Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Γιὰ τὴν κατάνυξη

 
Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε: «Μέχρι τὸν λαιμὸ εἶμαι βυθισμένος σὲ βοῦρκο καὶ κλαίω μπροστὰ στὸν Κύριο λέγοντας: Ἐλέησέ με».

 ***

 Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα, ὅτι ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἑνὸς πουλιοῦ.
Δὲν ἀπόκτησε ποτὲ κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ οὔτε ἔμεινε σὲ κελί, ἀλλὰ τυλιγμένος ἕνα σεντόνι καὶ κρατώντας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο τριγυρνοῦσε ἔtσι σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβρισκαν νὰ κάθεται στὸν δρόμο ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ νὰ κλαίει γοερὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν:
«Γέροντα, γιατί κλαῖς ἔτσι;»
Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε:
«Ὁ Κύριός μου, μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πλούτη του, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἔχασα, γι᾿ αὐτὸ θέλει νὰ μὲ τιμωρήσει».
Ἐκεῖνοι, σὰν τὸν ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μιλάει γιὰ χρυσάφι καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔριχναν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν:
«Ἀδελφέ, δέξου το αὐτὸ καὶ φάε, ὅσο γιὰ τὰ πλούτη ποὺ ἔχασες, ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σοῦ τὰ στείλει».
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρινόταν: «Ἀμήν».

***

Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική:
«Αὐτοὺς ποὺ πρωτοέρχονται στὸν Θεὸ τοὺς περιμένει ἀγῶνας καὶ κόπος πολύς, ὕστερα ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀνείπωτη. Ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ θέλουν ν᾿ ἀνάψουν φωτιά, στὴν ἀρχὴ καπνίζονται καὶ τὰ μάτια τους δακρύζουν καὶ κατόπιν πετυχαίνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν. Καὶ μάλιστα ἡ Γραφὴ λέει, «ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει».
Ἔτσι πρέπει κι ἐμεῖς τὴ θεϊκὴ φωτιὰ νὰ τὴν ἀνάψουμε μέσα μας μὲ δάκρυα καὶ κόπο».

***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
«Ὁ μοναχός τη νύκτα τὴν κάνει μέρα ἀγρυπνώντας καὶ ἐπιμένοντας στὴν προσευχή. Ἔτσι κατανύσσοντας τὴν καρδιά του χύνει δάκρυα καὶ ἐπικαλεῖται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔλεος».

***

 Κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Φίλικα, ἔχοντας μαζί τους ἀνθρώπους κοσμικούς, καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ ἕνα λόγο, ἀλλὰ ὁ Γέροντας σιωποῦσε.
Καθὼς ὅμως τὸν παρακαλοῦσαν πολλὴ ὥρα, τοὺς εἶπε: «Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε κάποιο λόγο;»
Τοῦ λένε: «Ναί, ἀββᾶ», καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε:
«Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος. Ἄλλοτε, ὅταν ρωτοῦσαν τοὺς Γέροντες οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἔκαμναν ὅσα τοὺς ἔλεγαν, ὁ Θεὸς τοὺς φώτιζε πῶς νὰ μιλήσουν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτοῦν βέβαια, ἀλλὰ δὲν τηροῦν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν, ὁ Θεὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς Γέροντες τὴ χάρη κι ἔτσι δὲν βρίσκουν τί νὰ ποῦν, γιατὶ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ ἐφαρμόσει».
Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοὶ στέναξαν καὶ εἶπαν: «Ἀββᾶ, προσευχήσου γιὰ μᾶς».

 ***

Διηγήθηκε ἕνας Γέροντας ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἤθελε νὰ φύγει γιὰ νὰ μονάσει, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδιζε ἡ ἴδια ἡ μητέρα του.
Αὐτὸς ὅμως δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπό του καὶ ἔλεγε: «Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Ἡ μητέρα του ἂν καὶ προσπάθησε πολὺ νὰ τὸν ἐμποδίσει, δὲν τὰ κατάφερε καὶ τελικὰ ὑποχώρησε στὴν ἐπιθυμία του.
Ἔφυγε λοιπόν, ἔγινε καὶ μοναχός, ἀλλὰ ξόδεψε τὴ ζωή του μὲ ἀμέλεια.
Κάποτε πέθανε ἡ μητέρα του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συνέβη νὰ ἀρρωστήσει κι αὐτὸς πολὺ βαριὰ καὶ κάποια στιγμὴ ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ ἁρπάχθηκε στὴν κρίση, ἐκεῖ βρῆκε τὴ μητέρα του ἀνάμεσα στοὺς κατάδικους.
Ἐκείνη λοιπόν, μόλις τὸν εἶδε, ἔκπληκτή του λέει: «Τί συμβαίνει, παιδί μου; Καὶ σὺ καταδικάσθηκες να᾿ ρθεῖς στὸν τόπο αὐτό; Καὶ ποῦ πῆγαν τὰ λόγια ποὺ ἔλεγες; Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;»
Ντροπιάστηκε βέβαια μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ στεκόταν καταλυπημένος μὴ μπορώντας νὰ τῆς δώσει καμιὰ ἀπάντηση.
Οἰκονόμησε ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ μετὰ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.
Καὶ ἐπειδὴ σκέφθηκε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ ἔγινε μία τέτοια ἐπίσκεψη, ἔγινε ἔγκλειστος καὶ φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία του, μετανοώντας καὶ κλαίοντας γιὰ ὅσα μὲς στὴν ἀμέλειά του ἔκανε πιὸ μπροστά.
Καὶ τόσο μεγάλη ἦταν ἡ κατάνυξή του, ὥστε πολλοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ὑποχωρήσει λίγο, μήπως καὶ πάθει κάποια ζημιὰ ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ κλάμα.
Αὐτὸς ὅμως δὲν παρηγοριόταν μὲ τίποτε καὶ ἔλεγε:
«Ἐὰν δὲν μπόρεσα νὰ ἀντέξω τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὴ μητέρα μου, πῶς θὰ σηκώσω κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως τὴν αἰσχύνη μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους;»
  ***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου