Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ...απόσπασμα

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ...απόσπασμα

    Το είχε  ονειρευτεί να γίνει γιατρός και μάλιστα χειρουργός. Γιατί ο χειρουργός το δείχνει θεαματικά, πως είναι στ' αλήθεια γιατρός, πως θεραπεύει την αρρώστια, διώχνει το θάνατο και δεν τον αφήνει να εγκατασταθεί στο πονεμένο ή τσακισμένο σώμα. Κι έγινε γιατρός. .......Ωραία και πώς περνάνει τα Χριστούγεννα μέσα στο Νοσοκομείο;
    Κάθεται και φτιάχνει το πρόγραμμα της μεγάλης ημέρας. Τη θεία Λειτουργία την παρακολούθησε από το ραδιόφωνο και, για να λέει την αλήθεια, την αισθάνθηκε. Μοναχός του ήταν στο γραφείο, έκαμε το γραφείο Ιερό Ναό. Όταν ήταν να σταθεί όρθός, όταν ήταν να σκύψη το κεφάλι, "έκλινε την κεφαλήν", όταν ήταν να κάμει το σταυρό του, έκανε το σταυρό του, στην καθαγίαση των τιμίων Δώρων κι εγονάτισε. 
    Η μόνη έλλειψη είναι, που δεν εκοινώνησε...Επισκέπτεται τον κάθε θάλαμο, χαιρετάει θερμά τον κάθε άρρωστο, θέλει να του μεταδώσει από την ιερή χαρά του από την ειρήνη της καρδιάς του.
    Γυρίζει στο γραφείο του. Κάθεται να πάρει ανάσα. Έρχεται η προϊσταμένη αδελφή. Τον κοιτάει  και δεν μιλάει. 
- Τί συμβαίνει αδελφή;
- Εκείνος ο Γιώργης από τα Λακκέϊκα...
-...Τον φοβάμαι.Χάνει αίμα...Πολύ αίμα, γιατρέ. Ο κ. Διευθυντής είχε πει ότι...
- Ναι ξέρω τι είχε πει. αλλά τώρα, τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, να λειτουργήσει χειρουργείο!...Και η περίπτωση από τις δύσκολες δύσκολη. το μικρότερο αστόχημα και με την εξάντληση ποχει, μπορεί να του στοιχίσει τη ζωή...
- Ελάτε να τον δείτε και τότε...
Επήγε και τον είδε τον άρρωστο. Η κατάσταση απελπιστική. Και κοντά στα άλλα είχε σπάσει το ηθικό του ανθρώπου. 
- Θα πεθάνω γιατρέ;!
-Τί είπες; Θα πεθάνεις; Μα σήμερα γιορτάζουμε τη Γέννηση του Χριστού. Και ο Χριστός είναι η ζωή. Θα ζήσης, μόνο που πρέπει να προχωρήσουμε αμέσως και χωρίς αναβολή σ' επέμβαση. Το δέχεσαι; Η γυναίκα του αρρώστου αποκαμωμένη άκουγε το νέο γιατρό. 
- Ό,τι πει η επιστήμη, να γίνει, του απάντησε. 
- Η επιστήμη...επανέλαβε το λόγο της ο γιατρός. Θα βοηθήσει ο Χριστός...

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

    Και βέβαια ενίκησε. Ο ίδιος το ξέρει το πώς και γιατί ενίκησε ή καλύτερα ποιός ενίκησε.
    Αλλά να δώσουμε και μεις τις εξηγήσεις μας:
    Τα Λακκέϊκα ήταν μικρός οικισμός, κάπου δεκαπέντε σπίτια, μια ώρα απόσταση από το Ηλειακό κεφαλοχώρι. Εκεί είχε γεννηθεί η Θύμια, η μάννα του γιατρού. Θαναι κάπου εξήντα χρονών η γυναίκα. Αλλά σωστός άνθρωπος. Μ'άλλα λόγια, άνθρωπος με πίστη και συνέπεια στη ζωή της. Η Θύμια πολύ νέα έφυγε με το γονιό της κι ήρθε και εγκαταστάθηκε στη μεγάλη Πάτρα. Κι έφυγε, γιατί ο γείτονάς τους ο Γκριζόλυκος τους είχε κάμει το βίο αβίωτο. Το είχε αδικήσει δίχως αιτία κι αφορμή το σπίτι της Θύμιας ο Γκριζόλυκος. Τους ανάγκασε τους ανθρώπους μισοτιμής να δώσουν το βιος τους - κι ήταν ένα περιβόλι, ένα αμπέλι, ένα λιοστάσι...-και να πάρουν τα μάτια τους να φύγουν. Βέβαια ο Θεός τους προστάτεψε. Η Θύμια γλήγορα αποκαταστάθηκε στην Πάτρα, επήρε άνδρα της εργατικόν άνθρωπο, που, κι αν βάστηκε να μετακομίση στην άλλη ζωή, της άφησε όμως δύο χαριτωμένα αγοράκια, που της πρόκοψαν. Να, το ένα ο γιατρός μας, ο χειρουργός. Αυτή η μάννα, κατά την συνήθειαν ποχουν οι μαννάδες, κάθεται και διηγείται στα παιδιά της τις δυσκολίες, που συνάντησε στη ζωή της. Μιλάει και για ταγαπημένα της Λακκέϊκα, τον όμορφο τόπο, απ'όπου τους έδιωξε ο Γκριζόλυκος ο γείτονας και λίγο συγγενής. Και η μάννα, δείχνοντας πάντα τη χριστιανική της ψυχή, το εξομολογείται στα παιδιά της, πως δεν εκράτησε κακία στους Γκριζόλυκους, πως στα μνημονέματα, που δίνει στον παπά, γράφει και το όνομα του άδικου γείτονα. Και η μάννα ακόμη τ'αφήνει, έλεγε, ευχή στα παιδιά της, αν το μπορέσουν κάποτε, να κάμουν καλό στο σπίτι που τους φέρθηκε έτσι σκληρά και τόσο τους έβλαψε.     
Διαβάζοντας το ιστορικό του αρρώστου του ο γιατρός μας το είδε πως τούτος, που κινδύνευε τον έσχατο κίνδυνο ήταν Γκριζόλυκος, ήταν από τα Λακκέϊκα. Και το ήθελε να ευχαριστήσει τη μάνα του πηγαίνοντας της την είδηση, πως ο γυιός της έσωσε τη ζωή του Γκριζόλυκου, λέει!...
Ώ, η χαρά η του πιστού γιατρού, ώ η χαρά της χριστιανής μάνας του γιατρού!... Όταν ο άρρωστος πήρε το καλύτερο, ήρθε η γυναίκα με την αγάπη της και τα δώρα της να του κάμει την επίσκεψή της.
- Έμαθα πως είναι χωριανός μου και μακρινός συγγενής μου από τα Λακκέϊκα άρρωστος και ήρθα να τον ιδώ.
- Από τα Λακκέϊκα είσαι συ;
- Από τα Λακκέϊκα, καθόμαστε πλάϊ στον Άη-Γιώργη, χαμηλά στα περιβόλια, στη γέννα, που λέγανε τον τόπο.
- Πλάϊ στον Άη-Γιώργη καθόμαστε και μεις. Πώς σας λένε;
- Τώρα που πανδρεύτηκα, άλλαξα επίθετο, τότε λεγόμουνα και γραφόμουνα Δροσερού.
- Δροσερού!...Μην είσαι η ...Θύμια; 
- Η Θύμια είμαι και συ είσαι ο Γιώργης, έτσι;
- Έτσι ... Και...Πώς!;...
- Γιατί ήρθα; Μ'αφού ο χωριανός μου είναι άρρωστος; Κι αφού τον κουράρει ο γυιός μου;
- Είσαστε η μάννα του γιατρού, του κ. Μίλκα;
- Η μάννα του.
Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.
- Και μας έχεις συχωρέσει;
- Μ'αφού είμαστε Χριστιανοί, κάνει να κρατάμε βάρος στην καρδιά μας γι'άλλον Χριστιανό; Τότε τί Χριστιανοί θα είμαστε;

  Ακολούθησε σιωπή για κάμποσο κι ο άρρωστος, σα συνήρθε, είπε το λόγο του, λόγο με νόημα.
- Καταλαβαίνω τι θέλετε από μένα.
- Τι θέλω, αδερφέ μου Γιώργη;
-Να...κι εγώ να γίνω Χριστιανός!...

ΠΗΓΗ: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
            ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Χ. ΜΠΑΣΤΑ
            ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΩΤΗΡ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου