ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)
Περὶ ἐγκρατείας
Περὶ ἐγκρατείας
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος:
«Ἐὰν ἐπιπλήττοντας κάποιον, αἰσθανθεῖς μέσα σου νὰ κινεῖται ὀργή, ἱκανοποιεῖς δικό σου πάθος. Καὶ δὲν σὲ ὑποχρεώνει κανεὶς νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ σώσεις ἄλλους».
***
***
Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ θυμᾶται τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ὅτι τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν, θὰ προτιμάει μᾶλλον νὰ σιωπᾶ».
***
Καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή».
***
«Πῶς νὰ περιφρουρήσω τὴν καρδιά μου;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πῶς νὰ φυλάξουμε τὴν καρδιά μας, ὅταν εἶναι ἀνοικτὲς ἡ γλῶσσα μας καὶ ἡ κοιλιά μας;»
***
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα του σὲ ὥρα ὀργῆς, αὐτὸς οὔτε στὰ πάθη του θὰ κυριαρχήσει ποτέ».
***
«Προτιμότερο εἶναι νὰ τρώει κανεὶς κρέας καὶ νὰ πίνει κρασί, παρὰ νὰ τρώει τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν καταλαλιά».
***
Βγῆκε ἔξω κάποια φορὰ ὁ Γέροντας τὴ νύκτα καὶ μὲ βρῆκε νὰ κοιμᾶμαι στὴν
αὐλὴ τοῦ κελιοῦ.Καὶ ἄρχισε ὁ Γέροντας νὰ μὲ θρηνεῖ καὶ ἔλεγε κλαίοντας:
«Ἄραγε ποὺ βρίσκεται ὁ λογισμός του καὶ κοιμᾶται τόσο ἀμέριμνα;»
***
«Κάνε μας λίγη φακή». Καὶ ἔκανε. «Μούσκεψε καὶ ψωμὶ» καὶ μούσκεψε.
Καὶ παρέμειναν μιλώντας γιὰ πνευματικὰ θέματα ὡς τὴν ἕκτη ὥρα τῆς ἄλλης μέρας.
Καὶ λέει στὸν μαθητή του πάλι:
«Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου».
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ μαθητής: «Ἀπὸ χθὲς τὴν ἔκανα».
Καὶ τότε σηκώθηκαν καὶ ἔφαγαν.
***
Ὁ Γέροντας ὅταν τὸ δοκίμασε, δὲν ἔβγαλε μιλιὰ ἀλλὰ ἔφαγε σιωπηλός. Ὁ ἀδελφὸς ἐπέμεινε νὰ πάρει καὶ δεύτερη φορὰ καὶ ὁ Γέροντας βιάζοντας τὸν ἑαυτό του ἔφαγε.
Τοῦ δίνει καὶ τρίτη φορὰ, ἀλλὰ δὲν θέλησε νὰ φάγει λέγοντας: «Ἀλήθεια, παιδί μου, δὲν μπορῶ».
Κι ὁ ἀδελφὸς γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὴ διάθεση, τοῦ λέει: «Ὡραῖο εἶναι, ἀββᾶ μου, νά, κι ἐγὼ θὰ φάω μαζὶ σου».
Μόλις ὅμως τὸ δοκίμασε καὶ ἀντιλήφθηκε τί ἔκανε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ λέγοντας:
«Ἀλίμονό μου, ἀββᾶ, σὲ σκότωσα, καὶ σὺ μοῦ φόρτωσες τὴν ἁμαρτία ποὺ δὲν μίλησες».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, μὴ θλίβεσαι, ἐὰν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ φάω μέλι, μέλι θὰ εἶχες βάλει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου