ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)
Γιὰ τὴν κατάνυξη
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ἔχοντας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸ θάνατο.Νὰ μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου, νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε στὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό. Γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια.
Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας.
Ἂς ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό.
Νὰ καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».
***
Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅτι ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του, εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.
***
Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ:
«Πές μου ἕναν λόγο».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή, ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία.
Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει:
«Ἀλίμονό μου, πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθὼ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;»
Ἂν σ᾿ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου