Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚϚ´ (ΙΓ´ ΛΟΥΚΑ)


† ΚΥΡΙΑΚΗ ΚϚ´ (ΙΓ´ ΛΟΥΚΑ)

Πα­ρα­μό­νου καὶ τῶν σὺν αὐ­τῷ 370 μαρ­τύ­ρων (†250)· Δι­ο­νυ­σί­ου ἐ­πι­σκό­που Κο­ρίν­θου ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος (†171)· Φι­λου­μέ­νου ἁ­γι­ο­τα­φί­του ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος (†1979).



 

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Τ Ἀ­να­στά­σι­μον. Ἦ­χος α.

Το λί­θου σφρα­γι­σθέν­τος ὑ­πὸ τν Ἰ­ου­δαί­ων, κα στρα­τι­ω­τῶν φυ­λασ­σόν­των τ ἄ­χραν­τόν σου σῶ­μα, ἀ­νέ­στης τρι­ή­με­ρος Σω­τήρ, δω­ρού­με­νος τ κό­σμῳ τν ζω­ήν. Δι­ὰ τοῦ­το α Δυ­νά­μεις τν οὐ­ρα­νῶν ἐ­βό­ων σοι Ζω­ο­δό­τα· Δό­ξα τ ἀ­να­στά­σει σου Χρι­στέ, δό­ξα τ Βα­σι­λεί­ᾳ σου, δό­ξα τ οἰ­κο­νο­μί­ᾳ σου, μό­νε Φι­λάν­θρω­πε.

Δό­ξα. Τ αὐ­τό. Καὶ νῦν. Θε­ο­το­κί­ον.

Το Γα­βρι­ὴλ φθεγ­ξα­μέ­νου σοι Παρ­θέ­νε τ Χαῖ­ρε, σν τ φω­νῇ ἐ­σαρ­κοῦ­το ὁ τν ὅ­λων Δε­σπό­της, ν σο τ ἁ­γί­ᾳ κι­βω­τῷ, ς ἔ­φη ὁ δί­και­ος Δαυ­ΐδ. Ἐ­δεί­χθης Πλα­τυ­τέ­ρα τν οὐ­ρα­νῶν, βα­στά­σα­σα τν Κτί­στην σου. Δό­ξα τ ἐ­νοι­κή­σαν­τι ἐν σοί· δό­ξα τ προ­ελ­θόν­τι κ σο· δό­ξα τ ἐ­λευ­θε­ρώ­σαν­τι ἡ­μᾶς, δι­ὰ το τό­κου σου.
 
  
 


Πάτησε πάνω στον σύνδεσμο








 


 Πάτησε πάνω στον σύνδεσμο


 Πάτησε πάνω στον σύνδεσμο


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Τη σιωπὴ νὰ τὴν ἀγαπᾷς περισσότερο ἀπὸ τὸ λόγο. Γιατὶ ἡ σιωπὴ φέρνει θησαυρό, ἐνῷ ἡ ὁμιλία τὸν διασκορπίζει».

***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:
«Ἐὰν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη, πρῶτα δεσμεύει τὸ νερὸ καὶ τὴν τροφή. Καὶ ἔτσι οἱ ἐχθροὶ κινδυνεύοντας νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτόν. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ πεῖνα, οἱ ἐχθροὶ ποὺ εἶναι στὴν ψυχή του χάνουν τὴ δύναμη τους».

***

Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερο τῆς Σκήτης: «Γιατί οἱ δαίμονες σὲ φοβοῦνται τόσο πολύ;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπαθῶ νὰ μὴν ἐπιτρέπω τὴν ὀργὴ νὰ ἀνέβει στὸ στόμα μου».

***

Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες πῆγε στὸν συνασκητή του γιὰ νὰ πᾶν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ.
Τοῦ λέει λοιπόν: «Πὲς στὸν μαθητή σου νὰ μᾶς στρώσει τὸ γαϊδουράκι».
Καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος: «Φώναξέ τον καὶ ὅ,τι θέλεις θὰ στὸ κάνει».
Τὸν ρωτᾷ «πῶς ὀνομάζεται» καὶ ἀπαντᾷ ὁ ἄλλος «δὲν γνωρίζω».
Πόσον καιρὸ εἶναι μαζί σου -λέει ὁ Γέροντας- καὶ δὲν ξέρεις τὸ ὄνομά του;»
«Δυὸ χρόνια» τοῦ ἀπαντᾷ.
«Ἂν ἐσὺ δυὸ χρόνια δὲν γνωρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ μαθητῆ σου -λέει ὁ ἐπισκέπτης Γέροντας- ἐγὼ τί χρειάζεται νὰ τὸ μάθω σὲ μία μέρα;»

***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος:
«Ἐὰν ἐπιπλήττοντας κάποιον, αἰσθανθεῖς μέσα σου νὰ κινεῖται ὀργή, ἱκανοποιεῖς δικό σου πάθος. Καὶ δὲν σὲ ὑποχρεώνει κανεὶς νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ σώσεις ἄλλους».

***

Προσφέρθηκαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Μακάριο σταφύλια ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ φάει. Ἀπὸ ἐγκράτεια ὅμως τὰ ἔστειλε σὲ ἕναν ἀδελφὸ ἄρρωστο ποὺ κι αὐτὸς εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια. Αὐτὸς τὰ πῆρε, ἔδειξε μάλιστα πάρα πολὺ χαρούμενος, γιατὶ ἤθελε νὰ κρύψει τὴν ἐγκράτειά του, καὶ κατόπιν τὰ ἔστειλε σὲ ἄλλον ἀδελφὸ μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ ὁτιδήποτε φαγώσιμο. Τὰ πῆρε κι ἐκεῖνος καὶ ἔκανε τὸ ἴδιο, ἂν καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὰ γευθεῖ. Καθὼς λοιπὸν σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς πῆγαν τὰ σταφύλια καὶ κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὰ φάει, ὁ τελευταῖος ἐπίσης ἀδελφὸς δὲν τὰ ἔφαγε καὶ τὰ ἔστειλε στὸν ἀββᾶ Μακάριο πιστεύοντας ὅτι τοῦ προσφέρει σπουδαῖο δῶρο. Ὁ Μακάριος ὅμως τὰ ἀναγνώρισε καὶ ἀφοῦ ἐρεύνησε τί ἀκριβῶς συνέβη, θαύμασε καὶ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τόσο μεγάλη ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν.

***

Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ θυμᾶται τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ὅτι τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν, θὰ προτιμάει μᾶλλον νὰ σιωπᾶ».

***

Εἶπε ἀκόμη ὁ Γέροντας ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ἐὰν εἶναι καλὸ νὰ ἐπαινοῦμε τὸν πλησίον.
Καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή».

***
«Πῶς νὰ περιφρουρήσω τὴν καρδιά μου;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πῶς νὰ φυλάξουμε τὴν καρδιά μας, ὅταν εἶναι ἀνοικτὲς ἡ γλῶσσα μας καὶ ἡ κοιλιά μας;»

 ***

Εἶπε πάλι:
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα του σὲ ὥρα ὀργῆς, αὐτὸς οὔτε στὰ πάθη του θὰ κυριαρχήσει ποτέ».

 ***

Εἶπε ἀκόμη:
«Προτιμότερο εἶναι νὰ τρώει κανεὶς κρέας καὶ νὰ πίνει κρασί, παρὰ νὰ τρώει τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν καταλαλιά».

***

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Πρέπει κι εμείς να αγωνιζόμαστε. 
Τους βλέπετε τους ποδηλάτες που αγωνίζονται με την καρδιά τους και δεν γυρίζουν ποτέ πίσω; 
Ο τελευταίος βλέπει τον πρώτο. Κι όλος αυτός ο κόπος για να πάρουν ένα άδειο κύπελο.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΣΟΦΟΝ ΝΥΜΦΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑΝ



ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ 
 ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΣΟΦΟΝ ΝΥΜΦΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ  ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑΝ



Ευλογήσαντος του Ιερέως αρχόμεθα του ψαλμού  Ψαλμός ΡΜΒ`. 142. Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου.Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου, εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος, και ηκηδίασεν επ` εμέ το πνεύμά μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμά μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ`  εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοί ήλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, προς σε κατέφυγον. Δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου. Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία. Ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.
             Ευθύς εις ήχον δ’.

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. (τετράκις).

 
Είτα το Τροπάριον. Ήχος δ’. Ο Υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Τη πολυσόφω και κλυτή Αθληφόρω, Αικατερίνη τη του Κτίσαντος νύμφη, προσέλθωμεν οι πάσχοντες βοώντες εκ ψυχής. Μάρτυς αξιάγαστε, εξελού τους σους δούλους, της παρούσης θλίψεως, και μελλούσης ανάγκης. Συ γαρ μεγίστην έχεις προς Χριστόν, και παρρησίαν, σεμνή και οικείωσιν.

                      
Θεοτοκίον.

Ου σιωπήσωμεν ποτέ Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι. Ειμή γαρ συ προ’ί’στασο πρεσβέύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; Τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν Δέσποινα εκ σου, σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.

             
Είτα τον Ν’ Ψαλμόν.

Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου. Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με. Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός. Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ

αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και Πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου, αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου. Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν έδωκα αν, ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην, και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.

  
Είτα αρχόμεθα του κανόνος. «Αικατερίνης σωθείημεν πρεσβείαις. Αμήν».

  
Ωδή Α’. Ήχος πλ. δ’. Υγράν διοδεύσας.

Ακήρατε νύμφη του Ιησού, πρόσχες ουρανόθεν, και ενώτισαι τας φωνάς, των πίστει θερμή σοι προσιόντων, Αικατερίνα και δος τα αιτήματα.

Ιλέω σου όμματι ευμενώς, ίδε καλλιμάρτυς, της ψυχής μου την συντριβήν, και όρεξον χείρα βοηθείας, Αικατερίνα τω σοι ατενίζοντι.

Κενώσας οργίλως ο δυσμενής , τη ψυχή μου Κόρη, την πικρίαν των ηδονών, νεκρόν με κατέστησεν αθλίως, αλλ’ ενιστάσα συ Μάρτυς με ζώωσον.

                
Θεοτοκίον.

Αγνείας ταμείον θεοειδές, και δικαιοσύνης, πρυτανείον φωτολαμπές, Αγνή θεοχώρητε Παρθένε, αγίασόν μου και σώμα και έννοιαν.

     Ωδή Γ’. Συ ει το στερέωμα.

Τείχος οχυρώτατον, Αικατερίνα πανθαύμαστε, γενού ημίν, τοις προσδεχομένοις, την θερμήν σου αντίληψιν.

Έξαρον την θλίψιν μου, και την πικρίαν των πόνων μου, εις αληθή, χαρμονήν μετάθες, και γλυκείαν ανάψυξιν.

Ρώσιν πολυπόθητον, τοις ασθενέσι χορήγησον, νύμφη Χριστού, και τοις τεθλιμμένοις, την τερπνήν αγαλλίασιν.
                                                                   
                   Θεοτοκίον.

Ίασιν και λύτρωσιν, ευλογημένη Πανάμωμε, δίδου ημίν, τοις υμνολογούσι, της σης δόξης το μέγεθος.

Διάσωσον Παρθενομάρτυς του ψόγου Αικατερίνα, εκ ποικίλων αρρωστημάτων και θλίψεων, τους εξαιτούντας την θείαν σου προστασίαν.

Επίβλεψον εν ευμενεία Πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.

Είτα μνημονεύει ο Ιερεύς, δι’ ους η παράκλησις γίνεται, και ψάλλομεν το, Κύριε ελέησον, ιε’.

  Ο Ιερεύς.
Ότι ελεήμων... Και ευθύς λέγομεν.

      Κάθισμα. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.

Παρθένε σοφή, και Αθληφόρε ένδοξε, και νύμφη Χριστού, Αικατερίνα πάνσεμνε, κακών την απολύτρωσιν, και παντοίων πταισμάτων την άφεσιν, και τον σον νυμφίον δυσώπει παρασχείν, τοις πόθω γεραίρουσι τους άθλους σου.

           
Ωδή Δ’. Εισακήκοα Κύριε.

Νοσημάτων απάλλαξον, και οδυνηρών συντριμμάτων ανόρθωσον, τους προστρέχοντας τη σκέπη σου, ω Κατερίνα πολυδόξαστε.

Η πρεσβεία σου γένοιτο, δρόσος θυμηδίας και παρακλήσεως, τοις παλαίουσιν εν θλίψεσι, και εταζομένοις δεινοίς μάστιξοι.

Σεσωσμένους προσάγαγε, τω τερπνώ νυμφίω σου Καλλιπάρθενε, τους εκ χώρας παραβάσεων, τεταπεινωμένους επανήκοντας.

Στεναγμοίς τε και δάκρυσιν, επικαμπτομένη τοις των προσφύγων σου, τας οδύνας τούτων κούφισον, ω Αικατερίνα τη ση χάριτι.

                  
Θεοτοκίον.

Ωραιώθης κυήσασα, τον ωραίον κάλλει Χριστόν, Πανάμωμε, ου καμού τοις ωραιότησι, θέλξον πανολβίως την διάνοιαν.

             
Ωδή Ε’. Φώτισον ημάς.

Θραύσον την ισχύν του δολίου πολεμήτορος, του επιτιθεμένου καθ’ ημών, μανικώς Αικατερίνα καλλιπάρθενε.

Έκχεον ημίν, πρεσβειών σου την χρηστότητα, και υγίασον ημάς ολοτελώς, τους κατ’ άμφω ασθενούντας σεμνοπάρθενε.

Ίδοιμι σεμνή, εν καιρώ των περιστάσεων, την θερμήν σου και ταχείαν αρωγήν, μεταβάλλουσαν των πόνων την τραχύτητα.

               
Θεοτοκίον.

Η τον αγαθόν, σωματώσασα δι’ έλεος, την αθλίαν μου οικτείρησον ψυχήν, και αγάθυνον αυτήν θεοχαρίτωτε.

      
Ωδή ΣΤ’. Ιλάσθητι μοι Σωτήρ.

Μαρτύρων περιφανές, ως αληθώς σεμνολόγημα, Αικατερίνα σοφή, ημάς καθοδήγησον, προς τρίβον σωτήριον, θείων μαρτυρίων, του λαμπρώς σε μεγαλύναντος.

Εκ πλήθους αμαρτιών, εις πλήθος θλίψεων έφθασα και καταιγίδες κακών, νυν περιδονούσι με, αλλά συ προφθάσασα, ω Μεγαλομάρτυς, της ορμής με λύτρωσαι.

Νεκρώσασα αληθώς, ταις ζωηφόροις πρεσβείαις σου, σαρκός μου τας εκτροπάς, την ψυχήν μου ζώωσον, και ταύτην καρδίωσον, προς ζωής αρίστης, αναβάσεις μεγαλώνυμε.

   


                 Θεοτοκίον.

Ποικίλοις περισπασμοίς, και πειρασμοίς περιπέπτωκα, του ψεύδους τας απαρχάς, ο τάλας δρεπόμενος, αλλ’ ω Αειπάρθενε, συ επάκουσόν μου, και ειρήνευσον τον βίον μου.

Διάσωσον Παρθενομάρτυς του ψόγου Αικατερίνα, εκ ποικίλων αρρωστημάτων και θλίψεων, τους εκζητούντας την θείαν σου προστασίαν.

Άχραντε, η δια λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

 
Ο Ιερεύς μνημονεύει ως δεδήλωται. Και μετά την εκφώνησιν ψάλλεται.

 
Κοντάκιον. Ήχος β’. Ευσπλαχνίας υπάρχουσα.

Ευσπλαχνία χρωμένη ω σεμνή, ευμενώς τας ικεσίας ημών ενωτίζου, όρεξον ημίν την σην αντίληψιν, βλύσον των χαρίτων σου τα ρεύματα, τοις σοι καταφεύγουσιν, εκ πόθου εκάστοτε, Αικατερίνα Μαρτύρων αγαλλίαμα.

Προκείμενον: Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου.

Στίχος: Και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου.

 
Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Μάρκον. (Ε’. 4-34).

Τω καιρώ εκείνω ηκολούθει τω Ιησού όχλος πολύς, και συνέθλιβον αυτόν. Και γυνή τις, ούσα εν ρύσει αίματος έτη δώδεκα, και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών, και δαπανήσασα τα παρ` εαυτής πάντα, και μηδέν ωφεληθείσα, αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα, ακούσασα περί του Ιησού, ελθούσα εν τω όχλω όπισθεν, ήψατο του ιματίου αυτού, έλεγε γαρ. Ότι, καν των ιματίων αυτού άψωμαι, σωθήσομαι. Και ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής, και έγνω τω σώματι ότι ίαται από της μάστιγος. Και ευθέως ο Ιησούς επιγνούς εν εαυτώ την εξ αυτού δύναμιν εξελθούσαν, επιστραφείς εν τω όχλω έλεγε: Τις μου ήψατο των ιματίων; Και έλεγον αυτώ οι μαθηταί αυτού. Βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε, και λέγεις, τις μου ήψατο; Και περιεβλέπετο ιδείν την τούτο
ποιήσασαν. Η δε γυνή, φοβηθείσα και τρέμουσα, ειδυία ό γέγονεν επ` αυτή, ήλθε, και προσέπεσεν αυτώ, και είπεν αυτώ πάσαν την αλήθειαν. Ο δε είπεν αυτή. Θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε, ύπαγε εις ειρήνην, και ίσθι υγιής από της μάστιγός σου.

   
Δόξα. Ταις της Αθληφόρου…

   
Και νυν. Ταις της Θεοτόκου…

      
Στίχος. Ελέησόν με ο Θεός…                                                         

 Προσόμοιον. Ήχος πλ. β`. Όλην αποθέμενοι…

Μάρτυς καλλιπάρθενε, Αικατερίνα Θεόφρον, άνθος καθαρότητος και σοφίας όργανον, παναρμόνιον, των δεινών ρύσαι με, και σκολιωτάτην, σοφισμάτων του αλάστορος, και εν σεμνότητι, και δικαιοσύνη πορεύεσθαι, αξίωσόν με δέομαι, εν τω βίω τούτω τω ρέοντι, ως αν θεαρέστως, βιώσας των αγήρων αγαθών, μέτοχος γένωμαι ένδοξε, τη θερμή δεήσει σου.

              
Ωδή Ζ`. Παίδες Εβραίων.

Ρείθροις πηγών εκ σωτηρίου, καταπρά`υ`νον παθών μου τας καμίνους, και προς ύδωρ τερπνόν, ζωής και απαθείας, Αικατερίνα πάνσοφε, ίθυνόν με ταις ευχαίς σου.

Έχουσα Μάρτυς παρρησίαν, τω νυμφίω σου Χριστώ τω Ζωοδότη, μη ελλίπης αεί, θερμώς καθικετεύειν, Αικατερίνα πάνσοφε, υπέρ των σοι προσιόντων.

Σύναψον Μάρτυς τη αγάπη, και απλότητι και τη φιλαδελφία, τους την σήν ευλαβώς, αιτούντας μεσιτείαν, και των σκανδάλων κόπασον, άπασαν οχλαγωγίαν.

Βλέμματι Μάρτυς φιλευσπλάχνω, κατοικτείρησον ημάς χειμαζομένους, και ειρήνην στερράν, και ψυχικήν γαλήνην, Αικατερίνα βράβευσον, τοις πιστώς σε ευφημούσι.

               
Θεοτοκίον.

Έλαιον θείων οικτιρμών σου, και χρηστότητος τον γλυκερόν χειμάρρουν, τοις εν πόνοις πολλοίς, δεινώς οδυνωμένοις, επόμβρησον Πανάμωμε, ως κρουνός της ευσπλαχνίας.

               
Ωδή Η`. Τον Βασιλέα.

Ισχύν και ρώμην, κατά παθών ολεθρίων, τη πρεσβεία σου Αικατερίνα δίδου, τοις υπερυψούσι, τον σε ενισχυκότα.

Άνωθεν σκέπεις, τους ατενίζοντας Μάρτυς, προς την ένθερμον και κραταιάν σου σκέπην, τούτους λυτρουμένη, πολυειδών κινδύνων.

Ίλεων Μάρτυς, και ευμενή τοις σοίς δούλοις, τον νυμφίον σου θες ω Αθληφόρε, ως πολλά προς τούτον, ισχύουσα θεόφρον.
                                                                 
                     Θεοτοκίον

Σωτηριώδη καταφυγήν εύ ειδώς σε, την ελπίδα μου της σωτηρίας Κόρη, τη σή δυναστεία, ανέθηκα εις τέλος.

         
Ωδή Θ`. Κυρίως Θεοτόκον

Αγγέλων συμπολίτις, Αικατερίνα ούσα, μη διαλίπης ημάς εποπτεύουσα, τους ακλινεί διανοία σοι προσανέχοντας.

Μαστίγων ψυχοφθόρων, και πάσης επηρείας, αμεταπτώτους ημάς διαφύλαττε, Αικατερίνα Θεόφρον αξιοθαύμαστε.

Ηλίου του αδύτου, την αίγλην δεχομένη, Αικατερίνα Παρθένων ωράϊσμα, την της ψυχής μου σκοτόμαιναν αποδίωξον.

                  
Θεοτοκίον.

Ναόν με φωτοφόρον, της θείας επιπνοίας, δι` εναρέτου ζωής Κόρη έργασαι, τον αληθή Θεοτόκον ομολογούντά σε.

        
Και ευθύς ψάλλομεν το.

Άξιόν έστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την Αειμακάριστον, και Παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών. Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και Ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνωμεν.

Ο Ιερεύς θυμιά το Άγιον Θυσιαστήριον, τας Αγίας Εικόνας, και τον Λαόν, ή τον οίκον όπου ψάλλεται η παράκλησις και ημείς ψάλλομεν τα παρόντα μεγαλυνάρια.

Χαίρε της σοφίας μύστις λαμπρά, και της ευσεβείας δημηγόρος περιφανής. Χαίροις παρθενίας, η εύπνους μυροθήκη, Αικατερίνα Μάρτυς, αξιοθαύμαστε.

Σώματος εμπρέπουσα καλλονή, καλή και ωραία, αναδείχθης και την ψυχήν, τω ωραίω κάλλει, υπέρ υιούς ανθρώπων, και τούτω ενυμφεύθης αφθόρως ένδοξε.

Χαίροις καλλιπάρθενε ευκλεής,χαίροις των Παρθένων, και Μαρτύρων η κορωνίς. Χαίροις του Σωτήρος, η πανολβία νύμφη, σεμνή Αικατερίνα ημών βοήθεια.

Της Αλεξανδρείας ώφθης βλαστός, και Σιναίου όρους, αντιλήπτωρ και αρωγή, και πάσης Εκκλησίας, λαμπάς τηλαυγεστάτη, Αικατερίνα άνθος αγνείας εύοσμον.

Πρόσωπον προς πρόσωπον τον Χριστόν, αγλαώς ορώσα, τον νυμφίον σου τον σεπτόν, αυτόν εκδυσώπει, σοφή Αικατερίνα, ημίν παρασχεθήναι, πταισμάτων άφεσιν.

Σκέπη και αντίληψις και φρουρός, έσο Αθληφόρε, τοις τιμώσί σε ευλαβώς, νόσων και κινδύνων, και πάσης άλλης βλάβης, ημάς εκρυομένη, ταις ικεσίαις σου.

Πάσαι των Αγγέλων…

                                                                
Τρισάγιον.

                                   Το Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α`. Τον Συνάναρχον Λόγον.

Την Πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν, Αικατερίναν την θείαν και πολιούχον Σινά, την βοήθειαν ημών και αντίληψιν, ότι εφίμωσε λαμπρώς, τους κομψούς των ασεβών του Πνεύματος τη δυνάμει. Και νυν ως Μάρτυς στεφθείσα, αιτείται πάσι το μέγα έλεος.

                                    
Είτα Προσόμοιον. Ήχος Β`, Ότε εκ του ξύλου.

Μάρτυς καλλιπάρθενε Χριστού, νύμφη ευκλεής του Σωτήρος, Αικατερίνα σοφή, σώζε τους ικέτας σου, εκ πάσης θλίψεως, και δεινών περιστάσεων, και νόσων και πόνων, και πάσης φαυλότητος του κοσμοκράτορος. Σού γαρ η πρεσβεία μεγίστην, κέκτηται ισχύν Αθληφόρε. Μη ουν υπερίδης τους τιμώντας σε.

ΠΗΓΗ: www.analogion.com/forum

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Γνωρίζω ότι ο φύλακας 'Αγγελος που έχουμε, μας προστατεύει και μας οδηγεί.
Όταν προσευχόμαστε για κάποιον, ο 'Αγγελός μας αστραπιαία μπορεί να βοηθήσει, να πληροφορήσει, να φυλάξει αυτόν για τον οποίο προσευχόμαστε.

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς


    Κάποιοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ σκήτη ξεκίνησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπὸν σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πᾶνε καὶ σ᾿ αὐτὸ βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νὰ πάει ἐκεῖ. Δὲν τὸν γνώριζαν ὅμως αὐτὸν οἱ ἀδελφοί. Καθισμένοι λοιπὸν μέσα στὸ καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα Πατέρων ἢ ρητὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ ἀνάμεσα γιὰ τὸ ἐργόχειρό τους. Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σὰν βγῆκαν στὸ λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καὶ ὁ Γέροντας πήγαινε πρὸς τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο.
Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τοὺς εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Καλὴ συνοδεία βρήκατε τὸν Γέροντα αὐτόν». Καὶ στὸν Γέροντα εἶπε: «Καλοὺς ἀδελφοὺς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Καλοὶ βέβαια εἶναι, ἀλλὰ ἡ αὐλή τους δὲν ἔχει πόρτα, καὶ ὅποιος θέλει μπαίνει στὸν στάβλο καὶ λύνει τὸ γαϊδούρι».
Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ὅ,τι ἐρχόταν στὸ στόμα τους, τὸ ἔλεγαν.

***

    Ὁ ἴδιος βάδιζε κάποτε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, καὶ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς βρῆκε πάνω στὸν δρόμο ἕνα μικρὸ ἀρακὰ χλωρὸ καὶ λέει στὸν Γέροντα:
«Πάτερ, μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ τὸ πάρω αὐτό;»
Τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Ἐσὺ τὸ ἔβαλες ἐκεῖ;»
«Ὄχι» ἀπαντᾷ ὁ ἀδελφός.
«Και πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ πάρεις -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσύ;»

***

     Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔτρωγε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ὅταν ἔφτανε τὸ Πάσχα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Οἱ ἀδελφοὶ τρῶνε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ἐγὼ ὅμως ὀφείλω νὰ κάνω λίγο κόπο γιὰ τὸ Πάσχα καὶ ἐπειδὴ τὶς ἄλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα ποὺ εἶναι Πάσχα θὰ κάνω τὸν κόπο νὰ τρώγω ὄρθιος».

***

     Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στὰ Κελλία καὶ δὲν σήκωσε ποτὲ τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὴ στέγη τῆς ἐκκλησίας.

***

    Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ζήνωνα ὅτι βαδίζοντας κάποτε στὴν Παλαιστίνη κουράστηκε καὶ ἔκατσε νὰ φάει κοντὰ σ᾿ ἕναν κῆπο μὲ ἀγγουριές.
Καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός του: «Πάρε ἕνα ἀγγουράκι καὶ φᾶγε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Οἱ κλέφτες πᾶνε στὴν κόλαση».
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ στάθηκε μέσα στὸν καύσωνα πέντε μέρες. Καὶ ἀφοῦ τσιγαρίσθηκε, εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω τὴν κόλαση».
Λέγει τότε στὸν λογισμό του: «Ἂν δὲν μπορεῖς, μὴν κλέβεις γιὰ νὰ τρῶς».

***

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΕ´ (Θ´ ΛΟΥΚΑ)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΕ´ (Θ´ ΛΟΥΚΑ)



Ἡ με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τήν. Ἀρ­χίπ­που, Φι­λή­μο­νος, Ὀ­νη­σί­μου ἀ­πο­στό­λων· Κι­κι­λί­ας μάρ­τυ­ρος καὶ τῶν σὺν αὐ­τῇ (†230). Κλή­μεν­τος καὶ Σι­σι­νί­ου ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων.




ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ


Τ Ἀ­να­στά­σι­μον. Ἦ­χος πλ. δ.

ξ ὕ­ψους κα­τῆλ­θες Εὔ­σπλαγ­χνος, τα­φὴν κα­τε­δέ­ξω τρι­ή­με­ρον, ἵ­να ἡ­μᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σῃς τν πα­θῶν. ζω­ὴ κα ἀ­νά­στα­σις ἡ­μῶν, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι.

Δό­ξα. Τὸ αὐ­τό. Καὶ νῦν. Τῆς ἑ­ορ­τῆς. Ἦ­χος δ´.

Σή­με­ρον τῆς εὐ­δο­κί­ας Θε­οῦ τὸ προ­οί­μι­ον, καὶ τῆς τῶν ἀν­θρώ­πων σω­τη­ρί­ας ἡ προ­κή­ρυ­ξις· ἐν Να­ῷ τοῦ Θε­οῦ, τρα­νῶς ἡ Παρ­θέ­νος δεί­κνυ­ται, καὶ τὸν Χρι­στὸν τοῖς πᾶ­σι προ­κα­ταγ­γέλ­λε­ται. Αὐ­τῇ καὶ ἡ­μεῖς, με­γα­λο­φώ­νως βο­ή­σω­μεν· Χαῖ­ρε τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, τοῦ Κτί­στου ἡ ἐκ­πλή­ρω­σις.


 ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
 
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΕ΄ ΛΟΥΚΑ 



 

 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ


Προ­κεί­με­νον. Ἦ­χος πλ. δ´. (Ψαλ­μὸς οε´).

Εὔ­ξα­σθε καὶ ἀ­πό­δο­τε Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ ἡ­μῶν.
Στίχ. Γνω­στὸς ἐν τῇ Ἰ­ου­δαί­ᾳ ὁ Θε­ός, ἐν τῷ Ἰσ­ρα­ὴλ μέ­γα τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ.
Πρὸς Ἐ­φε­σί­ους Ἐ­πι­στο­λῆς Παύ­λου τὸ Ἀ­νά­γνω­σμα.

(Ἐφ. δ´ 1-7)

­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς ἐ­γὼ ὁ δέ­σμι­ος ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­ξί­ως πε­ρι­πα­τῆ­σαι τῆς κλή­σε­ως ἧς ἐ­κλή­θη­τε, με­τὰ πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καὶ πρᾳ­ό­τη­τος, με­τὰ μα­κρο­θυ­μί­ας, ἀ­νε­χό­με­νοι ἀλ­λή­λων ἐν ἀ­γά­πῃ, σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖν τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης. Ἓν σῶ­μα καὶ ἓν Πνεῦ­μα, κα­θὼς ἐ­κλή­θη­τε ἐν μι­ᾷ ἐλ­πί­δι τῆς κλή­σε­ως ὑ­μῶν· εἷς Κύ­ρι­ος, μί­α πί­στις, ἓν βά­πτι­σμα· εἷς Θε­ὸς καὶ πα­τὴρ πάν­των, ὁ ἐ­πὶ πάν­των, καὶ δι­ὰ πάν­των, καὶ ἐν πᾶ­σιν ἡ­μῖν. Ἑ­νὶ δὲ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τὸ μέ­τρον τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀλ­λη­λού­ϊ­α (γ´). Ἦ­χος πλ. δ´. (Ψαλ­μὸς δ´).

Στίχ. Δεῦ­τε ἀ­γαλ­λι­α­σώ­με­θα τῷ Κυ­ρί­ῳ, ἀ­λα­λά­ξω­μεν τῷ Θε­ῷ τῷ σω­τῆ­ρι ἡ­μῶν.
Προ­φθά­σω­μεν τὸ πρό­σω­πον αὐ­τοῦ ἐν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σει καὶ ἐν ψαλ­μοῖς ἀ­λα­λά­ξω­μεν αὐ­τῷ.




ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ

 

 

 

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κυ­ρι­α­κῆς Θ´ Λου­κᾶ.


Ἐκ τοῦ κα­τὰ Λου­κᾶν (ιβ´ 16-21).

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν ἡ χώ­ρα· καὶ δι­ε­λο­γί­ζε­το ἐν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τί ποι­ή­σω, ὅ­τι οὐκ ἔ­χω ποῦ συ­νά­ξω τοὺς καρ­πούς μου; Καὶ εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τὰς ἀ­πο­θή­κας καὶ μεί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, καὶ συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάν­τα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, Καὶ ἐ­ρῶ τῇ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κεί­με­να εἰς ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­παύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φραί­νου. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Θε­ός· ἄ­φρον, ταύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡ­τοί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; Οὕ­τως ὁ θη­σαυ­ρί­ζων ἑ­αυ­τῷ καὶ μὴ εἰς Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κού­ειν, ἀ­κου­έ­τω.
Δό­ξα σοι, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι.
 
ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ









ΠΗΓΕΣ: http://iskiriaki.com/wordpress/
              http://www.pmeletios.com/newSite/index.php
              www.analogion.com/forum/
              https://www.youtube.com/watch?v=nzUmzwjAI98

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

ΤΑ "ΕΙΣΟΔΙΑ" ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΤΑ "ΕΙΣΟΔΙΑ" ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

"ἑνὸς δέ ἐστι χρεία" (Λουκ. ι΄, 42)

Απόσπασμα από την ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτη Κέρκυρας και Παξών                Πολυκάρπου Βαγενά, 21 Νοεμβρίου 1971

       Πολλά αγαθά. Όλα μπορεί να τα έχει κανένας. Όταν το απαραίτητο οξυγόνο τού λείψει, τί να τα κάνει τα άλλα; Αχρειάστα του είναι όλα και ανώφελα.Όσο πολύτιμα κι αν είναι, καμία αξία δεν έχουν γι΄αυτόν. Αναμφισβήτη η αλήθεια αυτή. Εντούτοις τη λησμονούμε. Μας προσγειώνει όμως η σκληρή πραγματικότητα...Χωρίς οξυγόνο ζωή δεν υπάρχει.
       Αυτό που είναι αυταπόδεικτο για την υλική, τη σωματική ζωή έχει την αναλογία του γενικότερα στον άνθρωπο και την υπόστασή του. Υπάρχει ένα αλλιώτικο πνευματικό οξυγόνο, που χωρίς αυτό καταντάει ο άνθρωπος στου ζώου του αλόγου το επίπεδο. Είναι η επικοινωνία με τον Θεό. Αν δεν αναπνεύσει με την πνευματική του υπόσταση την παρουσία του Θεού, παύει να ζει και να νοιώθει σαν άνθρωπος....
     "Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν". Ότι φάμε και ότι υλικό και σαρκικό απολαύσουμε. Σαν πεθάνουμε, όλα θα τελειώσουν. Θα σβήσουν. Τίποτα δεν υπάρχει. Με τον τρόπο αυτό καταντάνε να γίνονται σάρκες μόνο αυτοί οι άνθρωποι. Και να υπόκεινται στο νόμο της ύλης και της φθοράς. Καθώς τα υλικά πράγματα, τα άψυχα, σαπίζουν. Χάνουν το ενδιαφέρον για κάτι το ικανοποιητικό. Ρίχνονται στις απολαύσεις τις υλικές. Περιορίζουν τη ζωή σε στενά όρια. Δεν τους απασχολούν τα ιδανικά, η αρετή. 
    Κοντά σε αυτούς (οι οποίοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ψυχή) υπάρχουν και οι άλλοι που δεν θέλουν να αγνοούν την αξία της αρετής. Μα θέλουν να τη βλέπουν σαν αναγκαίο κακό. Ψυχρά και με μια ξηρή νομοτέλεια. Τη θεωρούν απαραίτητη όσο τους ωφελεί. Έστω και σαν στοιχείο καλής οργανώσεως της κοινωνίας. Σαν κάτι που θα συγκρατήσει τους άλλους, για να μην αποβούν λύκοι ασυλλόγιστοι και καταστροφικοί. Κάτι σαν χαλινάρι. Για τους άλλους προπαντός. Γιατί οι ίδιοι σαν τους βλάπτει, σαν τους εμποδίζει στην ανάπτυξη των συμφερόντων τους, την καταπατούν. Χωρίς Θεό, χωρίς καρδιά και σπλαχνικότητα, χωρίς αρετής επιδίωξη και ιδανικά γίνεται απάνθρωπη η ζωή.  
    Όσο κι αν έχει προσανατολιστεί και προσαρμοστεί όμως ο άνθρωπος σε μια τέτοια νοοτροπία, δε μένει ήσυχος. Τον κατατρώγει μέσα του ένα κενό. Ένα βασανιστικό κενό, γιατί η ψυχή, κι αν δεν την πιστεύουν, υπάρχει. Ζει και απαιτεί. Σαν περιγρονείται και μένει ανικανοποίητη διαμαρτύρεται. Καθώς το σώμα που μένει νηστικό, τυραννιέται από το βασανιστικό αίσθημα της πείνας, έτσι και η ψυχή που δεν τρέφεται και δεν αναπνέει. Μένει καχεκτική και βασανίζει με τις ανάγκες της τον άνθρωπο. Μια εκδήλωσή της είναι η συνείδηση, Η συνείδηση που διαμαρτύρεται, που ελέγχει....
    Ευτυχώς όμως και στον πιο πωρωμένο, στον πιο σαρκικό άνθρωπο, στον πιο εγκληματικό τύπο η πολύτιμη αυτή φωνή, η πολύτιμη αυτή μαρτυρία της παρουσίας του Θεού μέσα στην ύπαρξη μας δε νεκρώνεται. Μπορεί να εξασθενίζει. Κι όσο δεν την προσέχουμε, τόσο πιο αμυδρή και ανίσχυρη γίνεται. Αλλά δεν πεθαίνει...Είναι αναγκαίο για αυτό να προλαμβάνει κανένας. Να φροντίζει να συμμορφώνεται με της συνειδήσεως του τη φωνή....Αρκεί να θεωρήσουμε, καθώς και είναι, πρώτα απ'όλα το Θεό, την ψυχή μας.
    Την ώρα που αργά ή γρήγορα, ομαλά και ειρηνικά ή βίαια, θα φεύγουμε απο τον κόσμο αυτό το φθαρτό, ένα μόνο θα μας χρειάζεται, ένα θα μας απασχολεί. Ο Θεός και η ψυχή μας. "ἑνὸς δέ ἐστι χρεία"....
    Ας μην περιμένουμε καθόλου, αδελφοί μου, να φτάσουμε στην δύσκολη ώρα, στην επικίνδυνη στιγμή, για να αντιληφτούμε ποιο είναι εκείνο στο οποίο αξίζει να δώσουμε την προσοχή και την φροντίδα μας όλη. Ίσως τότε να είναι αργά. Είναι ανάγκη από πριν να έχει κανένας στηριγμένη στο Χριστό την ελπίδα του. Να καταλάβουμε από τώρα τι μας χρειάζεται. Που βρίσκεται η σωτηρία. 
     "τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;" Ας το καταλάβουμε, αδερφοί μου, και ας φανούμε συνεπείς. Αν αγαπάμε τον ευατό μας. Αν θέλουμε το παραγματικό μας συμφέρον. "ἑνὸς δέ ἐστι χρεία". Ας το προσέξουμε.
          

ΠΗΓΗ: ΕΛΘΕΤΩ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ (2) Μακαριστού Μητροπολίτου Κέρκυρας κ΄ Παξών Πολυκάρπου Βαγενά