Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ




Κατελειός Κεφαλονιάς. Ένας νέος από το Μεσολόγγι 22 ετών, ήταν πολύ άρρωστος και χειροτέρευε η υγεία του παρότι πήγαινε σε πολλούς γιατρούς. 
Ο πατέρας του δεν ήταν πιστός και μάλωνε με την μητέρα του, που ήθελε να φέρει τον νέο στον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλονιά. Ο ίδιος ήθελε να κλείσει το παιδί σε ψυχιατρείο. 
Αυτή επέμενε και τον έφεραν στο Μοναστήρι.

Με δάκρυα, νηστεία και προσευχή πέρασαν 40 μέρες, χωρίς καμία βελτίωση. Δεμένος όπως ήταν τον πήρε η μάνα του να φύγουν με καΐκι από τον Κατελειό. 
Μόλις έφτασαν στον τόπο αναχώρησης ο δεμένος νέος λέει στη μητέρα του: «Μάνα λύσε με, είμαι καλά. Να ο καλόγηρος που το λέει. Δεν τον βλέπεις;». Το Θαύμα είχε γίνει.

 ΠΗΓΗ: https://sites.google.com/site/orthodoxy1054/thaumata-oi-zontanes-apodeixeis-tes-yparxes-tou-theou

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ




 
Η Μαρία χήρα Αρίστου Αριστάρχου, κάτοικος Αιγίου 
διηγείται τα εξής:
«Η μητέρα μου Αννα Γεωργίου όταν ήτο κόρη ανύπαντρη ηλικίας 30 ετών, ενώ ήτο υγιής αίφνης έπαθε παράλυση. Δεν μπορούσε να κινήση τίποτε. 
Εμένανε στο Βόρι και γιατρό τότε πίστευαν και είχαν μόνο την Αγία Αννα. Πήραν την άρρωστη και την πήγαν σηκωτή με το φορείο στην Αγία Αννα. Έμεινε εκεί με τη μητέρα της Μαλαματένια μέσα στην Εκκλησία με νηστεία και προσευχή. Πολλές φορές τα βράδυα, διηγείται, ακουόταν ο θόρυβος από το άνοιγμα κλειδαριάς χωρίς να άνοιγη η πόρτα και άλλοτε καταλάβαιναν το θόρυβο από τα πασουμάκια της Αγίας Αννας, πού περπατούσε χωρίς να τη βλέπουν. Και άλλοτε ακουόταν το θυμιατό πού θύμιαζε η Αγία Αννα τη νύχτα στο ιερό. Η άρρωστη τότε μητέρα μου μετά τις 40 ημέρες έγινε εντελώς καλά. Είχε πάντα μια μεγάλη ευλάβεια στην Αγία Αννα, και δεν άφηνε καμιά ευκαιρία διά να εκφράζη την ευγνωμοσύνη της».
 ΠΗΓΗ:  https://www.ekklisiaonline.gr

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ





Ανέβασαν κάποτε στη σκήτη των Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως από ταπείνωση απέφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέροντας τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό που είχε στη ζώνη του, και έδιωξε το πονηρό πνεύμα.
-Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.
-Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια! Υπέμεινε με καρτερία τον πόλεμο, αλλ’  αντιπολεμούσε κι εκείνος με τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του μαγειρευμένη τροφή.
Νικημένο τέλος το δαιμόνιο από τον ακατάπαυστο αγώνα, απομακρύνθηκε.
-Γιατί φεύγεις; το ρώτησε ο Γέροντας.
-Εγώ πάντως δεν σε διώχνω.
-Με αφάνισε η νηστεία σου! κραύγασε εκείνο και έγινε άφαντο.

ΠΗΓΗ: «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι» – Έκδοση Ι.Μονής Παρακλήτου

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ







Εξ αφορμής του θαύματος της Κυριακής της Δευτέρας των Νηστειών, το 1972, έκανα ένα κήρυγμα στον Άγιο Βασίλειο Πειραιώς όπου ήμουν και εφημέριος, τονίζοντας ότι το κάθε θαύμα (είτε πρόκειται για θεραπεία μιας βαριάς αρρώστιας, είτε για τη λύση ενός μεγάλου πειρασμού, θλίψεως, στεναχώριας, βασάνων και λοιπά, είτε για την καταπολέμηση ενός πάθους) χρειάζεται τέσσερα πράγματα, όσοι ήσαν και άντρες που σήκωσαν και έφεραν τον παράλυτο μπροστά στον Χριστό.
Πρώτον πίστις,
Δεύτερον νηστεία,
Τρίτον προσευχή και
Τέταρτον μετάνοια.
Και αυτά τα ανέλυσα με τις φτωχιές δυνάμεις που είχα τότε, και που εξακολουθώ να έχω και τώρα.

Τελείωσε το κήρυγμα, τελείωσε και η Θεία Λειτουργία και μοιράστηκε το αντίδωρο.
Κάποια κυρία, τη στιγμή που έπαιρνε το αντίδωρο από το χέρι μου, είπε:
-Πάτερ θέλω να σας δω στο τέλος, θα σας περιμένω.
Πράγματι στο τέλος την συνήντησα.

Η κυρία λοιπόν αυτή ήλθε να επιβεβαιώσει εμπράκτως όσα ελέχθησαν από την αθλιότητά μου σε κείνο το κήρυγμα. Είχε πολύτεκνη οικογένεια. Ο σύζυγός της, αυτή και έξι παιδιά. Σύνολον οκτώ. Ο μικρότερός της γιός, ο Γιωργάκης, που ήτο τότε ετών δώδεκα, προσεβλήθηκε από καλπάζουσα λευχαιμία. Ξέχασα να σας πω ότι κατήγοντο από μια κωμόπολη που ευρίσκετο στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Μεσσηνίας.
Μόλις αρρώστησε το παιδί οι γιατροί από την Καλαμάτα, συνέστησαν αμέσως να έλθει στο αντικαρκινικό νοσοκομείο του Μεταξά. Ήταν τότε το έτος 1970. Έτσι το έφεραν στο νοσοκομείο.
Ύστερα από λίγες μέρες είπαν οι γιατροί στους γονείς ότι το παιδί σε δυο τρείς μέρες θα πεθάνει. Είχε ήδη πέσει σε κώμα. Αμέσως εκείνη η ευλογημένη μάνα, σε συνεννόηση με τον άντρα της και τα δυό της τα παιδιά τα πιο μεγάλα, που ήταν εικοσιτριών και εικοσιπέντε ετών, πήραν την απόφαση να πάρουν το παιδί τους. Υπέγραψαν, πήραν εξιτήριο, και με πολλή προσευχή μετέφεραν το παιδί τους που εξακολουθούσε να ήταν σε κώμα, στο χωριό τους.
Έκαναν μια σύσκεψη όλοι μαζί, και πήραν μια καταπληκτική απόφαση που φανέρωνε και την μεγάλη τους πίστη. Σ’ ένα μικρό βουνό, απέναντι από την κωμόπολη, στην κορφή του ήταν κτισμένο ένα ερημοκκλήσι της Θείας Μεταμορφώσεως. Εκεί λοιπόν μετέφεραν το παιδί τους. Το ξάπλωσαν μπροστά στο τέμπλο και κάτω από τις εικόνες της Μεταμορφώσεως και της Παναγίας. Η εικόνα πάντοτε του Αγίου που γιορτάζει ένας ναός, ή είναι αφιερωμένο σε μια εορτή Θεομητορική ή Δεσποτική, είναι πάντοτε όπως βλέπω εγώ, όπως είμαι εγώ δεξιά μου, και όπως βλέπετε εσείς αριστερά, δίπλα στην Παναγία δηλαδή, ήταν η εικόνα της Μεταμορφώσεως και εδώ μπροστά που βρίσκονται τα παιδιά, ξάπλωσαν το δικό τους το παιδάκι. Έβαλαν λοιπόν ένα στρωματάκι και το σκέπασαν με δυο τρείς κουβέρτες. Και άρχισαν και οι οκτώ νηστεία, αγρυπνία και προσευχή με πίστη. Νηστεία με τελεία ασιτία. Χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό.
Υπήρχε στο Αναλόγιο ένα παλιό Ωρολόγιο και το Μηναίο του Αυγούστου, διότι μόνον αυτό χρειάζετο, αφού και το παρεκκλήσι ήταν αφιερωμένο στην εορτή τη μεγάλη, τη Δεσποτική, της Θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Προσευχή λοιπόν όλο το εικοσιτετράωρο, την ημέρα όλοι μαζί και το βράδυ με βάρδιες, δύο δύο ή ένας ένας. Διάβαζαν τα γράμματα της έκτης Αυγούστου, δηλαδή της εορτής της Μεταμορφώσεως, του Εσπερινού και του Όρθρου, και το Ωρολόγιον ολόκληρο από την αρχή μέχρι το τέλοςΤο άρχιζαν απ’ την αρχή και το τελείωναν. Και όταν το τελείωναν πάλι από την αρχή. Μέχρι το τέλος και πάλι από την αρχή μέχρι το τέλος και ούτω κάθε εξής.
Τις πρώτες μέρες άντεξαν τα τρία τους παιδιά, ετών δεκατεσσάρων, δεκαεπτά και δεκαεννιά, και από την τετάρτη ημέρα άρχισαν να πίνουν μόνο νερό από μια παρακείμενη πηγή. Οι γονείς και τα δυό μεγάλα αδέλφια κράτησαν την τελεία αποχή. Στο τέλος κάθε προσευχής ζητούσαν από τον φιλάνθρωπο Κύριο και από τα μητρικά σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου να κάμουν το θαύμα τους.
Η νηστεία, η προσευχή, η αγρυπνία, τα δάκρυα της μετανοίας, - προσέξτε τι μου είπε, δάκρυα μετανοίας έριχναν – ομολογούσαν εις τον Θεόν και εις την Παναγία ότι ήσαν αμαρτωλοί και ότι εξαιτίας της αμαρτίας των αρρώστησε το παιδί τους, και η ζωντανή πίστις, ήσαν συνεχείς και ακλόνητες καταστάσεις μέσα στην καρδιά τους.
Την εβδόμη νύχτα, την ώρα που διάβαζαν τον Όρθρο, της έκτης Αυγούστου, της εορτής δηλαδή της Μεταμορφώσεως, και ήσαν όλοι ξυπνητοί εκτός από το δωδεκάχρονο αγόρι, που εξακολουθούσε να ευρίσκετο σε κώμα, ξαφνικά φωτίστηκε όλο το εκκλησάκι με ένα φως υπερκόσμιο. Πιο φωτεινό και πιο λαμπερό και από αυτόν τον ήλιο. Βουβάθηκαν όλοι τους από την έκπληξη και τον θαυμασμό, ενώ συγχρόνως τα μάτια τους ήσαν στραμμένα στην εικόνα της Θείας Μεταμορφώσεως. Και τότε εντελώς απροσδόκητα, βγήκε μια ολόλαμπρη ακτίνα, μια φοβερή αστραπή, η οποία έπεσε πάνω στο ξαπλωμένο παιδί.
Αυτό το γεγονός, ζήτημα μου είπε η ευλογημένη αυτή μητέρα αν κράτησε δέκα δευτερόλεπτα. Ξανάγινε σκοτάδι με μοναδικό φως το φως απ’ τα καντήλια, και τα κεριά που κρατούσαν για το διάβασμα.
Και τότε ακούστηκε η φωνή του αρρώστου παιδιού να φωνάζει «Μαμά, μπαμπά, που είστε;»
Έτρεξαν αμέσως κοντά του και κλαίγοντας το αγκάλιασαν.
«Διψώ», ψιθύρισε, «διψώ». «Πεινάω».
Το παιδί συνήλθε. Έγινε τελείως καλά. Ο Θεός έκαμε το θαύμα του.

Ευλογημένοι τέτοιοι γονείς που παίρνουν τέτοιες αποφάσεις ηρωικές.
Ευλογημένα και τέτοια αδέλφια που συνακολουθούν τέτοιους γονείς.
Ευλογημένη οικογένεια.

Ήπιαν όλοι τους λίγο νερό, λίγο ψωμάκι πολύ λίγο, ένα τέταρτο της φετούλας για να συνέλθουν λίγο.
Το πρωί κατέβηκαν στο χωριό δοξάζοντας το Θεό, φροντίζοντας πλέον για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του παιδιού.
Την άλλη μέρα όμως οι γονείς, είπαν στα παιδιά τους το εξής:
«Φροντίστε σεις το Γιωργάκη, και μείς θα επιστρέψουμε στο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως, για να ευχαριστήσουμε το Θεό, για ένα ακόμα τριήμερο με τελεία και πάλι ασιτία.
Και έτσι έγινε. Θυμάστε τους δέκα λεπρούς; Ο ένας επέστρεψε από τους θεραπευμένους για να ευχαριστήσει τον Κύριο. Ο ένας.

Στα δύο χρόνια που είχαν περάσει από τότε, το παιδί τους ήταν, έγινε τελείως καλά, υγιέστατο, χωρίς ίχνος της φοβερής εκείνης αρρώστιας του καρκίνου του αίματος, που λέγεται λευχαιμία.
Στον Άγιο Βασίλειο ξαναήλθε η μητέρα αυτή, επειδή εν τω μεταξύ είχε παντρέψει το γιό της, εκεί που έμεινε, στην ενορία του Αγίου Βασιλείου, και έτσι έμαθα την ιστορία.

Κράτησα κάποιες σημειώσεις και σήμερα σας είπα την αληθινή ιστορία τους.
Στο τέλος όμως έκαμα και την εξής ερώτηση:
- Πώς αποφασίσατε να προβείτε σε μια τέτοια ενέργεια, ποιος σας το πρότεινε αυτό, πώς σας ήλθε; Κάπου το διαβάσατε; Σας φώτισε μήπως ο Θεός;
Και μου απάντησε :
- Πριν από χρόνια πέρασε από το χωριό μας ένας μοναχός Αγιορείτης που ήτανε από την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους. Αυτός μας μίλησε πολύ για την αξία της νηστείας, όταν αυτή η νηστεία, μας είπε, συνοδεύεται από καθαρή προσευχή, από εγκράτεια, από δάκρυα μετανοίας, από υπομονή και πίστη. Μας είπε ακόμα αυτός ο μοναχός, για κάποιον Άγιο γέροντα, τον πατέρα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη. Όταν λοιπόν αυτός ήταν πολύ μικρός είχε αρρωστήσει βαριά. Τότε οι γονείς του τον πήγαν στην εκκλησία του χωριού, και κει παρέμειναν μαζί με το παιδί τους νηστεύοντας και προσευχόμενοι σαράντα ημέρες. - οι γονείς του πατρός Ιερωνύμου, γι’ αυτό και έγινε ο γιος αυτός Άγιος. – Το παιδί τους έγινε καλά, μεγάλωσε και αργότερα κατέστη ο φημισμένος αυτός γέροντας, - είναι αυτός που ανακάλυψε και συνέγραψε την βιογραφία της ερημίτιδος Φωτεινής του Ιορδάνου ποταμού. Οι δε γονείς του μικρού Ιερωνύμου, μετά την θεραπείαν του γιού τους, παρέμειναν για άλλες δέκα μέρες στο ναό, ευχαριστώντας τον Θεόν, πάλι με νηστεία και προσευχή, σύνολον πενήντα ημέρες. Κάθε δε φορά που ετελείτο Θεία Λειτουργία, κοινωνούσαν το άρρωστο παιδί, μαζί και οι γονείς.
Αυτά θυμήθηκα, - μου είπε η ευλογημένη αυτή μητέρα – και αυτά περίπου κάναμε με όσες δυνάμεις είχαμε ο άντρας μου, εγώ και τα παιδιά μου. Πίστεψα πάτερ μου, ότι η απόλυτη καθαρή νηστεία, μαζί με την προσευχή, την ταπείνωση και την μετάνοια, ο Θεός θα σώσει το παιδί μου - και το έσωσε.
Δόξα νάχει το όνομά Του.

Αυτά μου είπε η μακαρία αυτή μάνα και τελείωσε.
Νομίζω, ή μάλλον πιστεύω χριστιανοί μου, να πήραμε όλοι μας το μάθημά μας. Και πρώτος εγώ, πούμαι και ιερεύς. Ότι η νηστεία κάνει θαύματα, αλλά όχι από μόνη της ξερή και τυπική, αλλά ουσιαστική. Όταν δηλαδή συνοδεύεται από προσευχή, από μετάνοια και δάκρυα συντριβής, από εγκράτεια και υπομονή. Από αγρυπνία και μελέτη της Γραφής, και μάλιστα από ζωντανή πίστη και ενεργουμένη αγάπη. Τότε πιστεύω πως λύνονται όλα τα προβλήματα, ακόμα και οικονομικά, επαγγελματικά, κληρονομικά, κοινωνικών σχέσεων και λοιπά. Ιδιαιτέρως όμως λύνονται αρρώστιες και βάσανα των παιδιών μας. Πρόοδος και αποκατάσταση των παιδιών μας. Βάσανα, θλίψεις, στεναχώριες, αναπηρίες, ατυχήματα, ακόμα και θάνατο μπορούμε να προλάβουμε με τέτοιου είδους νηστεία.
Δε νομίζω χριστιανοί μου ότι χρειάζονται άλλα λόγια να σας πω εγώ. Η αληθινή ιστορία μας δίδαξε όλους και μας απέδειξε εμπράκτως την αξία της αληθινής νηστείας, την αξία της αληθινής νηστείας, τρείς φορές θα το πώ, την αξία της αληθινής νηστείας, αλλά και το δικό μας καθήκον.
Είθε κατά δύναμιν να το ακολουθήσουμε όλοι μας, όσο μπορούμε,
Αμήν.

ΠΗΓΗ:  http://agia-varvara.blogspot.gr
             Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

Μνήμη αυτού ποιούμεθα τη 30η Μαρτίου





Ο Αγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, έχει γράψει ένα βιβλίο πολύ σημαντικό που λέγεται «Κλίμαξ». Γι' αυτό λέγεται Ιωάννης της Κλίμακος.Σ’ αυτή την αγιασμένη περίοδο της Μεγάλης Σαρα­κοστής, η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει κάθε Κυριακή να προβάλλει ένα δείγμα από τους πνευματικούς θησαυρούς, τους οποίους περικλείει μέσα στα σπλάχνα της. Το προβάλλει το δείγμα αυτό για να μας διδάξει και για να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε στον πνευματικό μας αγώνα, στον αγώνα της αρετής και της αγιότητος.
Την πρώτη Κυριακή μας πρόβαλε τις Αγιες Εικόνες. Τη δεύτερη Κυριακή μας πρόβαλε τη μεγάλη μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Την τρίτη Κυριακή μάς πρόβαλε
το Σταυρό του Χριστού μας. Την τέταρτη Κυριακή μας προβάλλει έναν διακεκριμένον Αγιό της.  Τον Άγιο Ιωάννη τον Σιναϊτη, την μνήμη του οποίου επίσης εορτάζουμε στις 30 Μαρτίου οπότε και εκοιμήθη.

Δεν ξέρουμε που ακριβώς γεννήθηκε, ξέρουμε όμως το πότε. Είναι μεταξύ του 6ου και του 7ου αιώνα· έζησε από το 560 μέχρι το 640 μ.Χ. περίπου. 
Εκείνη την εποχή, το Σινά είχε εκατο­ντάδες μοναχούς·  Στη Μονή της Αγίας Αικατερί­νης,  εκεί πήγε ο Ιωάννης, λοιπόν, και ασκήτευε και εντά­χθηκε στην υπακοή και έγινε υπόδειγμα αρετής και πίστε­ως. Κατόπιν έφυγε από το μοναστήρι και πήγε παραέξω σε ένα καλύβι και καθότανε μαζί με έναν Γέροντα. Εκανε τελεία υπακοή σ' αυτόν το Γέροντα, ό,τι τον δίδασκε εκείνος χρόνια αρκετά. Οταν κοιμήθηκε ο Γέροντας, έμεινε σ' αυτό το σπιτάκι, το οποίο απέχει περίπου δύο ώρες από το μοναστήρι του Σινά, σαράντα χρόνια. Εκεί μέσα έμενε μοναχός του με συντροφιά το Θεό, τη μελέτη, την προσευχή, την ανάταση της ψυχής. Η φήμη του για την αρετή του διαδόθηκε παντού. Πάει, λοιπόν, μια επι­τροπή από καλόγερους του Σινά και του λένε:
- Ελα, ευλογημένε, να γίνεις ηγούμενος στο μοναστή­ρι, να μας διδάξεις και εμάς που είμαστε εκεί πέρα όλα αυτά που ξέρεις.
Πήγε, λοιπόν, και έμεινε δύο χρόνια και έκανε τον ηγούμενο, αλλά μετά είδε ότι δεν τον βοήθαγε η ηγουμενία να επικοινωνεί συνέχεια με το Θεό. Γι' αυτό σηκώθη­κε και έφυγε και ξαναπήγε εκεί στο ασκηταριό που είχε. Εκεί έζησε μέχρι τέλους.
...
Λέει, λοιπόν, αυτός ο Αγιος Ιωάννης: «Ιησού μνήμη ενωθήτω τη πνοή σου και τότε γνώσει ησυχίας ωφέλειαν». Αμα κατορθώσεις να ενώσεις με την αναπνοή σου και με την ύπαρξή σου το πρόσωπο και το όνομα του Χρι­στού και ενωθείς μαζί Του βαθιά και σφιχτά, τότε θα καταλάβεις τι πάει να πει ησυχία και ερημιά και αποχώ­ρηση από τον κόσμο. Αλλιώς δεν μπορείς να το καταλά­βεις. Γι' αυτό και πολλοί, όπως σας είπα, δεν το καταλα­βαίνουν αυτό το πράγμα. Ας είναι. Αυτός ο Αγιος, λοι­πόν, έμεινε εκεί.
Το απολυτίκιο λέει: «Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας». Από τα μάτια του έτρε­χαν δάκρυα συνέχεια που πότισαν την έρημο, το χώμα, αλλά και την έρημο της καρδιάς του· και καρποφόρησε η καρδιά του κι έβγαλε τις αρετές, «και τοις εκ βάθους στε­ναγμοίς εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας». Με τα δάκρυα που πότισες την καρδιά σου και με τους στεναγ­μούς που βγαίναν από τα βάθη της καρδιάς σου, τους στε­ναγμούς της προσευχής, έφερες καρπούς πνευματικούς μέσα στην ψυχή σου εκατό φορές περισσότερους απ' ό,τι φέρνουν άλλοι που δεν έρχονται στην ερημιά, που ήσουνα εσύ.
Το βιβλίο το οποίο έχει συγγράψει η «Κλίμαξ»·  έχει τριάντα κεφάλαια και τα παρουσιάζει σαν σκαλοπάτια. Κάθε κεφάλαιο είναι μία αρετή. Περιγράφει πως πρέπει να είναι η αρετή αυτή. Καλεί τους αναγνώστες, μόλις διαβάσουν το ένα κεφά­λαιο, που είναι σαν να ανεβαίνουν στο ένα σκαλοπάτι, να το εφαρμόσουν. Μετά από το πρώτο σκαλοπάτι θα ανέ­βουν στο δεύτερο. Θα διαβάσουν το δεύτερο κεφάλαιο· θα μιμηθούν και θα εφαρμόσουν την αρετή για την οποία γίνεται λόγος. Κατόπιν το τρίτο, το τέταρτο μέχρι τριά­ντα σκαλοπάτια.
Λέει ο ίδιος: «Κλίμακα αναβάσεως πεπελέκηκα», πελέκησα και έφτιαξα μία Κλίμακα. Τί κλίμακα; Σκάλα αναβάσεως για να ανεβείτε. «Εκαστος δε βλεπέτω εν ποία βαθμίδι έστηκε», τώρα ο καθένας να κοιτάξει σε ποιο σκαλί της σκάλας αυτής έχει σταματήσει. «Εν πάσι τοις πάθεσι και πάσαις ταις αρεταίς εαυτούς εκζητούντες μη παυσώμεθα, που τυγχάνομεν», να εξετάζουμε τα πάθη που έχουμε μέσα μας, να εξετάζουμε και τις αρετές που έχουμε κι από κει να καταλάβουμε σε ποιο σκαλοπά­τι έχουμε σταθεί και βρισκόμαστε. Τις αρετές, λέει, αυτές τις παρουσιάζω σαν Κλίμακα, όπως είδε ο Ιακώβ στον ύπνο του μια σκάλα που ξεκίναγε από τη Γη και ανέβαι­νε στο Θεό. Ετσι, λοιπόν, τα σκαλοπάτια της σκάλας αυτής «εις ουρανόν τον προαιρούμενον αναφέρουσιν», εκείνον που θέλει τα σκαλοπάτια αυτά της σκάλας θα τον φέρουνε και θα τον βάλουνε μέσα στον ουρανό.
Αυτό το βιβλίο είναι βέβαια γραμμένο προπάντων για τους καλογήρους, αλλά είναι και για όλους τους ανθρώ­πους, διότι οι αρετές ίδιες είναι και για τους καλογήρους και για τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο. Γι' αυτό είναι πάρα πολύ χρήσιμο να διαβάζεται. ΤΑρχίζει από την υπακοή, απ' τη μετάνοια, απ' την ανάμνηση (τη μνεία) του θανάτου, από την πραότητα, τη συγχωρητικότητα και φτάνει στις τελευταίες αρετές, στα τελευταία σκαλοπάτια που είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη προς το Θεό. Εκεί τελειώνει το τριακοστό σκαλοπάτι.
  Γενικώς υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν σώζεται με τις πολλές νηστείες που θα κάνει, αλλά με τις αρετές που θα έχει και προπάντων με την ταπείνωση. Ακούτε τι λέει για τον εαυτόν του: «Ουκ ενήστευσα, ουκ ηγρύπνησα, ουκ εχαμεύνησα», δηλαδή δεν ενήστεψα εγώ πολύ, λέει, αλλά τι έκανε είναι άλλη δουλειά. Δεν ενήστεψα εγώ πολύ, ούτε αγρύπνησα πάρα πολύ, ούτε κοιμήθηκα χάμω στο χώμα. Αυτό σημαίνει «εχαμεύνησα». Τί έκαμα όμως; «Εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ταπεινώθηκα μοναχά και ο Κύριος με έσωσε.
Λοιπόν μερικοί λένε: Δεν μπορώ να νηστέψω. Καλά μην νηστεύεις, άμα δεν μπορείς. Δεν μπορώ να κάμω αγρυπνία. Μην κάνεις, άμα δεν μπορείς. Δεν μπορώ να κοιμηθώ στη σανίδα πάνω. Μην κοιμάσαι. Κοιμήσου πάνω στο στρωματέξ. Ταπείνωση έχεις; Ταπεινώσου, αυτό λέει ο Αγιος, να δεις πως σώζεσαι.
Ενα άλλο πράγμα. Δεν σε σώζει μία αρετή μονάχα. Είναι πολλοί που κάνουν πολλές ελεημοσύνες, αλλά δεν κάνουν τίποτε άλλο. Λέει, λοιπόν, «ου συνίσταται διάδη­μα βασιλέως εξ ενός λίθου», το στέμμα του βασιλιά δεν έχει μονάχα ένα διαμάντι, αλλά είναι γεμάτο γύρω-γύρω με διαμάντια, μεγάλα και μικρά, μαργαριτάρια και άλλα πολλά. Ετσι μια αρετή δεν σε σώζει. Θα πρέπει να έχεις κι άλλες αρετές.
Ακόμα κάτι άλλο. Την ταπεινοφροσύνη την ξέρουν μόνον όσοι την έζησαν. Τώρα τί να λέμε; Μπορεί να λέμε πολλά για ταπεινοφροσύνη. Κάνεις υπακοή; Ακούς τη γυναίκα σου; Ακούς τον άντρα σου; Η του βγάζεις γλώσ­σα; Η μια κουβέντα σου λέει, εκατό του απαντάς; Ε, τότε δεν έχεις ταπείνωση. Ταπεινώσου, γιατί η υπακοή είναι ταπείνωση.
Ενα άλλο θέμα είναι η καλοσύνη, που πρέπει όλοι να την προσέχουμε. Στις ήμερες καρδιές, στις καλοσυνάτες
 καρδιές αναπαύεται ο Θεός. Στις άγριες κάθεται ο διάβο­λος. Η ήμερη ψυχή είναι ίσια και έχει συντροφιά την ταπείνωση. Η πονηρή είναι σκλάβα της υπερηφάνειας. Η νηστεία είναι σπαθί που κόβει τους κακούς λογισμούς από την ψυχή και δίνει και υγεία στο σώμα. Είναι μητέ­ρα της υγείας και προξενεί την καθαρότητα και διώχνει τις αμαρτίες. Ανοίγει την πόρτα του παραδείσου.


Προς το τέλος συμβουλεύει (και στην αρχή το λέει αυτό): Τώρα στην αρχή που θ' αρχίσεις να ανεβαίνεις στη σκάλα, να έχεις μεγάλη υπομονή. Χρειάζεται αγώνας και μάλιστα συνεχής και σκληρός. «Ουδείς κλίμακα υφ' εν ποτέ ανελθείν δεδύνηται». Τη σκάλα την ανεβαίνεις με ένα πήδημα; Πώς θα ανεβείς; Θα ανεβείς σκαλοπάτι-σκαλοπάτι. Παραπάνω δεν μπορείς. Τριάντα σκαλιά έχει αυτή η σκάλα. Θα πηγαίνεις ένα-ένα σκαλοπάτι. Και υπενθυμίζει ότι στον αγώνα αυτό υπάρχουν άγγελοι, οι οποίοι βοηθούν και ενισχύουν. Και προτρέπει: «Αναβαί­νετε, αδελφοί, αναβαίνετε με προθυμίαν και χαράν την αγγελικήν αυτήν Κλίμακα, δια να φθάσωμεν εις το όρος του Κυρίου, εις τον υψηλόν θρόνον Αυτού».



                † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ...ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ






 «ταν νθρωπος το Θεο. Τόν λεγαν Μιχάλη Ζιάκα. Τό 1948-49 ταν στρατιώτης. Καί βρισκόταν στίς πιχειρήσεις το Γράμμου.

κε λόχος του εχε μείνει μιά βδομάδα λόκληρη χωρίς νεφοδιασμό. πόφεραν πολύ τά παιδιά πό πενα, σιτία καί ξάντληση. Μά κάποτε φθασαν καί τά τρόφιμα. Ψωμί καλό, κουραμάνα· καί κρέας μαγειρεμένο, τοιμο. Μπκαν στήν σειρά, νας-νας, καί παιρναν πρτα τήν κουραμάνα καί μετά τό κρέας στήν καραβάνα!

ρθε καί σειρά το Μιχάλη νά πάρει τό φαγητό. Πλησιάζει στό διανομέα καί το λέει:

-Μπορε
ς νά μο δώσεις ντί γιά κρέας λίγες λιές;

-Τί;
λιές; Γιατί λιές; φο χει κρέας!

πάντησε Μιχάλης.

-Νά φάω κρέας, νά μαγαρίσω τήν Παρασκευή;

Κάθεται λοιπόν
Μιχάλης νάμεσα σέ λλους στρατιτες. κενοι τρνε κρέας. Μιχάλης λιές. Καί τόν κοροϊδεύουν. Γιατί καμε τόν σταυρό του. Γιατί εναι κουτός. Γιατί, ν μπορε νά φάει κρέας -καί μάλιστα μετά τέτοια πενα-, τρώει λιές! Λένε πολλά. Μιχάλης σιωπ.

Ξαφνικά
μως, ν τρωγε καί συνέχιζαν νά τόν κοροϊδεύουν, πέφτει λίγα μέτρα πιό πέρα μιά βίδα! Σηκώθηκε σύννεφο σκόνη στόν έρα! τρεξαν λλοι στρατιτες νά δον, τί εχε συμβ. Καί ερκαν τούς δύο στρατιτες νεκρούς. Καί τόν Μιχάλη νά σηκώνεται πό χάμω καί νά τινάζει τά ροχα του πό τά χώματα!


* * *

Πέρασαν χρόνια. Μιχάλης Ζιάκας εναι νας φτωχός τσοπάνης στό χωριό του. Ζε, πως πάντα, μέ εσέβεια.

Μιά Παρασκευή, παρέα μέ
λλους φτωχούς τσοπάνηδες, κάθησαν νά φνε. βγαλε πό τό σακκούλι του λίγο ψωμί καί τρωγε. Καί πό τό παγούρι του πινε λίγο νερό νά μαλακώνει τό ψωμί στό στόμα του.

νας πό τούς τσοπάνηδες προσφέρθηκε τότε νά το δώσει λίγο τυρί γιά προσφάϊ. Το λέει Μιχάλης:

-Δέν μαγάρισα τήν Παρασκευή, μιά
βδομάδα νηστικός στόν Γράμμο, καί θά τήν μαγαρίσω τώρα;

Καί διηγήθηκε τήν
στορία.


* * *

Θέλει άραγε συζήτηση, τι τόν Μιχάλη τόν σωσε Χριστός, πειδή σεβάστηκε τήν μέρα πού σταυρώθηκε γιά μς;


ΠΗΓΗ: ΙΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΣ
          π. Σάββας Δημητρέας (αρχιμανδρίτης) 

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Περὶ  ἐγκρατείας


Κάποιοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ σκήτη ξεκίνησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπὸν σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πᾶνε καὶ σ᾿ αὐτὸ βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νὰ πάει ἐκεῖ. Δὲν τὸν γνώριζαν ὅμως αὐτὸν οἱ ἀδελφοί. Καθισμένοι λοιπὸν μέσα στὸ καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα Πατέρων ἢ ρητὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ ἀνάμεσα γιὰ τὸ ἐργόχειρό τους. Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σὰν βγῆκαν στὸ λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καὶ ὁ Γέροντας πήγαινε πρὸς τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο.
Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τοὺς εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Καλὴ συνοδεία βρήκατε τὸν Γέροντα αὐτόν». Καὶ στὸν Γέροντα εἶπε: «Καλοὺς ἀδελφοὺς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Καλοὶ βέβαια εἶναι, ἀλλὰ ἡ αὐλή τους δὲν ἔχει πόρτα, καὶ ὅποιος θέλει μπαίνει στὸν στάβλο καὶ λύνει τὸ γαϊδούρι».
Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ὅ,τι ἐρχόταν στὸ στόμα τους, τὸ ἔλεγαν.

 *** 

Ὁ ἴδιος βάδιζε κάποτε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, καὶ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς βρῆκε πάνω στὸν δρόμο ἕνα μικρὸ ἀρακὰ χλωρὸ καὶ λέει στὸν Γέροντα:
«Πάτερ, μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ τὸ πάρω αὐτό;»
Τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Ἐσὺ τὸ ἔβαλες ἐκεῖ;»
«Ὄχι» ἀπαντᾷ ὁ ἀδελφός.
«Και πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ πάρεις -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσύ;»

***

Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔτρωγε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ὅταν ἔφτανε τὸ Πάσχα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Οἱ ἀδελφοὶ τρῶνε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ἐγὼ ὅμως ὀφείλω νὰ κάνω λίγο κόπο γιὰ τὸ Πάσχα καὶ ἐπειδὴ τὶς ἄλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα ποὺ εἶναι Πάσχα θὰ κάνω τὸν κόπο νὰ τρώγω ὄρθιος».

 *** 

Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στὰ Κελλία καὶ δὲν σήκωσε ποτὲ τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὴ στέγη τῆς ἐκκλησίας. 

  *** 

Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ζήνωνα ὅτι βαδίζοντας κάποτε στὴν Παλαιστίνη κουράστηκε καὶ ἔκατσε νὰ φάει κοντὰ σ᾿ ἕναν κῆπο μὲ ἀγγουριές.
Καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός του: «Πάρε ἕνα ἀγγουράκι καὶ φᾶγε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Οἱ κλέφτες πᾶνε στὴν κόλαση».
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ στάθηκε μέσα στὸν καύσωνα πέντε μέρες. Καὶ ἀφοῦ τσιγαρίσθηκε, εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω τὴν κόλαση».
Λέγει τότε στὸν λογισμό του: «Ἂν δὲν μπορεῖς, μὴν κλέβεις γιὰ νὰ τρῶς».

***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τη σιωπὴ νὰ τὴν ἀγαπᾷς περισσότερο ἀπὸ τὸ λόγο. Γιατὶ ἡ σιωπὴ φέρνει θησαυρό, ἐνῷ ἡ ὁμιλία τὸν διασκορπίζει».

*** 
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:
«Ἐὰν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη, πρῶτα δεσμεύει τὸ νερὸ καὶ τὴν τροφή. Καὶ ἔτσι οἱ ἐχθροὶ κινδυνεύοντας νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτόν. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ πεῖνα, οἱ ἐχθροὶ ποὺ εἶναι στὴν ψυχή του χάνουν τὴ δύναμη τους».

*** 
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερο τῆς Σκήτης: «Γιατί οἱ δαίμονες σὲ φοβοῦνται τόσο πολύ;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπαθῶ νὰ μὴν ἐπιτρέπω τὴν ὀργὴ νὰ ἀνέβει στὸ στόμα μου».

***
Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες πῆγε στὸν συνασκητή του γιὰ νὰ πᾶν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ.
Τοῦ λέει λοιπόν: «Πὲς στὸν μαθητή σου νὰ μᾶς στρώσει τὸ γαϊδουράκι».
Καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος: «Φώναξέ τον καὶ ὅ,τι θέλεις θὰ στὸ κάνει».
Τὸν ρωτᾷ «πῶς ὀνομάζεται» καὶ ἀπαντᾷ ὁ ἄλλος «δὲν γνωρίζω».
Πόσον καιρὸ εἶναι μαζί σου -λέει ὁ Γέροντας- καὶ δὲν ξέρεις τὸ ὄνομά του;»
«Δυὸ χρόνια» τοῦ ἀπαντᾷ.
«Ἂν ἐσὺ δυὸ χρόνια δὲν γνωρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ μαθητῆ σου -λέει ὁ ἐπισκέπτης Γέροντας- ἐγὼ τί χρειάζεται νὰ τὸ μάθω σὲ μία μέρα;»

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ










"Ο νούς είναι όπως το μικρό παιδί. Το παιδί όταν πάει κάπου να παίξη και του αρέση, τότε επιμένει να πηγαίνη συνέχεια στο ίδιο μέρος. 'Ετσι κι εμείς, όταν καταπιανώμαστε με πολλά άλλα θέματα και με μέριμνες βιοτικές, είναι φυσικό ότι ο νους εκεί συνεχώς αρέσκεται να τρέχη".

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Περὶ ἀνεξικακίας


Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ ἔμενε στὸ κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε ἕνας πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ διάστημα, τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, τὸν ξανάδιωξαν καὶ ὁ ἀδελφὸς γύρισε πάλι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ».
Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς μήνυσε τὸ ἑξῆς:
«Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος, ἔχασε τὸ φορτίο του καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ ἐσεῖς ὅ,τι σώθηκε καὶ ἔφθασε στὴ στεριά, θέλετε νὰ τὸ καταποντίσετε;»
Κι ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, εὐθὺς τὸν δέχθηκαν.

***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἐὰν σοῦ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του, πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ εἶσαι περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἦσαν ἀρεστὰ στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον».

 ***

Εἶπε ἐπίσης:
«Ἐὰν δὲν κατακρίνεις τὸν πλησίον ἀλλὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου, παρέχεις ἀνάπαυση στὴ συνείδηση σου».

 ***

Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος σε κάποιο κοινόβιο καὶ εἶδε ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν κατέκρινε.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ μπεῖς».
Κι ἐκεῖνος παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
«Τί συμβαίνει;»
Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:
«Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε λέγοντας: Πές του, ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔσφαλε καὶ τὸν καταδίκασες».
Εὐθὺς μετανόησε ὁ ἀββᾶς καὶ εἶπε:
«Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με».
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:
«Σήκω, σὲ συγχώρεσε ὁ Θεός. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσέχεις νὰ μὴν κρίνεις κανέναν, προτοῦ τὸν κρίνει ὁ Θεός».

 ***

Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:
«Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο».
Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ μὴν κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι».

 ***

Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.

 ***

Κάποιος ἀδελφὸς τῆς Σκήτης κάποτε ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ πάει.
Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατὶ σὲ περιμένουν ὅλοι».
Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε κρατώντας στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ γέμισε ἄμμο.
Οἱ Πατέρες ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;»
«Οι ἁμαρτίες μου -ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω. Καὶ ἦλθα ἐγὼ σήμερα νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.

 ***

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Πές μου, πῶς θὰ γίνω μοναχός;»
Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν θέλεις νὰ βρεῖς ἀνάπαυση καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, νὰ λὲς σὲ κάθε περίπτωση: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα».

 ***

Εἶπε ἐπίσης:
«Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ φαίνεται ὅτι σιωπᾷ ἐνῷ ἡ καρδιά του κατακρίνει τοὺς ἄλλους, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πάντοτε λαλεῖ.
Καὶ μπορεῖ ἕνας ἄλλος νὰ μιλάει ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ καὶ ὅμως κρατάει σιωπὴ γιατὶ δὲν λέει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα ὠφελοῦν».

 ***

Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν δῶ κάποιο σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἶναι καλὸ νὰ τὸ σκεπάσω;»
Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
«Ὅποια ὥρα σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας. Καὶ ὅποια ὥρα θὰ φανερώσουμε τοῦ ἀδελφοῦ τὸ σφάλμα, θὰ φανερώσει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας».

 ***

Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω ποὺ ὅταν πάω νὰ κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία μὲ κυριεύει ἡ ἀμέλεια;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Νὰ μὴν ἐξευτελίσεις κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Κανέναν νὰ μὴν κατηγορήσεις καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει ἀνάπαυση καὶ ἡ πνευματική σου ἐργασία θὰ γίνεται ἤρεμα».

 ***

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Εἶναι γραμμένο: Τὴν ἀνομία μου ἐγὼ θὰ τὴν ἐξαγγείλω καὶ θὰ φροντίσω νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου».

 ***

Κάποιος ἀδελφὸς ἔκανε μία ἐρώτηση σ᾿ ἕναν ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ ἔχει μία βάση, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνει μὲ τὸν λογισμό.
«Ἂς ὑποθέσουμε -εἶπε- ὅτι βλέπω κάποιον νὰ κάνει κάτι καὶ τὸ λέω αὐτὸ σὲ κάποιον ἄλλο, καὶ βλέπω ὅτι δὲν τὸν κατακρίνω, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸ συζητοῦμε. Αὐτὸ παύει νὰ εἶναι κατάκριση;»
Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν μιλᾷς μὲ ἐμπάθεια ἔχοντας κάτι ἐναντίον του, εἶναι κατάκριση, ἂν ὅμως εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος, δὲν εἶναι κατάκριση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μεγαλώνει τὸ κακό, ἡ σιωπὴ εἶναι προτιμότερη».

 ***

Ἄκουσε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ἔπεσε στὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Καὶ εἶπε:
«Ὤ, ἄσχημα ἔκανε».
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πεθαίνει ὁ ἀδελφός. Καὶ πάει ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ στὸν Γέροντα καὶ τοῦ λέει:
«Δὲς αὐτὸν ποὺ κατέκρινες, πέθανε. Ποῦ παραγγέλλεις νὰ τὸν βάλω, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ στὴν κόλαση;»
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του ὁ Γέροντας ζητοῦσε ἀσταμάτητα ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα καὶ πόνο πολὺ νὰ τὸν συγχωρήσει.

 ***

 Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Ἐὰν δεῖς ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει, μὴ ρίξεις τὴν αἰτία σ᾿ αὐτὸν ἀλλὰ στὸν πολέμιό του, καὶ πές: Ὅπως αὐτὸς νικήθηκε, ἔτσι κι ἐγώ.
Κλαῖε καὶ ζῆτα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ δεῖχνε συμπόνια σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἄθελά του πάσχει. Γιατὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήσει στὸν Θεό, ἀλλὰ ὅλοι σφάλλουμε».

***

Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Τίποτε δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ἀπογυμνώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ χάρη, ὥστε νὰ φτάσει καὶ σὲ ἐγκατάλειψη ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ νὰ κατηγορεῖ τὸν πλησίον του ἢ νὰ τὸν κατακρίνει ἢ νὰ τὸν ἐξουθενώνει. Καὶ εἶναι τόσο βαρύτερη ἡ κατάκριση ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει:
«Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τὸ δοκάρι ποὺ ἔχεις στὸ μάτι σου καὶ τότε θὰ δεῖς καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Παρομοίασε δηλαδὴ τὸ ἁμάρτημα τοῦ πλησίον μὲ τὸ σκουπιδάκι, ἐνῷ τὴν κατάκριση μὲ τὸ δοκάρι.
Εἶναι τόσο κακὸ τὸ νὰ κατακρίνει κανείς, σχεδὸν ξεπερνᾷ κάθε ἁμαρτία.
Ἑπομένως τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο, ἀδελφοί μου, οὔτε χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ καταδικάσουμε ἢ νὰ ἐξουθενώσουμε τὸν πλησίον.
Γιατί νὰ μὴν προτιμοῦμε νὰ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας;
Καὶ ἐννοῶ τὰ κακὰ τὰ δικά μας ποὺ καλὰ τὰ γνωρίζουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεό.
Γιατί ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ;
Τί θέλουμε ἀπὸ τὸ πλάσμα του, τί θέλουμε ἀπὸ τὸν πλησίον;
Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὰ βάρη τοῦ ἄλλου;
Ἔχουμε, ἀδελφοί, τί νὰ φροντίσουμε. Ὁ καθεὶς ἂς προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς δικές του κακίες.
Ἡ ἐξουσία νὰ δικαιώνει καὶ νὰ καταδικάζει, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ποὺ γνωρίζει καὶ τὴν κατάσταση τοῦ καθενὸς καὶ τὴ δύναμη, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τὰ χαρίσματά του, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἱκανότητές του, ἀνήκει στὸν Θεὸ ποὺ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτά, ὅπως ὁ ἴδιος μόνος τὰ γνωρίζει».