Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Γιὰ τὴν κατάνυξη


 
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:
«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ θάλαμο, ὅταν μπεῖ ἕνα λυχνάρι, τὸν φωτίζει, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔλθει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φωτίζει καὶ τῆς διδάσκει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

***
 Εἶπε ὁ ἀββᾶς Λογγίνος:
  • «Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα,
  • ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὸν νοῦ,
  • ἡ ἡσυχία φέρνει τὸ πένθος,
  • τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία».
 ***
   Ὁ ἀββᾶς Λογγίνος εἶχε μεγάλη κατάνυξη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμῳδίας του, καὶ μία φορὰ τοῦ λέει ἕνας μαθητής του:
«Ἀββᾶ, αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς κανόνας, νὰ κλαίει ὁ μοναχός, ὅταν κάνει τὴν ἀκολουθία του;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Ναι, παιδί μου, αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας, ποὺ ἐπιζητεῖ ὁ Θεός.
Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ κλαίει, ἀλλὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ τὸν δοξάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀναμάρτητη ζωή του.
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαίει, ἐνῷ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση τὸ κλάμα».

***
 Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἔβοσκα μοσχάρια. Κάποια μέρα πῆγαν νὰ κλέψουν σῦκα, καὶ καθὼς ἔτρεχαν, ἔπεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σῦκα κι ἐγὼ τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔφαγα. Ἀπὸ τότε, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι αὐτό, κάθομαι καὶ κλαίω».

***
 Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ.
Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του: «Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με».
Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε:
«Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;»
Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο: «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς. Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου».
Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης».
Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;»
Καὶ λέει τὸ κρανίο: «Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς».
«Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας.
«Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς».
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.

***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ:
«Τί νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔρχεται ἢ σὲ κάθε λογισμὸ ποῦ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός;»
Ὁ Γέροντας ἀπαντᾷ:
«Ὀφείλει νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν ἀγαθότατο Θεό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ πολὺ γρήγορα θὰ βρεῖ ἀνάπαυση, ἂν παρακαλεῖ μὲ ἐπίγνωση, γιατὶ εἶναι γραμμένο: Δὲν θὰ φοβηθῶ τί θὰ μοῦ κάνει ἄνθρωπος».

***
 Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:
«Ὅσοι νικηθήκαμε ἀπὸ κάποιο σωματικὸ πάθος, ἂς μὴν ἀμελήσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πενθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, προτοῦ μᾶς βρεῖ τὸ πένθος τῆς κρίσεως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου