
ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ
Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως
ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ
ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου
ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν
ἰταλικῶν κανονιῶν.
- Παναγία μου, φώναξε
τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας!
Σῶσε μας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στὸ
βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγὰ-σιγὰ
σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ᾿
αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ
μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ
γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ᾿ ἕνα
φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση.
Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα
καὶ ρίγησαν.
- Θαῦμα!
βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
- Θαῦμα!
Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ
σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε
ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιὰ τὴν
πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ
ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ
ἰταλικά. οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα
τὸν στόχο.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
ΠΗΓΗ: http://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Giortes/H_Agia_Skeph_ths_Theotokou.htm