Σελίδες

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ


ΤΗ ΚΓ’ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου. 


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 
λείψανο της δεξιάς χείρας του Αγίου Γεωργίου
 
Δόξα... Ἦχος δ'
Τοῦ Στουδίτου
Τὸν νοερὸν ἀδάμαντα, τῆς καρτερίας ἀδελφοί, πνευματικῶς εὐφημήσωμεν, Γεώργιον τὸν ἀοίδιμον Μάρτυρα, ὃν ὑπὲρ Χριστοῦ πυρούμενον, ἐχάλκευσαν κίνδυνοι, καὶ ἐστόμωσαν βάσανοι, καὶ ποικίλαι κολάσεις ἀνήλωσαν, σῶμα τὸ φύσει φθειρόμενον· ἐνίκα γὰρ ὁ πόθος τὴν φύσιν, διὰ θανάτου πείθων τὸν ἐραστήν, διαβῆναι πρός τὸν ποθούμενον, Χριστὸν τὸν Θεόν, καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καὶ νῦν... Τῆς ἑορτῆς
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'
ς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ 2010 ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ


Οι δοκιμασίες έχουν σκοπό την αύξηση της ταπεινώσεως, της αυτογνωσίας και αυτομεμψίας. Οι δοκιμασίες κατευθύνουν τον άνθρωπο. Από την επιτυχία εις αυτές, από την υπομονή και την υπακοή εις το θέλημα του Θεού, εξαρτάται το πτυχίο της αθανάτου ζωής. Όταν η ψυχή ζη με την αίσθηση της αιωνιότητος, τότε ο κάθε πόνος της ψυχής μετριάζεται, αλλά κυρίως τότε η ψυχή αιτείται συγχώρηση των πολλών αμαρτημάτων της με πολλή ειλικρίνεια.  Όταν όμως αντιδρούμε στην κοπή του θελήματος που μας κάνει ο Θεός με μια δοκιμασία, υστερούμαστε την ωφέλεια του θελήματος του Θεού....




Πηγή: ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 
           ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
               ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ


Με την ασθένεια δίδει ευκαιρία εις τον άνθρωπο  ο Θεός να εύρη ωρισμένες πτυχές και κρυφά σφάλματα της ψυχής του που ίσως δεν τα είχε  προσέξει.  Η ασθένεια και η θλίψη είναι το  φάρμακο της πρόνοιας του Θεού, να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του, και να αυξήσει την αρετή του.Όλοι οι πειρασμοί, οι ασθένειες και οι δοκιμασίες είναι πνευματικά μαθήματα, με τα οποία ο Άγιος Θεός μας εκπαιδεύει για την αιώνιο ζωή. Όλες οι δοκιμασίες έχουν καθαρώς πνευματική σημασία.

 

Πηγή: ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 
           ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
               ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

 ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ


Πίσω από τη θλίψη, πίσω από τον πόνο, πίσω από την δοκιμασία, κρύβεται η ευλογία του Θεού, κρύβεται η αναγέννηση, η ανάπλαση του ανθρώπου, της οικογένειας. Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους την οφείλουν σε κάποια δοκιμασία....

Σε κάθε δοκιμασία πίσω κρύβεται το θέλημα του Θεού και η ωφέλεια την οποία φυσικά ίσως εκείνο τον καιρό να μην μπορεί να την δει, αλλά με τον χρόνο θα την γνωρίσει την ωφέλεια. 

Πηγή: ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 
           ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
               ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Έλεος κάνεις; Έλεος θα βρεις

Έλεος κάνεις; Έλεος θα βρεις



Ήταν ένα άνθρωπος πολύ ελεήμων, που είχε και παιδιά. Τα νουθετούσε πάντα να είναι ευσεβή, να πηγαίνουν στην εκκλησία, να ελεούν κλπ. Κι αυτός έδινε εντολή στην γυναίκα του, όταν έρχονται φτωχοί στο σπίτι να τους ελεεί κι όταν πηγαίνει στην αγορά και βρίσκει φτωχούς, να τους φέρνει στο σπίτι και να τους φιλοξενεί. Μια μέρα εκεί που κοιμόταν, είδε άνθρωπο που του είπε:
 - Ακολούθησε με.
Πράγματι τον ακολούθησε. Εκεί που πήγαιναν όμως στο δρόμο, χάθηκε ο συνοδοιπόρος, ο οδηγός του, βρέθηκε μόνος λοιπόν να γυρίζει και βλέπει πίσω του να τον κυνηγούν δαιμόνια. 
Τρέχει, τρέχει και να μπαίνει σε ένα σπίτι. Ενώ τα δαιμόνια προσπαθούσαν να σπάσουν τις πόρτες, να μπουν και να τον αρπάξουν, βλέπει τρεις ανθρώπους να παρουσιάζονται και να του λένε:
-Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθεις τίποτα, εμείς σε προστατεύουμε. Βλέποντας αυτούς τα δαιμόνια  εξαφανίσθηκαν. Τότε εκείνος ρώτησε:
- Ποιοί άγιοι είστε εσείς, που ήρθατε και με βοηθήσατε, για να σας ευγνομονώ και να σας ανάβω κερί;
 - Είμαστε αυτοί που μας πήρες από την πλατεία και μας φιλοξένησες στο σπίτι σου, όταν δεν     είχαμε που να μείνουμε. Για το καλό που μας έκανες και μας ελέησες, ήρθαμε κι εμείς να σε βοηθήσουμε στην δική σου ανάγκγη, γιατί είμαστε τώρα σωσμένοι.

Να έχουμε πάντα προ των οφθαλμών μας την ελεημοσύνη, την ποικίλη, και την υλική και την πνευματική και να λέμε: "Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν". Τίποτα δεν είναι δικό μας. Τα πάντα είναι του Θεού. Ευλόγησε ο Θεός; Έχω. Δεν ευλόγησε ο Θεός; Δεν έχω...

Πηγή: ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 
           ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
               ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

 ΠΟΝΟΣ, ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ


Φυσιολογικός άνθρωπος είναι φύσει αδύνατον, να διέλθει την ζωή του χωρίς πόνο και θλίψη. Ὁ πόνος και ἡ θλίψη είναι οἱ σύντροφοι κάθε θνητού ανθρώπου. Ποιός δεν πόνεσε και ποιός δεν ἐκλαψε στη ζωή; Από νήπιο, από τη στιγμή πού άνθρωπος γεννιέται, με κλάματα αρχίζει να αναπνέει τον ἀέρα της παρούσας ζωής. Και με κλάμα και δάκρυ εγκαταλείπει την παρούσα ζωή. Όπως βλέπουμε στους νεκρούς, όταν πρόκειται να εξέλθει η ψυχή του ανθρώπου, το λιγότερο ένα δάκρυ κυλάει από το μάτι. Όχι μόνο στους ανθρὠπους που λογιζόμεθα ότι είναι μεγάλοι με αμαρτίες, αλλά και σε βρέφος και σε παιδάκι θα δης το δάκρυ να κυλήσει... 

Να θυμόμαστε όμως αδερφοί μου!

Μεγάλος Σταυρός...Μεγάλη Ανάσταση!

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Θέλω να σωθώ!

«Δεν θέλω να γίνω καλά, θέλω να σωθώ!»

Έμαθε εδώ και λίγο καιρό ότι έχει καρκίνο.  Οι γιατροί είπαν ότι είναι πολύ επιθετικός, μεταστατικός… «λίγες οι μέρες του».

Πήγε στο μοναστήρι που συνήθιζε να πηγαίνει κάποιες Κυριακές να εκκλησιαστεί.
Η γερόντισσα τον είδε να πλησιάζει κρατώντας ένα μικρό κομποσχοίνι στο χέρι του. Το βήμα του αργό. Το βλέμμα του να περιεργάζεται την ομορφιά της μονής.
– Καλώς τον, έλα αδελφέ…
– Ευλογείτε γερόντισσα, πώς είστε;
– Καλά αδελφέ, έλα…μάθαμε την δοκιμασία σου. Έλα να προσκυνήσεις μέσα στον ναό, βγάλαμε και τα λείψανα που έχουμε για σένα. Ο Θεός είναι μεγάλος και οι άγιοί μας είναι πολύ θαυματουργοί…θα δεις, το θαύμα θα γίνει. Θα γίνεις καλά.
Ο άνδρας την κοίταξε περίεργα. Σιωπή. Τα λόγια της γερόντισσας και οι «υποσχέσεις» που του έδωσε για το θαύμα και την αποκατάσταση της υγείας του τον έκαναν να κοντοσταθεί. Μέχρι που μίλησε…
Μίλησε και η γερόντισσα δάκρυσε. Άνοιξε το μακάριο στόμα του και ο θησαυρός της καρδιάς του άνθισε σαν λουλούδι εύοσμο μέσα στο δείλι.
– Καλή μου γερόντισσα….δεν ήρθα εδώ για να γίνω καλά. Ήρθα για να ετοιμαστώ για το ταξίδι που έρχεται, ήρθα για να προσκυνήσω τους αγίους και να τους παρακαλέσω να με πάρουν μαζί τους, ήρθα για να παρακαλέσω εσάς να εύχεστε ο Θεός να με συγχωρέσει, να με ελεήσει. Ήρθα σήμερα, γιατί μπορεί να μην μπορέσω να ξανάρθω…
Έβαλε μετάνοια στην γερόντισσα. Της φίλησε το χέρι. Του φίλησε το χέρι.
Κατευθύνθηκαν προς τον ναό. Βάδιζαν και οι δύο σιωπηλοί.
Μετά από λίγο ανεχώρησε από το μοναστήρι με μια ηρεμία στο πρόσωπό του.
Ανεχώρησε μετά από λίγες ημέρες και από την ζωή αυτή.
Ένας άνθρωπος που όπως είπαν οι δικοί του, ποτέ δεν παρακάλεσε τον Θεό να τον γιατρέψει, μονάχα να τον πάρει κοντά Του.
Είδε τον καρκίνο ως ευλογία, την απώλεια ως κέρδος, τον πόνο ως φάρμακο, τον θάνατο ως ζωή.
Δεν είναι μια ιστορία φαντασίας, αλλά μια φανταστική ιστορία ενός ανθρώπου που ζήτησε μόνο ένα θαύμα από τον Θεό. Την σωτηρία του.


Του Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου

Πηγή: mverias.blogspot.gr

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ




Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, καί τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος (τρίς).

Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμενον άγιον Κύριον, Ιησούν τόν μόνον αναμάρτητον. Τόν σταυρόν σου, Χριστέ, προσκυνούμεν, και τήν αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν· συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν, το όνομά σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν τήν του Χριστού αγίαν ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του σταυρού, χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τόν Κύριον, υμνούμεν τήν ανάστασιν αυτού. Σταυρόν γαρ υπομείνας δι ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν (τρις).
     Προλαβούσαι
τόν όρθρον αι περί Μαριάμ, και ευρούσαι τόν λίθον αποκυλισθέντα του μνήματος, ήκουον εκ του αγγέλου· Τόν εν φωτί αϊδίω υπάρχοντα, μετά νεκρών τί ζητείτε ως άνθρωπον; βλέπετε τα εντάφια σπάργανα· δράμετε και τω κόσμω κηρύξατε, ως ηγέρθη ο Κύριος θανατώσας τόν θάνατον· ότι υπάρχει Θεού Υιός, του σώζοντος το γένος των ανθρώπων.
     Ε
ι και εν τάφω κατήλθες, Αθάνατε, αλλά του Άδου καθείλες τήν δύναμιν· και ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός γυναιξί μυροφόροις φθεγξαμένος· Χαίρετε· και τοις σοις αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος, ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν.
     Ε
ν τάφω σωματικώς, εν άδου Δε μετά ψυχής, ως Θεός, εν παραδείσω δε μετά ληστού, και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος.
     Δ
όξα Πατρί και Υϊώ και Αγίω Πνεύματι
     Ω
ς ζωηφόρος , ως παραδείσου ωραιότερος, όντως και παστάδος πάσης βασιλικής αναδέδεικται λαμπρότερος, Χριστέ, ο τάφος σου, η πηγή της ημών αναστάσεως.
     Καί
νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
     Το του Υφίστου ηγιασμένον θείον σκήνωμα, χαίρε· δια σου γαρ δέδοται η χαρά, Θεοτόκε, τοις κραυγάζουσιν·Ευλογημένη
συ, εν γυναιξίν υπάρχεις, πανάμωμε Δέσποινα.
     Κ
ύριε ελέησον (40 φορές)
     Δ
όξα Πατρί ... Και νυν
     Τήν
τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των σεραφίμ, τήν αδιαφθόρως Θεόμ Λόγον τεκούσαν, τήν όντως Θεοτόκον, σε μεγαλύνομεν.
     Δ
ι ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

     Ανάστασιν

και όλο το παραπάνω επαναλαμβάνεται τρεις (3) φορές
μετά την τρίτη επανάληψη, λέμε:

Μετά το δι' ευχών του Αποδείπνου λέμε:

Ευχή του Μεγ. Βασιλείου
     Ευλογητός ει, Δέσποτα παντοκράτωρ, ο φωτίσας τήν ημέραν τω φωτί τω ηλιακώ και τήν νύκτα φαιδρύνας ταις αυγαίς του πυρός· ο το μήκος της ημέρας διελθείν ημάς καταξιώσας και προσεγγίσαι ταις αρχαίς της νυκτός. Επάκουσον της δεήσεως ημών και παντός του λαού σου· και πάσιν ημίν συγχωρήσας τα εκούσια και τα ακούσια αμαρτήματα, πρόσδεξαι τας εσπερινάς ημών ικεσίας και κατάπεμψον το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών σου επί τήν κληρονομίαν σου. Τείχισον ημάς αγιοίς αγγέλοις σου. Όπλισον ημάς όπλοις δικαιοσύνης σου. Περιχαράκωσον ημάς τή αληθεία σου. Φρούρησον ημάς τή δυνάμει σου. Ρύσαι ημάς εκ πάσης περιστάσεως και πάσης επιβουλής του αντικειμένου. Παράσχου δε ημίν και τήν παρούσαν εσπέραν, συν τή επερχομένη νυκτί, τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν, αναμάρτητον, ασκανδάλιστον, αφάνταστον, και πάσας τας ημέρας της ζωής ημών· πρεσβείαις της αγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων των απ' αιώνός σοι ευαρεστησάντων· Αμήν.
     Χ
ριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος
     Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και μέγα έλεος.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ


 ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΩΪ

«Το αιμα αυτου εφ᾿ ημας και επι τα τεκνα ημων» (Ματθ. 27,25)

 Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, νὰ μένῃ ἀδιάφορος μπροστὰ στὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει στὸν κόσμο πόνος, μαρτύριο καὶ θάνατος, στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου θὰ παίζεται μυστικὸ σαιξπήρειο δρᾶμα. Ἀλλὰ εἶνε μικρὰ τὰ δράματα τῶν ἀν­θρώπων μπροστὰ στὸ θεῖο δρᾶμα, τὸ ὁποῖο χαρίζει τὴ λύτρωσι.
Τὸ τονίζω. Ἔξω ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ προσκυνοῦμε σήμερα, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἢ κωμῳδία ἢ τραγῳδία. Ἡ λύσις τοῦ δράματος εἶνε μόνο ὁ Ἐσταυρωμένος.
Ποιά γλῶσσα θὰ μπορέσῃ νὰ περιγράψῃ τὸ θεῖο δρᾶμα; Ταπεινοὶ ἐμεῖς δοῦλοι τοῦ Ὑψίστου, σκουλήκια ποὺ σέρνονται ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου, θὰ ἐπιχειρήσουμε ν᾿ ἀνασύρουμε μιὰ πτυχὴ τοῦ θείου δράματος.

* * *

Νοερῶς, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στὰ Ἰε­ροσόλυμα, ἔξω ἀπὸ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου.
Πρὶν ἀκόμη ξημερώσῃ, βγῆκαν ἀπὸ τὶς τρύ­­πες τους φίδια φαρμακερά, θηρία καὶ λύκοι· εἶνε οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ ὁ ὄ­χλος. Σείεται ἡ πόλις. Ζητοῦν τὴν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλᾶτος ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀ­θῳότητά του. Μέσα του μιλάει τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο. Εἶχε ἐρευνήσει, καὶ τὸ συμπέρασμα ἦτο ἀθῳωτικό· «Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 18,38). Τὸ βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ γαλήνιο, ἡ στάσι του ὑπέροχη, ἡ πραότητα τοῦ χαρακτῆρος του μεγαλειώδης, ἡ ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητός του ἀνεπανάληπτη, ἡ σιωπή του ἀποκα­λυπτική. Δὲν ἐλάλησε ὁ Ἰησοῦς ὅ­πως ὁ φλύ­αρος Σωκράτης στὸ δικαστήριο τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ προσπαθοῦσε μὲ τὴ θαυμάσια Ἀπολογία του νὰ πείσῃ τοὺς δικαστὰς ὅτι εἶνε ἀθῷος.
Θαύμαζε ὁ ἡγεμὼν γιὰ τὴν σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ. Θαύμασε δὲ ἀκόμη περισσότερο ὅταν ἡ σύζυγός του, ἡ Κλαυδία Πρόκλα, τοῦ ἔστειλε μήνυμα· «Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν» (Ματθ. 27,19).
Πάλη ἔγινε μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Πιλάτου. Κάμπτεται ὅμως τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ ὑ­πογράφει τὴν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ. Φοβήθηκε τὶς ἀπειλές. Ἀλλὰ πρὶν ὑπογράψῃ, «λάβων ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄ­χλου λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε» (ἔ.ἀ. 27,24).
Πιλᾶτε, τί κάνεις; Παίζεις μὲ τὴ συνείδησί σου; Μὰ ἦταν δυνατὸν πλένοντας τὰ χέρια νὰ ἀθῳωθῇς ἀπὸ τὸ ἔγκλημα αὐτό; Ὄχι τὸ νερὸ τῆς λεκάνης ἀλλὰ ὅλα τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν καὶ λιμνῶν δὲν μποροῦν νὰ τὸ ξεπλύνουν.
Καὶ ὁ λαός, ποὺ βλέπει αὐτὴ τὴ σκηνή, σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸ ἀ­φεντικό τους καὶ τὸ δαγκώνουν, φώναζε· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (ἔ.ἀ. 27,25). Μὴ σὲ νοιάζει, Πιλᾶτε, μὴν ταράζεσαι· ἐ­μεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι γι᾿ αὐτό· τὸ αἷμα του ἂς βαρύνῃ ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας.

* * *

Καταράστηκαν τὸν ἑαυτό τους, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ κατάρα ἔπιασε ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Τὸ ἔγκλημα τοῦ Γολγοθᾶ δὲν ἔμεινε ἀτιμώρητο.
Ὁ Ἰούδας, ὁ κυριώτερος ἔνοχος, σὲ στι­γμὴ ἀνανήψεως φώναξε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷ­­­μα ἀθῷον. …Καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο», αὐτοκτόνησε (ἔ.ἀ. 27,4-5). Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα.
Ὁ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ἐνέπαιξε τὸ Χριστὸ φορών­τας του περιπαικτι­κὴ χλαμύδα, ἐκθρονίστηκε τὸ ἑπόμενο ἔτος.
Ὁ Πόντιος Πιλᾶτος δὲν εἶχε καλύτερο τέλος. Παρέμεινε ἕνα – δυὸ χρόνια ὡς ἡγεμών, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ συκοφαντίες καὶ διαβολὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, ἐξ­ωρίστηκε στὴν Ἑλβετία, στὰ Ἀπέννινα ὄρη. Καὶ μιὰ μέρα, διαφεύγοντας τὴν προσοχὴ τῆς ἁ­γίας του γυναίκας, ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βράχο, ἔ­πεσε μέσα σὲ μιὰ λίμνη καὶ αὐτοκτόνησε.
Οἱ ἀρχιερεῖς, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, οἱ ἄ­σπονδοι ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν ἐπίσης ἄ­θλιο τέλος. Ὁ Ἄννας κατακομματιάστηκε καὶ ὁ Καϊάφας πέθανε στὴν ἐξορία.
Οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰεροσολύμων κατεσφάγησαν καὶ τὰ πτώματά τους γέμισαν τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὁ δὲ λαός, ποὺ ὅταν ὁ Πιλᾶτος ρώτησε «Τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω;» ἀπήντησε «Οὐκ ἔ­χομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα» (Ἰω. 19,15), τιμωρήθηκε. Τὸν Καίσαρα ἤθελαν. Καὶ ὁ Καῖ­σαρ τὸ 70 μ.Χ., σαράντα χρόνια μετὰ τὴ Σταύρωσι, πολι­όρκησε τὰ Ἰεροσόλυμα τόσο στενά, ὥστε ἔ­πεσε πεῖνα φοβερή. Λέει ἡ ἱστορία, ὅτι τότε μιὰ γυναίκα στὰ Ἰεροσόλυμα ἔσφαξε τὸ ἀγορά­κι της, τὸ ἔψησε καὶ τὸ ἔφαγε! Μπῆ­καν μέσα οἱ λεγεῶνες τοῦ Τίτου, ἔσφαξαν τοὺς ἱερεῖς, ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος. Ἰσοπέδωσαν τὰ πάντα. Πέρασαν μὲ ἀλέτρι τὸ ἔ­δαφος. Ὁ Τίτος διέταξε γενικὴ σφα­γή. Τοὺς σταύρωνε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες! Τελείωσαν τὰ ξύλα, καὶ τότε μόνο σταμάτησε. 1.600.000 πτώμα­τα ἦταν οἱ σκοτωμένοι κ᾿ ἐ­κεῖνοι ποὺ πέ­θαναν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Πρωτοφανὴς καταστροφή. Καὶ 67.000, ποὺ ἔμειναν, τοὺς πούλησαν στὰ σκλα­βοπάζαρα τῆς Ἀλεξανδρείας σὲ ἐξευτελιστι­κὴ τιμή. Ὁ Ἰούδας ἐπούλησε τὸ Χριστὸ ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρί­ων· οἱ Ῥωμαῖοι τοὺς πουλοῦ­σαν ἀντὶ ἑνὸς δηναρίου, ἀντὶ μιᾶς δραχμῆς.
«Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Μερικοὶ ζητοῦν ἀποδείξεις, ἂν τὸ Εὐ­αγγέλιο εἶνε ἀληθινό. Κ᾿ ἐγὼ τοὺς ἀπαντῶ· Καὶ μόνο ἡ Ἑβραϊκὴ φυλὴ φτάνει ν᾿ ἀποδείξῃ, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀληθινό· εἶνε μία ἀπόδειξι τῆς ἀληθείας του.

* * *

Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνο οἱ Ἑ­βραῖοι ἔνοχοι τοῦ ἐγκλήματος τοῦ Γολγοθᾶ· εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς, εἶνε καὶ ὅλος ὁ κόσμος.
Ἀπὸ τότε ποὺ σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς πέρα­­σαν εἴκοσι αἰῶνες. Ἂν μὲ ρωτήσετε, σὲ ποιόν αἰῶνα χύθηκε τὸ περισσότερο ἄδικο αἷμα, ἀ­διστάκτως θὰ σᾶς ἀπαντήσω· στὸν εἰκοστό. Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας, ὁ αἰώνας τῶν πυραύλων καὶ τῆς ἐπιστήμης, εἶνε ὁ πλέον ἐγκληματικός.
Ἀμφιβάλλετε; Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τὰ ἐγκλήματα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος; Δύο – τρία θὰ πῶ.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἕνα ἑκατομμύριο (1.000.000) ἀθῷοι Ἀρμένιοι, ἄκακα ἀρ­νία, ἐ­σφάγησαν ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῶν Τούρκων. Ἀλλὰ «τὸ αἷμα αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα αὐτῶν».
Θέλετε ἄλλο ἔγκλημα; ἑνάμισυ ἑκατομμύριο (1.500.000) Ἕλληνες ἐσφάγησαν ἐπίσης ἀ­­πὸ τὴν μάχαιρα τοῦ ἀπαισίου αὐτοῦ λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς, καὶ κανείς ἀπὸ τὴ Δύσι δὲν συγκινήθηκε. Ἀκόμα τὰ κόκκαλά τους εἶνε σκορπισμένα ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα μέχρι τὴ Σμύρνη καὶ σ᾿ ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία.
Θέλετε ἄλλο ἔγκλημα; Ὁ Πρῶτος παγκόσμι­ος πόλεμος. Ὤ Θεέ μου, πόσοι νέοι φονεύθηκαν! «Ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι» (Μ. Παρασκ. ὄρθρ. ἀντίφ. γ΄).. Δὲν πρόλαβε νὰ περάσῃ ὁ Πρῶτος καὶ ἦρθε ὁ Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. 2.500.000 Ἑβραῖοι κάηκαν σὰν λαμπάδες μέσα στὰ κρεματόρια καὶ τοὺς κλιβάνους τοῦ Χίτλερ. «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν».
Τὸ αἷμα τῶν ἑκατομμυρίων θυμάτων σείει τὴν Εὐρώπη. Θὰ τὴν σείῃ ἑκατὸ χρόνια, καὶ τὴν Τουρκία ἀκόμη περισσότερα. Θέλετε ἀ­πόδειξι; Ὁ περιβόητος Μεντερές, Τοῦρκος πο­λιτικός, ἦταν 20 χρονῶν παιδὶ ὅταν στὸ Ἀιδίνιο ἔκοψε τὶς γλῶσσες 300 Ἑλλήνων προσκόπων. Τὸ τέλος του ποιό ἦταν; «Ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,5)· ἀπαγχονίσθηκε, κρεμάστηκε.
Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει δικαιοσύνη. Οἱ ἐγ­κληματίες θὰ πληρώσουν μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο γιὰ τὰ ἐγκλήματά τους. Ὑπάρχει Ἐσταυρωμένος, ὁ ὁποῖος εἶνε μὲν μακρόθυμος, ἀλ­λὰ ἔρχεται καὶ ἡ στιγμὴ τῆς πληρωμῆς.

* * *

Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, μᾶς καλεῖ καὶ διὰ συμφορῶν καὶ θεομηνιῶν, διὰ σεισμῶν καὶ ἄλλων φαινομένων νὰ μετανοήσουμε, προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 16,16).
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, ποιός ξέρει σὲ πόσα σημεῖα τῆς Γῆς γίνεται ἀκόμη πόλεμος, πέφτουν βόμβες καὶ σκοτώνονται ἀθῷοι ἄνθρωποι ποὺ ἀμύνονται γιὰ τὴν ἐλευθερία τους! Τέτοια ἅγια μέρα χύνεται αἷμα. Καὶ γιὰ τοὺς δημίους λοιπὸν ὅλων αὐτῶν τῶν θυμάτων μπορεῖ νὰ λεχθῇ· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡ­μᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν».
Τί ὑπολείπεται; Ὅσοι ἔχετε καρδιά, ὅσοι ἔ­χετε αἴσθημα, ὅσοι δὲν γίνατε ἀκόμη πέτρες καὶ βράχοι, γονατίστε καὶ παρακαλέστε τὸν Κύριο γιὰ ὅλους ὅσοι ἐσφάγησαν σὰν ἀθῷα ἀρνία· Ὁ Θεὸς ν᾿ ἀναπαύσῃ αὐτούς, ἐμᾶς δὲ νὰ παραλάβῃ ἐν μετάνοιᾳ εἰλικρινεῖ λέγοντας· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης, Μεγάλη Παρασκευὴ 27-4-1973)

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ

«Γῆ σε, Πλαστουργέ, ὑπὸ κόλπους δεξαμένη, Σῶτερ, τρόμῳ συ­σχε­­θεῖσα τινάσσεται, ἀφυπνίσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ» (Β΄ στ. ἐγκωμ.)

Λουλούδια καὶ στεφάνια καταθέτουν, ἀγαπητοί μου, σήμερα οἱ Χριστιανοὶ πρὸς τι­μὴν καὶ λατρείαν τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἀλλὰ τὸ ὡραιότερο στεφάνι ἀπ᾿ ὅλα εἶνε κάποιο ἄλ­λο. Δὲν εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ λουλούδια φθαρτὰ ποὺ μαραίνονται· ἔγινε ἀπὸ τὰ ἀμάραντα ἄνθη τῆς ποιήσεως. Τὸ στεφάνι αὐτὸ ἀποτελεῖται ἀπὸ τριακόσια (300) ἄνθη· καὶ αὐ­τὰ εἶνε τὰ ἐγκώμια τοῦ ἐπιταφίου θρήνου. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ψάλλονται ὅλα· ἐδῶ στὶς κο­σμικές μας ἐκκλησίες τὰ περιέκοψε ἡ ψαλίδα τῆς συντομίας, καὶ ἀπὸ 300 ἔμειναν 100. Τόσα ὥρισε ἡ ἱερὰ Σύνοδος νὰ ψάλλωνται στὶς τρεῖς στάσεις.
Ἔχω μιὰ συνήθεια· κάθε χρόνο, προτοῦ νὰ ψάλουμε τὰ ἐγκώμια, ἑρμηνεύω κάποιο ἀπ᾽ ὅλα. Ἐφέτος μὲ ἁπλᾶ λόγια καὶ συντομία θὰ ἑρμηνεύσω τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴν δευτέρα στάσι.

* * *

«Γῆ σε, Πλαστουργέ,
ὑπὸ κόλπους δεξαμένη, Σῶτερ,
τρόμῳ συσχεθεῖσα τινάσσεται,
ἀφυπνίσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ» (Β΄ στ. ἐγκωμ.).
Σὲ ἀρχαία γλῶσσα εἶνε γραμμένο τὸ ἐγκώμιο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημά του, πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι δὲν ἦταν φθαρτός. Τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα –εἶνε δίδαγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς– πρὸ τῆς παρακοῆς ἀσθένεια δὲν τοὺς ἐμάραινε, ὁ θάνατος δὲν τοὺς ἐνέκρωνε, ὁ τάφος δὲν τοὺς ἔλειωνε. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἦ­ταν ἄφθαρτος, ἑπομένως καὶ ἀθάνατος. Ὅ,τι εἶνε θνητό, εἶνε προηγουμένως φθαρτὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ πεθαίνει. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθάνατος πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι. Ἀλλὰ μετὰ ἔγινε φθαρτός. Ἀναπτύχθηκαν μικρόβια καὶ νόσοι, καὶ ἔφθασε νὰ γίνῃ ἕνα μουσεῖο ἀσθενειῶν, σωματικῶν καὶ ψυχικῶν. Ἡ κατάληξι δὲ τῆς φθορᾶς ἦταν ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ἦλθε ὡς ποινή, ὡς τιμωρία τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων καὶ ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τότε ἀκούστηκε ὡς ἀπόφασις τοῦ θείου δικαστηρίου· «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», εἶ­σαι χῶμα καὶ στὸ χῶμα θὰ πᾷς (Γέν. 3,19).
«Γῆ εἶ». Πράγματι, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ ὑλικὰ στοιχεῖα. Ἂν πάρε­τε τὸ σῶμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ τὸ πᾶτε στὸ χη­μεῖο γιὰ νὰ τὸ ἀναλύσετε, θὰ δῆτε ὅτι ἀποτε­λεῖται ἀπὸ νερό, λίπος, λίγο σίδερο, φώσ­φορο, ἀσβέστιο… Εὐτελὴς ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἀλλὰ σοφὴ ἡ κατασκευή του. Ἡ ἐπιστήμη γνωρίζει τὴ σύνθεσί του καὶ μᾶς λέει ἀπὸ ποιά ὑλικὰ ἀποτελεῖται, δὲν μπορεῖ ὅ­μως μὲ τὰ ὑλικὰ αὐτὰ νὰ δημιουργήσῃ καὶ αὐ­τὴ ἕναν ἄν­θρωπο. Αὐτὸ εἶνε ἔργο μόνο τοῦ πανσόφου Δημιουργοῦ. Ὅπως ἡ νοικοκυρὰ παίρνει τὸ ἀλεύρι, τὸ ζυμώνει καὶ τὸ κάνει δι­άφορα σχήματα, κάπως ἔτσι ἂς ποῦμε καὶ τὰ ἄ­χραντα χέρια τοῦ Θεοῦ πῆραν τὴν ὕλη, πῆραν τὸ νερό, τὸ λίπος, τὸ φώσφορο, τὸ σίδερο κ.τ.λ., τὰ ἀνέμειξαν μὲ ἀσύλληπτο τρόπο, καὶ τὸ θεῖο ἐργαστήριο δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ ἡ πτῶσις ἔ­φερε τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ἡ ἀπόφασι αὐτή, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, μέχρι τὸ Χριστὸ πέρασε ἀπὸ τὴ Γῆ ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὅλοι τὴν ὠνόμαζαν «μάνα γῆ», καὶ ὅλους αὐτὴ ἄνοιξε τοὺς κόλπους της καὶ τοὺς δέχθηκε στοὺς τάφους.
Ὅλοι ἦταν ἁμαρτωλοὶ καὶ φθαρτοί. Ἕνας μόνο –παρακαλῶ προσέξτε–, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε ἀναμάρτητος, καὶ συνε­πῶς ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος. Ἄπιστοι καὶ ἄ­θεοι, ὅσο καὶ νὰ κοπιάσετε, δὲν θὰ βρῆτε ἐ­λάττωμα, δὲν θὰ βρῆτε ψεγάδι στὴ μοναδικὴ προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ μείνῃ γιὰ πάντα ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ὡς ἀναμάρτητος, ὁ Χριστὸς εἶχε σῶμα ἄφθαρτο. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς νὰ κοιμᾶται, νὰ τρώῃ, νὰ πίνῃ, νὰ ἱδρώνῃ, νὰ πο­νάῃ, ἀλλὰ δὲν τὸν βλέπουμε ποτέ νὰ ἀρρωσταίνῃ, νὰ ἔχῃ π.χ. ἕνα πυρετό. Γιατὶ αὐτὰ καὶ ὁ θάνατος εἶνε συνέπειες τῆς ἁμαρτίας· «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23).
Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἐνῷ ἦταν ἀναμάρτητος καὶ ἑπομένως ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς, γεύθηκε θάνατο καὶ κατέβηκε στὸν ᾅδη. Καὶ τότε ὁ ᾅδης ἀπατήθηκε· για­τὶ ἔβλεπε σῶμα ἀνθρώπου (ποὺ κατὰ τὴ φιλο­σοφία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε τὸ δόλωμα), καὶ συνάντησε Θεό! Ὁ σατανᾶς, λένε οἱ πατέρες, δὲν φαντάσθηκε, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ σαρκικὸ καὶ φθαρτὸ περίβλημα τοῦ Χριστοῦ κρυβόταν τὸ ἄγκιστρο τῆς θεότητος. Ἔτσι ἔγινε ἡ θεόσωμος ταφή. Ἀλλὰ ἡ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸν ἀθάνατο Θεό, κι ὅταν ἐκεῖνος ἐπρόκειτο νὰ κατέβῃ στὸν τάφο τινάχθηκε. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεχτῇ στοὺς κόλπους της ὅπως ὅλους τοὺς κοινοὺς θνητούς, καὶ διαμαρτυρήθηκε! «Ἡ γῆ ἐσείσθη». Καὶ μὲ τὸ τίναγμα τῆς γῆς ξύπνησαν οἱ νεκροὶ καὶ ἀναστήθηκαν· ἄνοιξαν οἱ τάφοι, βγῆκαν ἔξω οἱ νεκροί, καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ἐμ­φανίσθηκαν σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἰερουσαλήμ (βλ. Ματθ. 27,51-53).
«Γῆ σε, Πλαστουργέ,
ὑπὸ κόλπους δεξαμένη, Σῶτερ,
τρόμῳ συσχεθεῖσα τινάσσεται,
ἀφυπνίσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ».
Πολλὲς ἔννοιες συνωστίζονται στὸ μικρὸ αὐτὸ ἐγκώμιο. Ὅ,τι ἔχουν φτειάξει οἱ ἅγιοι πα­τέρες, εἶνε μεγάλη φιλοσοφία. Καὶ ὁ ἐπιτά­φι­ος εἶνε ἡ φιλοσοφία τοῦ θανάτου μὲ κέν­τρο τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

* * *

Σείστηκε τότε ἡ γῆ, διαμαρτυρομένη γιὰ τὴν θανάτωσι τοῦ Ἀθανάτου. Καὶ σήμερα σείεται ἡ γῆ μας. Γιατί ἆραγε; –Φυσικὰ φαινόμενα, λένε μερικοί. –Ὁ ἐγκέλαδος, λένε ἄλλοι.
Ὦ ἀνόητοι, τί εἶνε ὁ ἐγκέλαδος; Κάτι ἀνύπαρκτο. Πίσω ἀπὸ τὴν ὕλη μὲ τὶς θαυμαστὲς ἰ­διότητές της, πίσω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὰ ὄρη ὑ­πάρ­χει νοῦς ποὺ κυβερνᾷ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή, νὰ δῆτε ποιά εἶ­νε ἡ αἰτία τῶν σεισμῶν. Ὁ Δαυῒδ λέει· «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁ­πτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ. 103,32).
Σείστηκε τότε ἡ γῆ, γιατὶ οἱ Ἑβραῖοι ἐσταύρωσαν τὸ Χριστό. Σείεται ἡ γῆ σήμερα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ πάλι θὰ σειστῇ· μᾶς τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς πρὸ τῆς θυσίας του, ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ δευτέρα παρουσία θὰ γίνουν «σεισμοὶ μεγάλοι» (Λουκ. 21,11. Ματθ. 24,7). Φτάσαμε στὴν περίοδο αὐτὴ τῶν σεισμῶν. Ἄλλοτε ἐδῶ ἄλλοτε ἐκεῖ πολλοὶ σεισμοὶ γίνονται καὶ μὲ πολλοὺς νεκροὺς καὶ τραυματίες. Σείονται καὶ μέρη ποὺ δὲν χαρακτηρίζονταν ὡς σεισμογενῆ.

* * *

Θεέ μου! Θὰ σεισθῇ καὶ πάλι ἡ γῆ μας, ποὺ χαρακτηρίζεται ἄλλωστε καὶ ὡς σεισμογενής, γιατὶ γίναμε ὅλοι θεομπαῖκτες· κοροϊδεύουμε τὸ Θεὸ μικροὶ καὶ μεγάλοι. Γνήσιος Χριστι­α­νὸς δὲν ὑπάρχει. Εἴμαστε ὅλοι μακριὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ ποὺ εἴχαμε, μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ μᾶς ἔμεινε. Μιὰ φορὰ σταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ Χριστὸ – χίλιες φορὲς τὸν σταυρώνουμε ἐμεῖς. Προβλέπω σεισμούς· θὰ σειστῇ ἡ ἁμαρτωλὴ Ἀθήνα, ἡ Βαβυλώνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὰ ἑκατομμύρια κάτοικοι ποὺ ἔχουν μαζευτῆ στὴ χαβούζα αὐτὴ καὶ δὲν κάνουν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ν᾿ ἁμαρτάνουν καὶ νὰ ὀργιάζουν· θὰ σειστῇ ἡ Θεσσαλονίκη· θὰ σειστῇ ἀκόμη καὶ ἡ Φλώρινα… Θεέ μου, βοήθησέ μας! Ὑπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!
Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί, ἀπὸ τὸ ἐγκώμιο αὐ­τὸ δίδαγμα ἐπίκαιρο, σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, νὰ ἔχουμε φόβο Θεοῦ. Καὶ μὲ τέτοια αἰσθήματα σεβασμοῦ καὶ εὐλαβείας ἂς συνοδεύσουμε τὸ μεγάλο Νεκρό. Κηδεία ἔχουμε. Ὄχι τῆς μάνας μας ἢ τοῦ πατέρα μας. Πάνω ἀπ᾿ αὐτούς, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς προγό­νους, καὶ πάνω ἀπ᾿ τὴν πατρίδα, πάνω ἀπ᾿ ὅ­λα καὶ ἀπ᾿ ὅλους εἶνε ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρω­τὴς τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ –ἐν ὀνόματι τοῦ Ναζωραίου, τοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ μας– κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίου κανείς νὰ μὴ μιλᾷ καὶ νὰ μὴ γελᾷ. Ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, τὰ αἰσθήματα, ὅλη ἡ ὕπαρξί μας νά ᾿νε στὸ Χριστό. Καὶ μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη μας νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ λυπη­θῇ τὸ ἔθνος μας, ποὺ πολὺ ἁμάρτησε, καὶ νὰ μὴ τὸ τιμωρήσῃ μὲ κάποιο καταστρεπτι­κὸ σει­σμό. Διότι ἂν γίνῃ αὐτό, τότε πλέον θὰ εἶνε ἀρ­γὰ καὶ δὲν θὰ προλάβουμε νὰ ποῦ­με τὸ «Μνή­σθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀμίλητοι λοιπόν, μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, νὰ συνοδεύσουμε τὸ Χριστό, τὸν αἰώνιο Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε πρὸ τῶν ἐγκωμίων στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης τὴν 8-4-1977 μ

ΠΗΓΗ: http://www.augoustinos-kantiotis.gr

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ


H εσταυρωμενη Αληθεια

«Λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Τί ἐστιν ἀλήθεια;» (δ΄ εὐαγγ. Ἰω. 18,38)<
«Ἐγώ εἰμι… ἡ ἀλήθεια» (α΄ εὐαγγ. Ἰω. 14,6)

Φτωχή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ γλῶσσα μου γιὰ νὰ ἐξυμνήσῃ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Πρὶν νὰ πῶ τὶς λίγες μου λέξεις, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσω τὴ βοήθεια τοῦ Ἐσταυρωμένου· πα­ρακαλῶ νὰ ἔχω καὶ τὶς δικές σας προσευχές.
Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἀκολουθίες της ἀνα­παριστᾷ ἐμπρός μας τὰ ἅγια πάθη. Γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ κινοῦνται πολλὰ πρόσωπα μὲ διάφο­ρες ψυχοσυνθέσεις. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε ἡ ἐκλε­κτὴ γυναίκα τοῦ Πιλάτου, ἡ Κλαυδία Πρόκλα. Μιλήσαμε ἄλλοτε γι᾿ αὐτήν. Τώρα ὁ ἄντρας της, ὁ Πιλᾶτος, θὰ μᾶς δώση ἀφορμὴ νὰ ποῦμε λίγα λόγια. Ἕνα στιγμιότυπο ἀπὸ τὴ δίκη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διεξήγαγε ὡς πραίτωρ, θ᾿ ἀναφέρω.

* * *

Ὁ Πιλᾶτος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἀντελήφθη, ὅτι μπροστά του ἔχει ἕναν ἀθῷο. Διέκρι­νε καὶ τὰ ἐλατήρια τοῦ ὄχλου, ἀλλὰ μπρὸς στὴν ἐπιμονή τους ἀναγκάστηκε νὰ ὑποβάλῃ τὸ Χρι­στὸ σὲ ἀνάκρισι. Ἐνῷ αὐτοὶ δὲν μπῆκαν στὸ πραιτώριο, γιὰ νὰ μὴ μιανθοῦν, ὁ Χριστὸς μπῆκε· κ᾿ ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἐρωτᾷ· –Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; μά, ἂν εἶσαι, ποῦ εἶ­νε οἱ στρατιῶτες σου, οἱ ὀπαδοί σου, τὰ φλάμ­πουρά σου; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· –Ἡ δική μου βασιλεία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»· ἂν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, οἱ ὀπαδοί μου δὲν θ᾿ ἄφηναν νὰ παραδοθῶ στοὺς Ἰουδαίους (Ἰω. 18,36). Ὁ Πιλᾶτος συνεχίζει· –«Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ;». Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· –«Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυ­ρήσω τῇ ἀληθείᾳ». Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κηρύξω τὴν ἀλήθεια (ἐ.ἄ. 18,37). Ἀκούγοντας ὁ Πιλᾶτος τὴ λέξι «ἀλήθεια» δὲν κατάλαβε. Ἄν­θρωπος τῆς πράξεως μᾶλλον παρὰ τῆς θεωρί­ας, ἄνθρωπος τοῦ ξίφους τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς πολιτικῆς, σπανίως ἀσχολεῖτο μὲ μεταφυ­σικὰ θέματα. Παραξενεύεται ποὺ ἀκούει γιὰ «ἀλήθεια», καὶ λέει· –«Τί ἐστιν ἀλήθεια;». Δὲ βαριέσαι! Τί ψάχνεις; Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια. Καὶ μόλις εἶπε αὐτὰ ἀμέσως βγῆκε ἔξω στοὺς συγκεντρωμένους Ἰουδαίους (ἐ.ἄ.18,38).
Τὸ ἐρώτημα, «Τί ἐστιν ἀλήθεια;» εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅσα ἀντιμετωπίζει ἡ ἀν­θρωπότης. Δυστυχῶς ὁ Πιλᾶτος ἔχασε τὴν εὐ­καιρία ν᾿ ἀκούσῃ τὴν ἀπάντησι. Ἐμεῖς ἂς προσπαθήσουμε νὰ ποῦμε κάτι.

* * *

Ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἀκριβὴς γνῶ­σις κάποιου πράγματος ἢ προσώπου. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διψᾷ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Αὐτὴ εἶ­νε ποὺ τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ζῷα. Ἐπιστήμονες καὶ μή, μικροὶ – μεγάλοι, κοπιάζουν νὰ βροῦν τὴν ἀ­λήθεια· καὶ ἀντὶ αὐτῆς, πολὺ συχνά, ἀκοῦνε ἀ­πὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως ψέματα ποὺ φέρνουν σύγχυσι. Ὁ αἰώνας τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν κατήντησε, μὲ τὴ διπλωματία, αἰώνας ψεύδους.
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;». Εἶπαν μερικοί, ὅτι ἡ ἀ­λήθεια στηρίζεται στὶς αἰσθήσεις. Δηλαδὴ ὅ,τι βλέπω – ἀκούω, αὐτὸ ὑπάρχει, αὐτὸ εἶνε ἀλήθεια. Ἔτσι λένε οἱ ὑλισταί. Ἀλλὰ δὲν ἔχουν δίκιο. Οἱ αἰσθήσεις ἀπατοῦν. Ἀπόδειξις· ἡ γῆ κινεῖται ἰλιγγιωδῶς μέσα στὸ ἄπειρο, ἀλλ᾿ αὐ­τὸ δὲν τὸ ἀντιλήφθηκε ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς αἰσθήσεις, πέρασαν αἰῶνες γιὰ νὰ τὸ μάθῃ. Δὲν εἶνε λοιπὸν τεκμήριο οἱ αἰσθήσεις.
Μὰ τότε ποῦ θὰ στηριχθῇ ἡ ἀλήθεια; Στοὺς νόμους τῆς λογικῆς, λένε οἱ ὀρθολογισταί. Ἔ­χουν δίκιο; Ὄχι. Καὶ τὸ πιὸ εὐφυὲς μυαλὸ σκο­τίζεται ἀπὸ πάθη· δὲν τ᾿ ἀφήνουν νὰ σκεφτῇ σω­στά. Αὐτὸ λέει ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας. Ὁ Κι­κέρων εἶπε· Δὲν ὑπάρχει ἀνοησία ποὺ δὲν τὴν εἶπαν οἱ φιλόσοφοι. Πλανᾷ λοιπὸν καὶ ἡ λογική.
Ποῦ ἑπομένως θὰ στηριχθοῦμε; Στὴν παρα­τήρησι καὶ τὸ πείραμα, ἀπαντοῦν οἱ ἐπιστήμο­νες. Ἀλλ᾿ οὔτε αὐτὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀλήθεια. Σήμερα ἡ ἐπιστήμη δέχεται κάτι, καὶ αὔ­ριο τὸ ἀναιρεῖ. Ἐπὶ αἰῶνες πίστευε, ὅτι τελευ­ταία μονάδα τῆς ὕλης εἶνε τὸ ἄτομο· τώρα λέει, ὅτι εἶνε τὸ ἠλεκτρόνιο· αὔριο;… Ἡ θεωρία τοῦ Ἀϊνστάϊν ἀνέτρεψε πολλὰ στερεὰ βάθρα.
Νὰ καταδικάσουμε τὴν ἐπιστήμη; Ὄχι. Ἔ­ρευνα κάνει. Τὸ «Ἐρευνᾶτε» εἶνε καὶ τοῦ Χριστοῦ ἐντολή (ἐ.ἄ. 5,39). Ἂς ἐρευνοῦν οἱ ἐπιστήμο­νες. Ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὑπ᾿ ὄψι τους δύο πράγμα­τα.
Πρῶτον, ὅτι ἀσχολοῦνται μὲ φαινόμενα καὶ συμπτώματα, μὰ δὲν φτάνουν στὴν οὐσία. Σωστὰ εἶπαν, ὅτι ἡ ἐπιστήμη μοιάζει μὲ ὀχυρό, ποὺ καταλαμβάνεις τὸ πρῶτο τεῖχος του, καὶ βρίσκεσαι μπροστὰ σὲ δεύτερο· καταλαμβάνεις κ᾿ ἐκεῖνο, καὶ βρίσκεται μπροστὰ σὲ τρίτο, μετὰ σὲ τέταρτο, πέμπτο… Ποτέ δὲν θὰ κατορθώσῃς νὰ τὸ κατακτήσῃς ὅλο.
Δεύτερον, ὅτι ἡ γνῶσις ἔχει ὅρια. Πέρα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ὄντα, ποὺ ἐρευνᾷ ἡ ἐπιστήμη, ὑπάρχει ὁ ἀσύλληπτος κόσμος τοῦ πνεύματος. Ἐ­κεῖνο ποὺ δὲν συλλαμβάνει τὸ μυαλό, τὸ συλλαμβάνει ἡ καρδιά. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος δὲν ἐρευνᾶται μὲ τὸ μικροσκόπιο καὶ τὸ τηλε­σκόπιο· μόνο διὰ τῆς πίστεως. Ἡ ἐπιστήμη ἀ­παντᾷ –ἂν μπορῇ– στὸ τί εἶνε ὕλη. Ἀλλὰ τί εἶνε ἄνθρωπος; ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ κα­ταλήγει; τί εἶνε θάνατος; τί εἶνε ἡ ζωὴ πέραν τοῦ τάφου; τί εἶνε Θεός; ποιά ἡ σχέσι του μὲ τὸν ἄνθρωπο;… σ᾿ αὐτὰ καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἐπιστήμονες δὲν μποροῦν νὰ δώσουν ἀπάντησι.

* * *

Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγνοια ἐξ­ακολουθεῖ ν᾿ ἀ­κούγεται τὸ ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου· «Τί ἐστιν ἀ­λήθεια;». Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς, ἀγαπητοί μου· στὸ σκο­τάδι χύνεται φῶς. Ἔρχεται ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, ἐκ­πέμπεται ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο. Αὐτὸς στὸ ἐρώτημα «τί ἐστιν ἀλήθεια;» ἀπαντᾷ· «Ἐγώ εἰ­μι… ἡ ἀλήθεια» (ἔ.ἀ. 14,6). Ὁ Ἐσταυρωμένος εἶ­νε ἡ ἀλήθεια. Ποιά ἀλήθεια, ἡ φυσική, ἡ μαθη­ματική, ἡ ἀστρονομική, ἡ οἰκονομική;… Αὐτὰ εἶνε ψήγματα τῆς ἀλήθειας· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια στὸν ὕψιστο βαθμό. Ἕνα ἔξοχο πνεῦμα εἶπε· Ζητοῦμε τὴν ἀλήθεια, σπουδάζουμε, διαβάζουμε, ἐρευνοῦμε· ὕστερα, φορτωμένοι διπλώματα καὶ κατάκοποι, διαπιστώνουμε, πὼς ὅ,τι σοφό, ὡραῖο, ἀ­ληθινὸ ἐλέχθη στὸν κόσμο, ὑπάρχει ἤδη μὲ λί­γες λέξεις στὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ κάποιος κοινωνιστής, ποὺ ἐξέτασε τὸ Χριστὸ αὐστηρά, τέλος ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ ἐγγράφως· Δὲν γνωρίζω ἂν σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑ­πάρχουν ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχουν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλη θρησκεία ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ δίδαξε ὁ Ἐσταυρωμένος.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἀλήθεια. Πιλᾶτε, τί κάνεις; Ἔχεις μπροστά σου τὴν Ἀλήθεια μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, καὶ δὲν θέλεις νὰ τὴ γνωρίσῃς καὶ νὰ σωθῇς; Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια θέλει τόλμη καὶ ταπείνωσι. Θέλει τὴν ταπείνωσι τῶν βοσκῶν τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας. Σὲ ταπεινὲς ψυχὲς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός.
Ὅποιος, ἐπίσης, δὲν ἔχει αἴσθησι Χριστοῦ, εἶνε ἀδύνατον νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε «Εἰς τοῦτο γεγέννημαι…, ἵνα μαρ­τυρήσω τῇ ἀληθείᾳ», πρόσθεσε κάτι σπουδαῖο· «Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (ἐ.ἄ. 18,37). Ὅποιος εἶνε τέκνον τῆς ἀ­ληθείας, ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθεια, ὅποιος ἔχει κα­λὴ διάθεσι καὶ ταπείνωσι, ὅποιος εἶνε εἰλικρι­νὴς καὶ εὐγενής, αὐτὸς ἀκούει τὴ φωνή μου· ὁ ἄλ­λος δὲν ἀκούει.

* * *

Εἶπαν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη. Συμφωνῶ. Ἀλλὰ προσ­θέτω· Παραπάνω ἀπὸ Ἀγάπη ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη Ἀλήθεια. Διότι ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἀλήθεια εἶνε κάλπικο νόμισμα, εἶνε ἀπάτη. Πόσες φορὲς γυναῖκες καὶ ἄντρες ἀπατήθηκαν ἀπὸ ψεύτικα λόγια περὶ ἀγάπης!
Πολεμεῖται ἡ ἀλήθεια στὶς μέρες μας, γιατὶ εἶνε μαλώτρα, διαιρεῖ τὸν κόσμο. Τὸ ψέμα κυριαρχεῖ. Ψέμα ποικίλο, μικρῶν καὶ μεγάλων, λα­οῦ καὶ ἀρχόντων, πολιτικῶν καὶ διπλωμα­τῶν. Κυκλοφορεῖ παντοῦ, ἔγινε νόμισμα παγ­κόσμιο. Ζητᾷ νὰ σβήσῃ τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ κατορθώσῃ. Ὅταν ἤμουν στὴ Θεσσαλο­νίκη, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, εἶδα τὸ ἑξῆς. Κάποιος τρέχοντας σκαρφάλωσε σ᾿ ἕνα τηλεγρα­φόξυλο. «Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο», ἔλεγε κ᾿ ἔφτυνε ψηλά. Ὁ ταλαίπωρος δὲν εἶχε σῴας τὰς φρένας· σὲ λίγο τὸν κατέβασε ἡ ἀστυνομία. Ὅπως λοιπὸν κανένας τρελλὸς δὲν μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὰ σάλια του, ποὺ ἐπιστρέφουν στὸ κεφάλι του, ἔτσι ἀνόητοι εἶνε ὅ­σοι νομίζουν ὅτι ὑψώνοντας τὸ σπιθαμιαῖο ἀνάστημά τους θὰ μπορέσουν νὰ θίξουν τὸν ἥλιο – Χριστό. Ὁ Ἥλιος δὲν σβήνει. Πρὸς στι­γμὴν τὸν σκιάζουν ψέματα, συκοφαντίες, ­δια­βολές· στὸ τέλος θὰ διαλύσῃ τὰ σύννεφα. Θὰ θριαμβεύσῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων.
Μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο σήμερα ἂς κλίνουμε τὸ γόνυ. Μὲ ταπείνωσι καὶ τόλμη ἂς προχωρήσουμε. Τὸ στεφάνι ἀνήκει σὲ ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀλήθεια. Στὸ Χριστό μας, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι … ἡ ἀλήθεια», σ᾿ αὐτὸν ἀ­νήκει ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσ­­κύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 7-4-1977. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-4-2005, ἐπανέκδοσις 9-3-2018.

ΠΗΓΗ:  www.augoustinos-kantiotis.gr

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ



Περι του Ιουδα

«Ὤ τῆς τοῦ Ἰούδα ἀθλιότητος!» (αἶνοι Μ. Τετάρτης)

Κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει τὶς θλί­ψεις καὶ τὰ παθήματά του. Κανείς σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη δὲν εἶνε ἀπείραστος. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ ἀρχαῖος τραγικὸς ποιητὴς λέει· «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει» (Σοφοκλ. Ἀντιγ. 332-333)· πολλὰ τὰ φοβερά, φοβερώτερο ὅμως ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρωπος. Ἀλλ᾿ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες θλίψεις τὶς ξεπερνοῦν τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ποὺ συγκινεῖ ὅλες τὶς εὐγενεῖς ψυχὲς διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Στὸ κάθε δρᾶμα τῶν ἀρχαίων τραγικῶν, ὅ­πως θὰ γνωρίζετε, ὑπάρχει ἕνας πρωταγωνιστής, καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν κινοῦνται τὰ ἄλλα πρόσωπα. Ἐδῶ, στὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, κύ­ριο πρόσωπο εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γύρω του κινοῦνται πολλὰ ἄλλα πρόσωπα. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα διάκεινται συμπα­θῶς καὶ ἄλλα δυσμενῶς ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾿ ἂν πῆτε, ποιό ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ δολιώτερο, ἀναμφισβητήτως εἶνε ὁ Ἰούδας. Οἱ ὑμνῳδοὶ γιὰ κανένα ἄλλο δὲν ἐκφράζονται μὲ τόση αὐστηρότητα ὅπως γι᾿ αὐτόν.
Ὁ Ἰούδας, ἀγαπητοί μου, ἀποτελεῖ ἕνα ἀ­πέραντο ζήτημα, ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό, στὸ ὁποῖο προσπάθησαν καὶ προσπαθοῦν μέχρι σήμερα νὰ δώσουν ἀπάντησι ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, θεολόγοι, ποιηταί. Ποικίλες θε­ωρίες καὶ ὑποθέσεις ἀκούστηκαν. Στὸν αἰ­ῶνα μας παρουσιάστηκαν –ἀπίστευτο, σημεῖο τῶν καιρῶν– ἀκόμα καὶ ὑποστηρικταὶ τοῦ Ἰούδα, φίλοι τοῦ Ἰούδα! Καλὰ ἔκανε, λένε, ὁ Ἰούδας καὶ πρόδωσε τὸ Χριστό· γιατὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ἁπλῶς λόγια καὶ θεωρία, δὲν τόλμησε ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστώς… Ἔτσι ἡ­ρωοποίησαν τὸν Ἰούδα, σὲ κάποια πόλι τῆς Ῥωσίας μάλιστα τοῦ ἔστησαν καὶ ἀνδριάντα.
Ἐγώ, ὄχι φανταστικῶς ἀλλὰ μὲ βάσι τὰ Εὐ­αγγέλια, θὰ δώσω μιὰ σκιαγραφία τοῦ Ἰούδα.

* * *

Δὲν μποροῦμε, ἀγαπητοί μου, ν᾿ ἀρνηθοῦ­με, ὅτι ὁ Ἰούδας στὰ πρῶτα του βήματα ἀκολούθησε τὸ Χριστὸ μὲ καλὴ διάθεσι. Πρέπει νὰ τονίσουμε, ὅτι ἔζησε σὲ περιβάλλον ἄριστο, στὸ κοινόβιο τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς ἀποστόλους, ὅπου δὲν ἀκουγόταν τὰ κατηραμένα λόγια «τὸ δικό μου» καὶ «τὸ δικό σου». Τὰ εἶχαν ὅλα κοινά, ὅπως σὲ μιὰ οἰκογένεια. Τὸ δὲ ταμεῖο, ὅπου συνέρρεαν οἱ συνδρομὲς εὐ­σεβῶν γυναικῶν γιὰ τὴ λιτὴ συντήρησί τους καὶ γιὰ ἐλεημοσύνες, τὸ κρατοῦσε αὐτός. Ἔ­ζησε κοντὰ στὸ Χριστό. Τὸν εἶδε, τὸν ἄκουσε, τὸν παρακολούθησε. Εἶδε τὴν ἰδεώδη καὶ ἀνιδιοτελῆ ζωή του. Ὁ Χριστὸς λεπτὰ δὲν ἔπιασε στὰ χέρια του, σπίτι δικό του δὲν εἶχε, τεμάχιο γῆς δὲν ἀπέκτησε. Ἦταν τελείως ἀκτήμων. Ὅταν κάποιος εἶπε «Διδάσκαλε, θὰ σ᾿ ἀκολουθήσω», ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,19-20). Ἀθάνατα λόγια αὐτά.
Κοντὰ στὸ Χριστὸ λοιπὸν ἔζησε καὶ ὁ Ἰούδας. Ἀλλὰ πολλὲς φορὲς τὸ περιβάλλον δὲν ἐπηρεάζει τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ συνέβη κ᾿ ἐ­δῶ. Τί ἔπαθε ὁ Ἰούδας; Εἶχε ἀδυναμία στὸ χρῆ­μα. Κρατοῦσε τὸ ταμεῖο. Ἀλλὰ τὸ ταμεῖο εἶνε πειρασμός. Γνώρισα ἐγὼ στὸ στρατὸ ἀ­ξιωματικούς, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ παραλάβουν οἰκονομικὴ διαχείρισι ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ, διότι ἔβλεπαν κίνδυνο. Καὶ ὁ Ἰούδας ἔπεσε στὸν κίνδυνο. Σιγὰ – σιγὰ ἄρχισε νὰ κάνῃ μικρο­κλοπές. Δὲν εἶνε τίποτα, σοῦ λέει. Ἔτσι δημιούργησε δικό του πουγγί.
Τὸ ἤξερε ὁ Χριστός, καὶ κατ᾿ ἐπανάληψιν τοῦ ἔκανε ὑπαινιγμούς. Τὸν ἄφηνε, μήπως συναισθανθῇ τὸ ἐλάττωμά του καὶ μετανο­ήσῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν συνεκρατεῖτο (ἔτσι εἶνε τὰ ἐλαττώματα, ἐὰν δὲν τὰ προσέξουμε γίνονται ποταμοὶ καὶ καταρράκτες ποὺ παρασύρουν τὸν ἄνθρωπο). Καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο πλέον – τί νὰ κάνῃ· νὰ πωλήσῃ «τὸν Ἀτίμητον»! ἔτσι λένε οἱ ὕμνοι (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμ.). Ὅλο τὸν κόσμο νὰ τοῦ ἔδιναν, ποτέ δὲν ἔπρεπε νὰ πουλήσῃ τὸ Χριστό, καὶ μάλιστα ἀντὶ τριά­κον­τα ἀργυρίων, μικροῦ ποσοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο ἀγόραζαν τοὺς δούλους τότε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰούδας εἶνε παράδειγμα· παράδειγμα ὄχι πρὸς μίμησιν ἀλλὰ πρὸς ἀποφυγήν. Νὰ φοβηθοῦμε τὸ πάθημα τοῦ Ἰούδα. Δι­ότι μέσ᾿ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἡ ἕλξις τοῦ χρυσίου. Ὁ ἱερὸς Χρυσό­στομος κάνει μιὰ παρατήρησι. Ὑπάρχει, λέει, ἔρωτας σωμάτων καὶ ἔρωτας χρημάτων. Αἰ­σχρὸς καὶ ὁ ἕνας ἀλλ᾿ αἰσχρότερος ὁ ἄλ­λος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύεται ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἑλκύεται τέλος πάντων ἀπὸ ἕνα ἔμψυχο ὄν, ἐνῷ ὁ ἄλλος ποὺ ἐρωτεύεται τὸ χρῆμα ἑλκύ­εται ἀπὸ ἕνα ἄψυχο μέταλλο. Φοβερὸς ὁ ἔ­ρωτας τῶν χρημάτων. Γι᾿ αὐτὸ εἶνε χυδαῖες ψυ­­χὲς οἱ φιλάργυροι. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον…», ἀκούσαμε ἀπόψε. Φιλάργυρε, σὲ περιμένει ἀγχόνη!…

* * *

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, καὶ σήμερα Ἰοῦ­δες. Ζῇ, δυστυχῶς, ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καὶ ἔχει πολλοὺς ὀπαδοὺς καὶ θαυμαστάς. Ὑπάρχουν φιλάργυροι. Θέλετε παραδείγματα;
Στὴ Θήβα ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἄνθρωποι μὲ δολλάρια πολλά (τὰ τριάκοντα ἀργύρια εἶνε σήμερα τὰ δολλάρια). Ἦταν χιλιασταί. Αὐτοὶ πῆγαν στοὺς χωρικοὺς καὶ μὲ πλούσιες προσφορὲς ἀγόρασαν οἰκόπεδα, μιὰ πολὺ μεγάλη ἔκτασι, γιὰ νὰ κτίσουν ἐκεῖ τὸ κέντρο τῆς χιλιαστικῆς προπαγάνδας, κέντρο ὄχι μόνο στὰ Βαλκάνια ἀλλὰ καὶ στὴν εὐρυτέρα περιοχῆς τῆς Ἀνατολῆς. Θὰ εἶνε αὐτὴ μιὰ ἄλ­λου εἴδους «βάσις», χειρότερη ἀπὸ τὶς στρατιωτικές· μὲ συνοικισμὸ γιὰ 3.000 ἀνθρώπους δικούς τους διωργανωμένους σὲ κοινόβιο, μὲ μεγάλα τυπογραφεῖα γιὰ νὰ τυπώνουν φυλλάδια καὶ νὰ τὰ σκορπίσουν παντοῦ γιὰ νὰ δι­αδώσουν τὸ μίασμα. Καὶ δυστυχῶς τὸ κράτος τοὺς ἐπέτρεψε τὴν ἐγκατάστασι. Ἀλλὰ δὲν φταίει μόνο τὸ κράτος· φταίει καὶ ἡ φιλαργυρία τῶν γαιοκτημόνων, ποὺ ἐπούλησαν τὶς ἐκ­τάσεις, καὶ ἐμμέσως ξεπούλησαν τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Δὲν θὰ παύσω νὰ τονίζω, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα εἶνε οἱ ἐκτρώσεις. Μὲ τὴν ἔκτρωσι σκοτώνεις ἀνυπεράσπιστο ἄνθρωπο. Στὴ Γερμανία καὶ ἀλλοῦ ὑπάρχουν γιατροὶ ποὺ δὲν κάνουν ἐκτρώσεις, ὅσα καὶ ἂν τοὺς δώσῃς. Ἐδῶ ὅμως γιατροὶ θησαύρισαν ἀπὸ τὶς ἐκτρώσεις. Τὰ λεπτὰ γιὰ μία ἔκτρωσι εἶνε σὰν τὰ τριά­κον­τα ἀργύρια. Ὅποιος σκοτώνει παιδί, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, σκοτώνει τὸ Χριστό. Δυσ­τυ­χῶς ἡ βουλή, τὰ θυμᾶστε, ψήφισε νόμο ποὺ λέει, ὅτι δὲν εἶνε πλέον ἔγκλημα ἡ ἔκ­τρωσις. «Φρῖξον ἥλιε, στέναξον ἡ γῆ» (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμ.).
Ἰδού τὰ τριάκοντα ἀργύρια. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον». Φοβερὴ νόσος ἡ φιλαργυρία. Εἶνε ῥίζα τοῦ καπιταλισμοῦ. Ὁ μὲν κομμουνισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς κοινοκτημοσύνης, ὁ δὲ καπιταλισμὸς ἀπὸ ἔρωτα τοῦ πλούτου. Παρὰ τὴν ἀντίθεσί τους, στὸ βάθος συγγενεύουν αὐτὰ τὰ δυὸ ὡς πρὸς τὴ φιλαργυρία· τὸν ἴδιο θεὸ λατρεύουν, τὸ μαμωνᾶ.

* * *

Καὶ γεννᾶται, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· Ὑπάρχει φάρμακο κατὰ τῆς φιλαργυρίας; Ὑ­πάρχει. Διστάζω ὅμως νὰ σᾶς τὸ πῶ. Διότι λίγο ἢ πολὺ στὶς καρδιὲς ὅλων, πλουσίων καὶ φτωχῶν, ὑπάρχει ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος καὶ κοροϊδεύουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστὸς σὲ κάποιο φιλάργυρο, ποὺ ζητοῦσε τὴ συμβουλή του; Τὸν κοίταξε, τὸν ψυχολόγησε ὁ Καρδιογνώστης, καὶ τοῦ λέει· «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Νά τὸ ἡρωϊκὸ φάρμακο.
Στὴν κοινωνία βλέπει κανεὶς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ ναδίρ, τὴ φτώχεια τῶν πολλῶν, κι ἀ­πὸ τὸ ἄλλο τὸ ζενίθ, τὸν πλοῦτο τῶν ὀλίγων. Γιά φανταστῆτε αὐτοὶ οἱ λίγοι πλούσιοι, ἂν ἄ­κουγαν τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἤθελαν νὰ ἐκτελέσουν αὐτὴ τὴ συν­ταγὴ ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας τους! Ἂν αὐ­τοὶ ἔπαιρναν τὴν ἡρωικὴ ἀπόφασι «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…», κλείνω τὰ μάτια καὶ βλέπω τὴ Γῆ νὰ ἔχῃ γίνει παράδεισος. Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί κοινωνικὰ διδάγματα, τί βάθος καὶ ὕψος ἔχει τὸ Εὐ­αγγέλιο;
Εὔχομαι, τὰ λόγια ποὺ σπέρνουμε μὲ πόνο καὶ μὲ δάκρυ στὶς ψυχές σας, νὰ μὴ μείνουν θεωρία καὶ οὐτοπία, ἀλλὰ νὰ γίνουν πρᾶξις καὶ ἐφαρμογή, πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(11-4-1990 ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης) «Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος!» – Περὶ τοῦ Ἰούδα (τὸ ὑμνολογικὸ αὐτὸ ῥητὸ ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Μ. Τρίτης)

 

 

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ


«Οιστρος ακολασιας»

«Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώ­δης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)

Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἐξαιρετικὴ συρροὴ ἐκκλησιάσματος. Αἰτία τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Μερικοὶ μάλιστα κρατοῦν τὸ ρολόι, κι ὅσο περισσότερο διαρκέσῃ τὸ τροπάριο τόσο σπουδαιότερο θεωροῦν τὸν ψάλτη.
Ἀλλὰ τὰ τροπάρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησί­ας δὲν ἔγιναν γιὰ καλλιτεχνικοὺς μόνο σκοπούς, γιὰ νὰ εὐχαριστοῦν τ᾿ αὐτιὰ ὅπως ὁ ἦ­χος μιᾶς κιθάρας. Ὄχι. Κάθε τροπάριο εἶνε ἕ­να σύντομο κήρυγμα, ποὺ προσφέρεται ὄχι σὲ πεζὸ ἀλλὰ σὲ ποιητικὸ λόγο. Καὶ τὸ τροπά­ριο τῆς Κασσιανῆς εἶνε ὕψος ποιήσεως.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγες λέξεις ἐπ᾿ αὐτοῦ.

* * *

Ποιός εἶνε ὁ ποιητής; Δὲν εἶνε ἄντρας, εἶ­νε γυναίκα· γυναίκα μιᾶς ἐποχῆς ποὺ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα συγκινοῦσε βαθύτατα τὶς καρδιές. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Κασσιανή, ἔζη­σε τὸν καιρὸ τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν μία ἀπὸ τὶς κόρες ποὺ ἐπελέγησαν γιὰ νὰ τὶς δῇ ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος καὶ νὰ διαλέξῃ ἀπὸ αὐτὲς τὴ μέλλουσα βασίλισσα. Φαντάζεστε τὴ σκηνή;
Στὴν αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων εἶχε συγκεν­τρωθῆ ὅ,τι ὡραῖο εἶχε νὰ παρουσιάσῃ ὁ γυναι­­κεῖος κόσμος τῆς αὐτοκρατορίας. Καλλο­νὲς διαλεγμένες ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωματική τους ὡραιότητα ἀλλὰ περισσότερο γιὰ τὰ πνευματικά τους προσόντα. Δὲν ἦταν αὐτὰ καλλιστεῖα Χόλλυγουντ· ἦταν μᾶλλον καλλιστεῖα πνεύματος, καὶ τέτοια καλλιστεῖα δὲν μποροῦ­με νὰ τὰ καταδικάσουμε. Ὁ νεαρὸς Θε­όφιλος παρουσιάστηκε λοιπὸν ἐν μέσῳ τῆς ὡραί­ας ἐ­κείνης ἀνθοδέσμης. Κρατοῦσε, ὅπως λένε οἱ ἱστορικοί, στὰ χέρια του ἕνα μῆ­λο χρυσό, ποὺ τοῦ τό ᾿χε δώσει ἡ μητρυιά του γιὰ νὰ τὸ προσ­φέρῃ σ᾿ ἐκείνην ποὺ θὰ ἐξ­έλεγε. Ἀφοῦ ἔρριξε τὸ βλέμμα παντοῦ, στάθηκε ἐμπρὸς στὴν ὡραιοτάτη Κασσιανή. Ἀλ­λὰ πρὶν τῆς δώ­σῃ τὸ μῆλο, τὴ ρώτησε γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσῃ· –Ἀπ᾿ τὴ γυναῖκα δὲν βγῆκαν ὅ­λα τὰ κακά; Ἡ Κασσιανή, εὐφυὴς καὶ ἑτοιμόλογη, ἀπήντησε μὲ θάρρος· –Ἂν ἀπὸ τὴν Εὔα προῆλθαν τὰ κακά, ἀ­πὸ τὴν Παναγία μας ὅ­μως προῆλθε ὅ,τι καλὸ καὶ σωτήριο!… Ἡ γυναίκα εἶνε ἢ ἡ σωτηρία ἢ ἡ καταστροφή.
Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς ἦταν ὀρθή. Δὲν ἄρεσε ὅμως στὸ Θεόφιλο. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖνος ἀ­πο­μακρύνθηκε ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο σὲ μιὰ σεμνὴ κόρη ἀπὸ τὴν Παφλαγονία, τὴ Θεοδώρα, ποὺ ἔγινε καὶ ἁγία, διότι συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀναστήλωσι τῶν ἱερῶν εἰκόνων (τὸ 842), μετὰ τοὺς κραταιοὺς ἀγῶ­νες τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῆς εἰκονομαχίας.
Καὶ ἡ Κασσιανή; Παρὰ λίγο θὰ γινόταν βασίλισσα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπάντησί της ἔχασε τὸ αὐτοκρατορικὸ διάδημα. Ἀπέτυχε στὸν ἔρωτα. Καὶ ἡ γυναίκα ποὺ ἀποτυγχάνει στὸν ἔρωτα βυ­θίζεται στὴ λύπη. Τὰ τραύματά της εἶνε πολὺ βαθειὰ ἐξ αἰτίας ἐκείνου ποὺ τὴν ἐγκαταλείπει, ἐνῷ ὁ ἄντρας εὐκολώτερα τὸ λησμονεῖ.
Ἡ Κασσιανὴ ὅμως πίστευε στὸ Θεό. Καὶ ἡ πίστι τὴν ὡδήγησε ὄχι σὲ ἀπελπισία καὶ αὐτοκτονία, ἀλλὰ πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Ἔχασε ἕναν ἄντρα, ἀλλὰ κέρδισε τὸν ἀτίμητο Νυμφίο Χριστό – αὐτὸς εἶνε ποὺ πρέπει ὅλοι ν᾿ ἀγαπήσου­με μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας. Ἔστρεψε τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο· σ᾿ αὐτὸν προσ­ευχόταν ὧρες ὁλόκληρες μὲ θεῖον ἔρωτα.
Δὲν θὰ κάνω ἀνάλυσι τοῦ τροπαρίου. Λέω μόνο, ὅτι κακῶς μερικοὶ νομίζουν, πὼς σ᾿ αὐτὸ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ὄχι. Ἡ Κασσιανὴ ἔ­ζησε ἁγνὴ καθαρὰ ζωή. Δὲν ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἄνδρα. Στὸ ποίημά της ἔχει ὡς θέμα τὴν ἁ­μαρτωλὴ ἐκείνη γυναῖκα, ποὺ λίγο πρὸ τοῦ πά­θους τοῦ Χριστοῦ τὸν πλησίασε μετανοημένη καὶ ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ μύρο πολύτιμο καὶ κάτι ἀκόμη πολυτιμότερο, τὰ δάκρυά της, καὶ σκούπισε τὰ ἄχραντα πόδια του μὲ τὰ μαλλιά της. Αὐτὸ ἔχει ὡς θέμα ἡ Κασσιανή, τὴ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας.

* * *

Στὸ ποίημα αὐτὸ διακρίνουμε δύο πράγματα· τὸ βάθος ποὺ βυθίζεται ὁ ἁμαρτωλός, καὶ τὸ ὕψος ποὺ ἀνεβαίνει ὁ μετανοῶν. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ ποίημα σταματῶ στὸ στίχο «Οἴμοι! λέγουσα, ὅ­τι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώ­δης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας».
Θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας μόνο στὴ λέξι «οἶστρος». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ζωηρὴ εἰ­κόνα τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι ζήσαμε μικροὶ σὲ χωριὰ κοντὰ στὰ χωράφια καὶ εἴδαμε τὴν ἀ­γροτικὴ ζωή, γνωρίζουμε τί λέει ἡ ποιήτρια. «Οἶστρος» εἶνε μιὰ μῦγα ἐνοχλητική, ποὺ τὸ καλοκαίρι πηγαίνει στὰ ζῷα καὶ ἰδίως στὰ βόδια. Βλέπεις τὸ βόδι, ποὺ κάθεται φρόνιμα στὸ λιβάδι καὶ τρώει τὸ χορτάρι, νὰ ξαφνιάζεται, νὰ σηκώνῃ τὴν οὐρά του ὄρθια σὰν μαστίγιο, καὶ ν᾿ ἀρχίζῃ νὰ τρέχῃ ὁλοταχῶς· νὰ ὑπερπηδᾷ φράχτες, νὰ γκρεμίζῃ τοιχώματα, νὰ σκάβῃ τὴ γῆ. Τί τοῦ συμβαίνει; Στὰ ῥουθούνια του μπῆ­κε οἶστρος, ἡ μῦγα αὐτή, ὁ τάβανος ἢ ἀλογόμυγα ὅπως λέγεται στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ.
Τὸν «οἶστρο» χρησιμοποιεῖ ἡ Κασσιανὴ γιὰ νὰ εἰκονίσῃ τὸ σατανᾶ τῆς ἀκολασίας. Κάθε ἐ­ποχὴ ἀπὸ κάποιο σατανᾶ ἀναστατώνεται. Ἡ δι­κή μας θὰ μείνῃ ὡς ἐποχὴ Σοδόμων, γιατὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν πανσεξουαλισμό, ποὺ τώρα πειράζει καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Γιὰ τὸν πανσε­ξου­αλισμὸ μεγάλη εὐθύνη ἔχει ὁ Φρόυντ. Αὐτὸς διέδωσε τὴ θεωρία, ὅτι τὸ πᾶν στὴ ζωὴ εἶνε τὸ σέξ. Ἔτσι ὁ κόσμος βυθίζεται στὴ διαφθορά.
Ὑπάρχει «οἶστρος ἀκολασίας». Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα, μιὰ μητέρα μοῦ ᾿λεγε· Ἔχω ἕνα παιδί· στὴν πρώτη τάξι τοῦ γυμνασίου ἄριστα· δευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη ἄριστα. Τώρα ὅμως περπατάει σὰ᾿ χαζό. Δὲν προχωρεῖ στὸ σχολεῖο. Διαβάζει τὰ βιβλία, καὶ τὸ μυαλό του τρέχει ἀλλοῦ. Ὁ πατέρας του ὀργίζεται καὶ τὸ μαλώνει. Γιατί; Παρουσιάστηκε μιὰ κοπέλλα διεφθαρμένη καὶ τό ᾿χει τρελλάνει. Δὲν ἡσυχά­ζει. Ἕνα βράδυ πῆγε ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Παιδί μου, τοῦ λέω, τί πᾷς νὰ κάνῃς;… Νά ὁ «οἶστρος ἀκολασίας», ἡ ἀλογόμυγα τοῦ σατανᾶ. Δυσ­τυ­χισμένη νεολαία μας! ἄλλα διδάχθηκες καὶ ἄλ­λους πόθους καὶ ὄνειρα εἶχες. Γι᾿ αὐτὸ εἶ­νε ἐγ­κληματίες ὅσοι ἔσπειραν τὸν οἶστρο αὐ­τὸ στὴν καρδιά σου. Τὸ καταγγέλλω· ἀρχὴ τοῦ κακοῦ εἶ­νε τὰ αἰσχρὰ θεάματα καὶ τὰ πορνικὰ γύναια. Δὲν τὶς περιφρονῶ, ἀδελφές μας εἶνε κι αὐτές, τὶς κλαίω. Ἀξίζουν κι αὐτὲς κάποια μέ­ριμνα. Ἂν ἤμουν κράτος, ἐντὸς μιᾶς νυκτὸς θὰ τὶς μάζευα σ᾿ ἕνα νησί, νὰ μείνουν ἐκεῖ νὰ καθαριστοῦν, νὰ γίνουν πάλι τίμια μέλη τῆς κοινω­νίας, καὶ ὄχι ῥάκη, ἐμπορεύσιμο εἶδος.
«Οἶστρος ἀκολασίας». Ἕνας ἄλλος, παιδὶ ἐργατικὸ ἀπὸ τὶς Σέρρες, ποὺ δούλευε στὶς οἰ­κοδομὲς μὲ τὸ σφυρὶ καὶ συντηροῦσε πατέρα καὶ μάνα, τσιμπήθηκε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν οἶ­στρο τῆς ἀκολασίας. Τὸν ἐγκατέλειψε ἡ ἐρωμένη του. Κι αὐτὸς ἔχασε τὸ λογικό του, καὶ μὲ τὸ σφυρὶ ποὺ ἔχτιζε καὶ ζοῦσε τίμια, μὲ τὸ ἴδιο σφυρί, λὲς καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς γυναίκας ἦταν λι­θάρι, τὴ χτύπησε μὲ μανία καὶ τὴν ἔσπασε. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀστυνομία, βρῆκε τὸ κρανίο διαλυμένο. Κι αὐτὸς ἔτρεχε, ἔτρεχε μανιωδῶς, ὅπως τὸ βόδι ὅταν τὸ πιάσῃ οἶστρος. Ἀναρρι­χήθηκε πάνω σὲ μιὰ στέγη τοῦ Πανεπιστημίου, κ᾿ ἐκεῖ ἄναψε τσιγάρο. Ματαίως φοιτηταὶ καὶ ὄργανα τῆς τάξεως τὸν παρακαλοῦσαν νὰ κατέβῃ· αὐτὸς τίποτα. Τέλος πήδησε ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέφτοντας κάτω συντρίφθηκε.
Ὁ οἶστρος τῆς ἀκολασίας εἶνε μέθη. Ὅποιος παραδοθῇ σ᾿ αὐτόν, παθαίνει ὅ,τι καὶ τὰ θύμα­τα τῆς μυθικῆς Κίρκης. Ὅταν ἀποβιβάστηκε στὸ νησί της ὁ Ὀδυσσεύς, αὐτὴ μὲ μαγικὰ πο­τὰ καὶ μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ ῥαβδιοῦ της μετέβαλε τὰ παλληκάρια του σὲ χοίρους. Οἱ ἤρωες τῆς Τροίας ἔγιναν πλέον κτήνη. Μόνο ὁ Ὀ­δυσσεὺς δὲν ἤπιε ἀπὸ τὰ ποτά της καὶ ἔμεινε ἄνθρωπος. Ὁ μῦθος διδάσκει, ὅτι ὁ αἰσχρὸς ἔ­ρωτας ἀποκτηνώνει τὸ λογικὸ ἄνθρωπο.

* * *

Παιδιὰ ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε! Σᾶς παρακαλῶ, στὸν αἰῶνα αὐτό, ἐν ὀνόματι τοῦ Ναζωραίου καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, κρατη­θῆ­τε μακριὰ ἀπὸ τὸν οἶστρο τοῦ σεξουαλισμοῦ, τὸν «ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας». Μείνετε ἁ­γνοὶ καὶ προσέλθετε στὸ μυστήριο τοῦ γάμου καθαροί. Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος βίος ἀπὸ τὸν βίο τῆς παρθενίας· εἶνε ἀρετὴ καὶ τῶν προγόνων μας, ποὺ ἔκτισαν τὸν Παρθενῶνα.
Τώρα δυστυχῶς ἡ ἁγνότης ἔκανε φτερά, καὶ ὅλοι φέρουμε εὐθύνη· κληρικοί, λαϊκοί, ἀρχές. Ἀλλὰ ἕνας ἔρως ἀξίζει. Οἱ ἄλλοι ἔρωτες εἶνε μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Πάνω ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν γραμμάτων, τῆς ἐπιστήμης, τῆς οἰκογενεί­ας, τῆς πατρίδος, τῆς ἀρετῆς, εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Χριστοῦ. Ἀναβαίνετε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν μὲ θάρρος. Αὐτὸς καίει κάθε σάπιο, ὑψώνει τὶς καρδιές, τοὺς δίνει φτερὰ νὰ πετάξουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου οἱ ψυχὲς ψάλλουν ἀλληλούϊα στὸ Θεό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-4-1989





 

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ


Τα οκτω «ουαι» (Ματθ. 23,13-35)

Μεγ. Δευτέρα βράδυ (Ματθ. 22,15–23,39)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Πρίν, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ μιὰ μεγάλη μάχη συμβαίνει πολλὲς φορὲς τὰ δύο ἀντίπαλα στρατόπεδα νὰ ἔρχωνται μεταξύ τους σὲ μικρὲς συγκρούσεις, σὲ ἁψιμαχίες ὅπως λέγον­ται. Οἱ ἁψιμαχίες εἶνε προανάκρουσμα τῆς με­γάλης συγκρούσεως ποὺ θὰ ἐπακολουθήσῃ.
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε νὰ περιγράφεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάστηκε πρὸ ὀλίγου. Καθὼς ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα προχωρεῖ, πλησι­άζει ἡ ὥρα ποὺ θὰ γίνῃ ἡ μεγάλη σύγκρουσις, ἡ μεγαλύτερη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἡ δὲ μεγαλύτερη σύγκρουσις τῆς ἱστορίας εἶ­νε ἡ μάχη τοῦ Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ τὸ φῶς θὰ συγ­κρουσθῇ μὲ τὸ σκοτάδι, ἡ ἀγαθότης μὲ τὴν κακία, ὁ Θεὸς μὲ τὸν διάβολο. Πρὶν λοιπὸν ἀ­πὸ τὴν τελικὴ ἐκείνη ἀναμέτρησι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, προτοῦ ὁ Χριστὸς ἀντιμετωπίσῃ τὸν ἐχθρὸ στῆθος μὲ στῆθος, προηγοῦνται, τρόπον τινὰ ὡς ἁψιμαχίες, λεκτικοὶ δι­αξιφισμοὶ μὲ τὰ ὄργανα τοῦ ἐχθροῦ. Ἁψιμα­χίες εἶνε οἱ πονηρὲς ἐρωτήσεις τῶν Ἡρῳδι­ανῶν, τῶν Σαδδουκαίων καὶ τῶν Φαρισαίων, τὶς ὁποῖες ὁ Χριστὸς ἀμυνόμενος ἀντικρούει μὲ ἀποστομωτικὲς ἀπαντήσεις.
Καὶ μετὰ τὴν ἄμυνα προχωρεῖ τώρα σὲ ἐ­πίθεσι. Καὶ ἐπίθεσις εἶνε ὁ ἔλεγχος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, μέσα στὸν ὁποῖον ἀκούγονται ὀκτὼ φοβερὰ «οὐαί» (βλ. Ματθ. 23,13-35).
Ἀξίζει νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας εἰ­δικῶς σ᾿ αὐτὰ τὰ «οὐαί».

* * *

Ὕστερα, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ ὅλες τὶς συν­τονισμένες προσπάθειες, ποὺ κατέβαλαν οἱ σοφισταὶ καὶ δικηγόροι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ σκοπὸ νὰ μπλέξουν τὸ Χριστό, νὰ τὸν ἐξ­ευτελίσουν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, νὰ δείξουν ὅτι δὲν ξέρει τίποτε, ὅτι εἶνε ἕνας γελοῖος καὶ τίποτε περισσότερο, ὁ Χριστὸς ὠργίστηκε καὶ ἄρ­χισε νὰ τοὺς ἀπευθύνῃ κατηγορητήριο. Ὅπως ὁ εἰσαγγελεὺς ἀπευθύνει ἀπὸ τῆς ἕ­δρας κατηγορῶ ἐναντίον τῶν ἐγκληματιῶν καὶ τῶν ἐνόχων, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Ἀπὸ τὴ δική του σκοπιά, ποὺ εἶνε ὑπεράνω τῆς ἀτελοῦς ἀν­θρωπίνης δικαιοσύνης, μὲ βάσι τὰ κριτήρια ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα μιὰ μέρα θὰ δικάσῃ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀπηύθυνε ἕνα δριμύτατο κατηγορῶ ἐναντίον τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Τὸ κατηγορῶ αὐτὸ περιέχει τὸ σημε­ρινὸ εὐαγγέλιο. Ὅποιος διαβάζει ἢ ἀκούει τὸ κατηγορῶ αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ, νομίζει πὼς ἀ­στράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ πέφτουν κεραυνοὶ κι ἀστροπελέκια. Εἶνε τὰ «οὐαί…» «οὐαί…» ποὺ ἀκούσαμε. «Οὐαὶ» θὰ πῇ «ἀλλοίμονο», «τρισ­αλλοίμονο» σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε αὐτὰ τὰ πρά­γματα. Αὐτὰ τ᾽ ἀστροπελέκια, ποὺ πέφτουν στὰ κεφάλια τῶν ὑποκριτῶν, εἶνε ὀκτώ. Τ᾿ ἀ­κούσατε;
⃝ Τὸ πρῶτο τί λέει· «Οὐαί», ἀλλοίμονο σ᾿ ἐ­σᾶς τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, διότι εἶ­στε «ὑποκριταί». Μπαίνετε μὲ προσποιητὴ εὐγένεια καὶ εὐλάβεια στὰ σπίτια τῶν χηρῶν, τάχα γιὰ νὰ κάνετε καλό, κι ἁρπάζετε τὸ βιός τους. Ἐνῷ εἶστε λῃσταί, λέει, καὶ κατατρῶτε τὶς περιουσίες τῶν φτωχῶν, ὑποκρίνεστε τοὺς εὐσε­­βεῖς ποὺ κάνουν μεγάλες προσευχές. Γι᾿ αὐ­τὸ θὰ κατακριθῆτε αὐστηρότερα (ἔ.ἀ. 23,13).
⃝ «Οὐαὶ» ἀκόμη, λέει, ἀλλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς, «γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί», ποὺ ὄ­χι μόνο οἱ ἴδιοι δὲν πιστεύετε καὶ δὲν ἀκολου­θεῖτε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλ­λους ἐμποδίζετε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Πῶς τοὺς ἐμποδίζετε; Πρῶτα – πρῶτα σιωπηρῶς, μὲ τὸ παράδειγμα ποὺ δίνετε· διότι ὁ λαὸς μιμεῖται συνήθως τοὺς ἄρχοντές του, καὶ μάλιστα στὰ κακά. Τοὺς ἐμποδίζετε ἀκόμη ἐνεργητικῶς, μὲ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκεῖτε. Καλά, ἐ­σεῖς δὲν πιστεύετε· γιατί ὅμως ὅταν δῆτε κάποιον ἄλλο νὰ πιστεύῃ, προσπαθεῖτε νὰ τοῦ σβήσετε τὴν πίστι; Τὸ εἴδαμε αὐτὸ στὶς ἡ­μέρες μας· δὲν πιστεύει ὁ πατέρας ἢ ἡ μάνα, καὶ μόλις δοῦν κάποιο παιδί τους νὰ πιστεύῃ, πῶς ἀντιδροῦν! Δὲν σέβονται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἄπιστοι αὐτοί, προσπαθοῦν νὰ με­ταδώσουν τὴν ἀπιστία καὶ στοὺς γύρω τους. Ὅσοι φέρονται ἔτσι, ἀνήκουν στὴν κατηγορία αὐτοῦ τοῦ δευτέρου «οὐαί». Οἱ ἴδιοι ἐ­σεῖς, τοὺς λέει ὁ Κύριος, δὲν θέλετε νὰ μπῆ­τε στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶνε ἡ βασιλεία τῶν οὐρα­νῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους, ποὺ θέλουν νὰ μποῦν, κλείνετε τὸ δρόμο. «Ὑμεῖς οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν» (ἔ.ἀ. 23,14).
⃝ «Οὐαί», λέει, «ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖ­οι ὑποκριταί», ποὺ κοπιάζετε, τρέχετε δεξιὰ κι ἀριστερά, πηγαίνετε παντοῦ, γιὰ νὰ φέρετε στὴ θρησκεία σας ἕναν ἀλλόθρησκο· κι ὅ­ταν τὸν φέ­ρετε, μὲ τὴν κακή σας ζωὴ τοῦ δεί­χνετε δρόμο στραβὸ ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κόλασι, τὸν κάνετε «υἱὸν γεέννης» χειρότερο κι ἀπὸ σᾶς (ἔ.ἀ. 23,15).
⃝ «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί»· ἀλλοίμονό σας, διότι, ἐνῷ εἶστε «τυφλοί», θέλετε νὰ ὁδηγῆτε ἄλλους. Καὶ ποῦ τοὺς ὁδηγεῖτε; Στὴν πλάνη. Διδάσκετε, ὅτι ὅ­ποιος ὁρκιστῇ στὸ ναό, δὲν εἶνε τίποτε· ὅποιος ὁρκιστῇ στὸ χρυσάφι τοῦ ναοῦ –τὸ χρυσά­φι λάτρευαν οἱ φιλάργυροι–, ὤ αὐτὸ εἶνε μεγά­λη ἁμαρτία. «Μωροὶ καὶ τυφλοί!», λέει ὁ Χριστός, ποιό εἶνε ἀνώτερο, τὸ χρυσάφι ἢ ὁ ναὸς ποὺ ἁγιάζει τὸ χρυσάφι; (ἔ.ἀ. 23,16-22).
⃝ «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί», λέει, ποὺ ἐκτελεῖτε τὶς μικρὲς ἐντολές κι ἀφήνετε τὶς μεγάλες. Τὶς μικρὲς ἐντο­λὲς τὶς ἐκτελοῦσαν, γιατὶ ἦταν εὔκολες (π.χ. τὸ νὰ δίνουν τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὸν δυόσμο, τὸ ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο). Τὶς μεγάλες ὅμως ἐν­τολές, ποὺ θέλουν θυσία, τὶς καταπατοῦσαν χωρὶς φόβο Θεοῦ· μεγάλες ἐντολὲς εἶνε ἡ «κρίσις» (ἡ δικαιοσύνη, τὸ νὰ μὴν κάνουν ἀδικίες), τὸ «ἔλεος» (ἡ ἐλεημοσύνη, τὸ νὰ ἐλεοῦν), καὶ ἡ «πίστις» (ὅ,τι κάνουν δηλαδὴ νὰ τὸ κάνουν γιατὶ πιστεύουν στὸ Θεό). Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκουν καὶ σήμερα πολλοὶ λεγό­μενοι Χριστιανοί, ποὺ κάνουν κάτι μικρὰ πρά­γματα (πετοῦν τίποτε δεκάρες στὴν ἐκκλησία, ἀνάβουν κανένα κερί, κάνουν τὸ σταυρό τους, νηστεύουν Τετάρτη καὶ Παρασκευή). Πρέπει νὰ τὰ ἐκτελοῦμε καὶ αὐτά, ἀλλοίμονο· εἶνε καλὸ ν᾿ ἀνάβῃς κερί, νὰ προσκυνᾷς τὶς εἰ­κόνες, νὰ νηστεύῃς κ.λ.π.. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐ­τά, ποὺ εἶνε σχετικῶς εὔκολα, ὑπάρχουν οἱ με­γάλες ἐντολές· ἡ δικαιοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, καὶ πρὸ παντὸς ἡ ἀγάπη ἡ κορυφαία ἀ­ρετή. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς, λέει, ποὺ τὸ κουνού­πι τὸ προσέχετε, ἀλλὰ τὴν καμήλα τὴν καταπίνετε ὁλόκληρη. Τέτοιοι εἶνε πολλοί. Αὐ­στηροὶ στὰ μικρά, ἐλαστικοὶ στὰ μεγάλα ἁμαρ­τήματα καὶ ἐγκλήματα (βλ. ἔ.ἀ. 23,23-24).
⃝ «Οὐαί», λέει, «ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί». Καθαρίζετε τὸ ποτήρι καὶ τὸ πιάτο σας ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλὰ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ πο­τὸ ποὺ περιέχουν προέρχονται ἀπὸ ἁρπαγή, κ᾿ εἶνε ἀκάθαρτα. Ἔτσι μοιάζει καὶ ὅλη ἡ κατά­στασί σας· ἀπ᾿ ἔξω δείχνεσθε σεμνοὶ καὶ εὐ­σεβεῖς, ἡ ψυχή σας ὅμως κρύβει πολλὰ πάθη. Ἂν θέλετε νὰ γίνετε καθαροί, σταματῆστε τὴν ἀδικία (βλ. ἔ.ἀ. 23,25-26).
⃝ «Οὐαί», λέει, «ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖ­οι ὑποκριταί». Μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, ποὺ εἶνε ὡραῖοι ἐξωτερικῶς, ἀλλ᾿ ἅμα σηκώσῃς τὴν πλάκα, ἀπὸ κάτω εἶνε γεμᾶ­τοι κόκκαλα νεκρὰ καὶ κάθε ἀκαθαρσία. Ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς· ἀπ᾿ ἔξω φαίνεστε στοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, μέσα σας ὅμως εἶστε γεμᾶτοι ὑποκρισία καὶ ἀνομία (βλ. ἔ.ἀ. 23,27-28).
⃝ «Οὐαὶ ὑμῖν», λέει τὸ τελευταῖο, «γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί». Χτίζετε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ στολίζετε τὰ μνήματα τῶν δικαίων, τιμᾶτε δηλαδὴ τοὺς ἁγίους καὶ μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας σας. Ἀλλὰ τί κοινὸ ἔχετε μ᾿ ἐκείνους; Καθόλου δὲν τοὺς μοιάζετε. Ἂν τιμᾶτε ἐκείνους εἰλικρινῶς, τότε πῶς εἶστε ἕτοιμοι νὰ σκοτώσετε τοὺς νέους προφῆτες ποὺ σᾶς στέλνει ὁ Θεός; – διότι σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν προφῆτες, ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν ἐσεῖς λέτε ὅτι τιμᾶτε τοὺς ἀρχαίους μεγάλους προφῆτες, ἀλλ᾿ ἂν παρουσιαστῇ νέος προφήτης στὸν κό­σμο θὰ τὸν ἐκτελέσετε. Παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, λέει, νεώτεροι ἀπόγονοι τοῦ Κάϊν ποὺ σκότωσε τὸν ἀθῷο Ἄβελ, πῶς θὰ σωθῆτε ἀπὸ τὴν κατα­δίκη τῆς κολάσεως; (βλ. ἔ.ἀ. 23,29-35).

* * *

Ἔτσι μίλησε, ἀγαπητοί μου, τότε ὁ Χριστὸς στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Ἀλλὰ μήπως οἱ φαρισαῖοι ἔλειψαν ἀπὸ τότε. Ὑπάρχουν καὶ σήμερα· καὶ θὰ ὑπάρχουν μέχρι συν­τελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰ­ωάννου, ἀκούγονται πάλι ἄλλα «οὐαί» (βλ. Ἀπ. 8,13· 18,10 κ.ἀ.), γιὰ τοὺς φαρισαίους τῶν ἐσχάτων χρόνων.
Καὶ ἂν κανεὶς ἀπορῇ «Εἶνε λοιπὸν κακὸς ὁ Θεὸς καὶ ἀπειλεῖ;», ἡ ἀπάντησις εἶνε· Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ καὶ θέλει τὴ σωτηρία ὅλων· ἀπειλεῖ λοιπὸν μὲ τὰ «οὐαί», γιὰ νὰ προλάβῃ τὸ κακό, γιὰ νὰ φέρῃ σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 2-5-1983



ΚΑΛΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΗΓΗ: http://www.augoustinos-kantiotis.gr