Σελίδες

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Περὶ  ἐγκρατείας



Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος:
«Ἐὰν ἐπιπλήττοντας κάποιον, αἰσθανθεῖς μέσα σου νὰ κινεῖται ὀργή, ἱκανοποιεῖς δικό σου πάθος. Καὶ δὲν σὲ ὑποχρεώνει κανεὶς νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ σώσεις ἄλλους».

 ***

Προσφέρθηκαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Μακάριο σταφύλια ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ φάει. Ἀπὸ ἐγκράτεια ὅμως τὰ ἔστειλε σὲ ἕναν ἀδελφὸ ἄρρωστο ποὺ κι αὐτὸς εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια. Αὐτὸς τὰ πῆρε, ἔδειξε μάλιστα πάρα πολὺ χαρούμενος, γιατὶ ἤθελε νὰ κρύψει τὴν ἐγκράτειά του, καὶ κατόπιν τὰ ἔστειλε σὲ ἄλλον ἀδελφὸ μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ ὁτιδήποτε φαγώσιμο. Τὰ πῆρε κι ἐκεῖνος καὶ ἔκανε τὸ ἴδιο, ἂν καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὰ γευθεῖ. Καθὼς λοιπὸν σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς πῆγαν τὰ σταφύλια καὶ κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὰ φάει, ὁ τελευταῖος ἐπίσης ἀδελφὸς δὲν τὰ ἔφαγε καὶ τὰ ἔστειλε στὸν ἀββᾶ Μακάριο πιστεύοντας ὅτι τοῦ προσφέρει σπουδαῖο δῶρο. Ὁ Μακάριος ὅμως τὰ ἀναγνώρισε καὶ ἀφοῦ ἐρεύνησε τί ἀκριβῶς συνέβη, θαύμασε καὶ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τόσο μεγάλη ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν.

***

Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ θυμᾶται τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ὅτι τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν, θὰ προτιμάει μᾶλλον νὰ σιωπᾶ».

***
 
Εἶπε ἀκόμη ὁ Γέροντας ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ἐὰν εἶναι καλὸ νὰ ἐπαινοῦμε τὸν πλησίον.
Καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή».

***
 
 Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Τιθόη:
«Πῶς νὰ περιφρουρήσω τὴν καρδιά μου;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πῶς νὰ φυλάξουμε τὴν καρδιά μας, ὅταν εἶναι ἀνοικτὲς ἡ γλῶσσα μας καὶ ἡ κοιλιά μας;»

***
 
Εἶπε πάλι:
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα του σὲ ὥρα ὀργῆς, αὐτὸς οὔτε στὰ πάθη του θὰ κυριαρχήσει ποτέ».

***
 
Εἶπε ἀκόμη:
«Προτιμότερο εἶναι νὰ τρώει κανεὶς κρέας καὶ νὰ πίνει κρασί, παρὰ νὰ τρώει τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν καταλαλιά».

***
Βγῆκε ἔξω κάποια φορὰ ὁ Γέροντας τὴ νύκτα καὶ μὲ βρῆκε νὰ κοιμᾶμαι στὴν αὐλὴ τοῦ κελιοῦ.
Καὶ ἄρχισε ὁ Γέροντας νὰ μὲ θρηνεῖ καὶ ἔλεγε κλαίοντας:
«Ἄραγε ποὺ βρίσκεται ὁ λογισμός του καὶ κοιμᾶται τόσο ἀμέριμνα;»

***
 
Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες ἐπισκέφθηκε ἄλλον Γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶπε στὸν μαθητή του:
«Κάνε μας λίγη φακή». Καὶ ἔκανε. «Μούσκεψε καὶ ψωμὶ» καὶ μούσκεψε.
Καὶ παρέμειναν μιλώντας γιὰ πνευματικὰ θέματα ὡς τὴν ἕκτη ὥρα τῆς ἄλλης μέρας.
Καὶ λέει στὸν μαθητή του πάλι:
«Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου».
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ μαθητής: «Ἀπὸ χθὲς τὴν ἔκανα».
Καὶ τότε σηκώθηκαν καὶ ἔφαγαν.

 ***

Ἀρρώστησε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τροφή, τὸν παρακαλοῦσε πολλὲς μέρες ὁ μαθητής του νὰ τοῦ κάνει λίγο κουρκούτι ἀπὸ σιμιγδάλι. Πράγματι πῆγε, τὸ ἔκανε καὶ τοῦ τὸ ἔφερε νὰ φάει. Ἀλλὰ ὑπῆρχε ἐκεῖ κρεμασμένο ἕνα ἀγγεῖο μὲ λίγο μέλι μέσα καὶ ἕνα ἄλλο μὲ λίγο λάδι ἀπὸ λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αὐτό, γιατὶ ἦταν ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ προοριζόταν γιὰ τὸ λυχνάρι. Καὶ ὁ ἀδελφὸς κατὰ λάθος ἔβαλε στὸ φαγητὸ τοῦ Γέροντα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀντὶ γιὰ μέλι.
Ὁ Γέροντας ὅταν τὸ δοκίμασε, δὲν ἔβγαλε μιλιὰ ἀλλὰ ἔφαγε σιωπηλός. Ὁ ἀδελφὸς ἐπέμεινε νὰ πάρει καὶ δεύτερη φορὰ καὶ ὁ Γέροντας βιάζοντας τὸν ἑαυτό του ἔφαγε.
Τοῦ δίνει καὶ τρίτη φορὰ, ἀλλὰ δὲν θέλησε νὰ φάγει λέγοντας: «Ἀλήθεια, παιδί μου, δὲν μπορῶ».
Κι ὁ ἀδελφὸς γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὴ διάθεση, τοῦ λέει: «Ὡραῖο εἶναι, ἀββᾶ μου, νά, κι ἐγὼ θὰ φάω μαζὶ σου».
Μόλις ὅμως τὸ δοκίμασε καὶ ἀντιλήφθηκε τί ἔκανε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ λέγοντας:
«Ἀλίμονό μου, ἀββᾶ, σὲ σκότωσα, καὶ σὺ μοῦ φόρτωσες τὴν ἁμαρτία ποὺ δὲν μίλησες».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, μὴ θλίβεσαι, ἐὰν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ φάω μέλι, μέλι θὰ εἶχες βάλει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου