Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Άγιος Νικόλαος Καλλισίων

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Άγιος Νικόλαος Καλλισίων

Ο Θεός μού εκπλήρωσε την επιθυμία να εργασθώ σε ίδρυμα. Έκανα τριάντα χρόνια στην Πολυκλινική. Είχα, όμως, μέσα μου και μία άλλη βαθιά επιθυμία. Να βρω ένα κτήμα και να χτίσω μοναστήρι. Ψάχνοντας, βρήκα τον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων στην Πεντέλη. Ήταν μετόχι της Ιεράς Μονής Πεντέλης.
Πήγα, λοιπόν, εκεί με την χάρι του Θεού κάποια μέρα. Το εκκλησάκι ξεπρόβαλε από μακριά. Όταν έφθασα, μπήκα μέσα. Ήταν κατανυκτικό, παλαιό, με λιγοστές εικόνες. Έξω λίγα μικρά κελλάκια καπνισμένα. Εν τω μεταξύ νύκτωσε. Ήμουν μόνος. Δεν γινόταν να επιστρέψω στην Αθήνα. Έπεσα να κοιμηθώ μέσα στην εκκλησία. Σε λίγο ακούω ένα χαρακτηριστικό κτύπο - ερχόταν απ΄τον τοίχο που ήταν πάνω από το κεφάλι μου. Εκεί ήταν κρεμασμένη η εικόνα του Αγίου Νικολάου. Ο κτύπος ήταν απ'την εικόνα. Το αισθάνθηκα ότι ο Άγιος με θέλει να εγκατασταθώ εκεί.
Πήγα έφερα τους γονείς μου, την αδελφή μου, την ανεψιά μου.Εγώ σαν καλόγερος που ήμουνα, καταλάβαινα ότι καλόγεροι που μένανε μόνοι τους στον "κόσμο" χανόντουσαν. Εκεί είχαμε ησυχία. Ζούσαμε πολύ ωραία, έστω και με  συνθήκες πρωτόγονες. Εγκατασταθήκαμε για πάνω από είκοσι χρόνια μές την ερημιά. Τότε ήταν πραγματική έρημος.Όλη η περιοχή γύρω από τον Άγιο Νικόλαο ήταν κατάφυτη.Πεύκα γέρικα και νέα, πλατάνια, θάμνοι τόπους τόπους, θυμάρια να σκορπούν την ευωδία τους, κυκλάμινα να ξεπροβάλλουν απ'τις σχισμές των βράχων, ανεμώνες κι άλλα αγριολούλουδα, ανάλογα σε κάθε εποχή. Ήταν ένας παράδεισος. Πολύ όμορφα. Εκεί ήθελα να φτιάξω το μοναστήρι. Ο Θεός όμως δεν το επέτρεψε.  
Απ΄την Πεντέλη και συγκεκριμένα από το Π.Ι.Κ.Π.Α. δεν απέχει πολύ ο Άγιος Νικόλαος, αλλά τότε δεν υπήρχε δρόμος. Έπρεπε να βαδίσεις με τα πόδια ή με το γαϊδουράκι μία ώρα σε δύσβατο δρόμο και μετά άλλα είκοσι περίπου λεπτά της ώρας να χρησιμοποιήσεις έναν κατσικόδρομο, για να βρεθείς στον Άγιο Νικόλαο, που ήταν χτισμένος πάνω σ'΄ενα λοφίσκο βραχώδη. Σιγά σιγά ανοίξαμε ένα δρομάκι, για να μετακινούμαστε και να κουβαλάμε τ'αναγκαία προς το ζην, ό,τι ήταν δυνατόν να έχουμε απ'τον κήπο.
 Μου άρεσε ο κήπος. Αγόρασα κι ένα τρακτέρ χειροκίνητο, για να γίνεται η δουλειά όσο πιο τέλεια μπορούσε. Ο κήπος είχε απ'όλα, ντομάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες, κρεμμύδια, σκόρδα κ.α. Η μεγάλη μου αγάπη ήταν τα δέντρα. Ευφραινόμουν να τα βλέπω. Εφύτευσα τετρακόσια δέντρα καρυδιές, κορομηλιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδακινές, αμυγδαλιές, φουντουκιές, μουσμουλιές, ροδιές. Ήθελα την εγασία πολύ. Γι'αυτό έλεγα πάντα και το λέγω και τώρα: "Να εργάζεσαι ως αθάνατος και να ζεις ως ετοιμοθάνατος". Δηλαδή να είσαι ενενήντα χρονώ και να φυτεύεις καρυδιές, συκιές ή ελιές. Είναι να μη σκιρτήσει η καρδιά σου την ώρα που φυτεύεις! "Όποιος περνάει και σε βλέπει πού κουράζεσαι να λέει " Ο άμοιρος!".
 ...Όταν δεν ήμουν απαραίτητος στον Άγιο Γεράσιμο, λειτουργούσα στον Άγιο Νικόλαο. Σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται κάποιοι άνθρωποι για να εκκλησιασθούν ή και να εξομολογηθούν. Μ'όλους αυτούς γίναμε μια μεγάλη οικογένεια, η οικογένεια των Καλλισίων.
Ερχόντουσαν, όμως κι άλλοι άνθρωποι περιστασιακοί. Κάποιος μεγάλος πόνος, κάποιο πρόβλημα τους ανάγκαζε να πάρουν το χωματόδρομο για τον Άγιο Νικόλαο.Έτσι μια μέρα έρχεται μια κυρία με τον σύζυγό της και τα τέσσερα παιδάκια τους. Νέοι άνθρωποι, είχαν λίγα χρόνια παντρεμένοι και στην αρχή δεν ήθελαν να κάνουν παιδί. Μετά απεφάσισαν, "ας κάνομε". Και κάνει μια γέννα δύο παιδιά και αργότερα άκόμη μία κι άλλα δύο κι έτσι έγιναν τέσσερα παιδιά. Αυτοί, λοιπόν, είχαν έλθει εκεί και η νέα -ήταν τριάντα χρονώ- μου λέγει:
- Γέροντα, υποφέρω πάρα πολύ, δεν είμαι καλά.
Όπως μου μίλαγε, την εκοίταζα προσεκτικά και έβαλα το χέρι κάτω απο απ'το λαιμό της.
-Εδώ, της λέγω, αισθάνομαι ένα σφίξιμο έτσι κι έτσι.
-Ναι, μου λέει.
-Και σε πιάνει μία λύπη, που εκείνη αποτελειώνει το έργο της. Δηλαδή, στην αρχή σε πιάνει ένα σφίξιμο και μετά σου έρχεται η θλίψη και δεν μπορείς να κουνηθείς. Κουνιέσαι, μπορεί και να γελάσεις, αλλά μέσα σου ζεις αυτή την κατάσταση.
-Ναι, με βεβαίωσε.
Λοιπόν, της τα ζωγράφισα όλα τόσα ωραία! Εκείνη ευχαριστιόταν. Μετά της ξαναέβαλα το χέρι στο λαιμό.
-Μη νομίσεις, λέω ότι έχεις τίποτα. Τίποτα δεν έχεις τώρα απ'όλα αυτά.
Το χέρι μου το έίχα εκεί και ξαφνικά της λέω.
-Να σου έφυγαν όλα!
Γιατί το είδα. Όπως έβλεπα, ο λαιμός της δεν είχε τίποτα.
Μου λέει κι αυτή:
-Μου έφυγαν όλα κι αισθάνομαι μια χαρά μέσα μου.
Λοιπόν μετά της λέω:
-Γονάτισε.
Γονάτισε, της έβαλα το ένα χέρι μπροστά στο λαιμό και τ'άλλο πίσω απ'το κεφάλι αρχίζοντας με το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" και συνεχίζοντας με λίγη σιωπή. Μετά, όπως ήταν εκεί γονατισμένη, φωνάζει "αχ!",από ανακούφιση.
-Λοιπόν, πήγαινε, πήγαινε, σήκω, της λέω, γιατί τώρα περιμένουνε κι άλλοι.
Μου φίλησε το χέρι κι έφυγε. Πάει πιο πέρα και τους αναστάτωσε όλους. Κι όνδρας της, όλο χαρά κι αυτός. Δοξάζανε τον Θεό για το θαύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου