Σελίδες

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς


    Κάποιοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ σκήτη ξεκίνησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπὸν σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πᾶνε καὶ σ᾿ αὐτὸ βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νὰ πάει ἐκεῖ. Δὲν τὸν γνώριζαν ὅμως αὐτὸν οἱ ἀδελφοί. Καθισμένοι λοιπὸν μέσα στὸ καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα Πατέρων ἢ ρητὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ ἀνάμεσα γιὰ τὸ ἐργόχειρό τους. Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σὰν βγῆκαν στὸ λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καὶ ὁ Γέροντας πήγαινε πρὸς τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο.
Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τοὺς εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Καλὴ συνοδεία βρήκατε τὸν Γέροντα αὐτόν». Καὶ στὸν Γέροντα εἶπε: «Καλοὺς ἀδελφοὺς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Καλοὶ βέβαια εἶναι, ἀλλὰ ἡ αὐλή τους δὲν ἔχει πόρτα, καὶ ὅποιος θέλει μπαίνει στὸν στάβλο καὶ λύνει τὸ γαϊδούρι».
Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ὅ,τι ἐρχόταν στὸ στόμα τους, τὸ ἔλεγαν.

***

    Ὁ ἴδιος βάδιζε κάποτε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, καὶ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς βρῆκε πάνω στὸν δρόμο ἕνα μικρὸ ἀρακὰ χλωρὸ καὶ λέει στὸν Γέροντα:
«Πάτερ, μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ τὸ πάρω αὐτό;»
Τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Ἐσὺ τὸ ἔβαλες ἐκεῖ;»
«Ὄχι» ἀπαντᾷ ὁ ἀδελφός.
«Και πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ πάρεις -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσύ;»

***

     Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔτρωγε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ὅταν ἔφτανε τὸ Πάσχα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Οἱ ἀδελφοὶ τρῶνε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ἐγὼ ὅμως ὀφείλω νὰ κάνω λίγο κόπο γιὰ τὸ Πάσχα καὶ ἐπειδὴ τὶς ἄλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα ποὺ εἶναι Πάσχα θὰ κάνω τὸν κόπο νὰ τρώγω ὄρθιος».

***

     Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στὰ Κελλία καὶ δὲν σήκωσε ποτὲ τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὴ στέγη τῆς ἐκκλησίας.

***

    Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ζήνωνα ὅτι βαδίζοντας κάποτε στὴν Παλαιστίνη κουράστηκε καὶ ἔκατσε νὰ φάει κοντὰ σ᾿ ἕναν κῆπο μὲ ἀγγουριές.
Καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός του: «Πάρε ἕνα ἀγγουράκι καὶ φᾶγε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Οἱ κλέφτες πᾶνε στὴν κόλαση».
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ στάθηκε μέσα στὸν καύσωνα πέντε μέρες. Καὶ ἀφοῦ τσιγαρίσθηκε, εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω τὴν κόλαση».
Λέγει τότε στὸν λογισμό του: «Ἂν δὲν μπορεῖς, μὴν κλέβεις γιὰ νὰ τρῶς».

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου