Σελίδες

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Διάφορες διηγήσεις ποὺ μᾶς ἐνθαρρύνουν γιὰ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία



Κάποτε ἕνας Γέροντας ποὺ ἔμενε στὰ Κελλία μόνος, ἀρρώστησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, σηκωνόταν καὶ ὅ,τι ἔβρισκε στὸ κελί του τὸ ἔτρωγε μὲ διάκριση. Ἔμεινε ἄρρωστος πολλὲς μέρες καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ὅταν πέρασαν τριάντα μέρες καὶ κανεὶς δὲν εἶχε ἔρθει, ἔστειλε ὁ Θεὸς ἕναν ἄγγελο νὰ τὸν ὑπηρετεῖ. Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ ἄγγελος ἑπτὰ ἡμέρες καὶ τότε θυμήθηκαν οἱ Πατέρες τὸν Γέροντα καὶ εἶπαν μεταξύ τους:
«Μήπως πέθανε ὁ τάδε Γέροντας;»
Πῆγαν πράγματι καὶ μόλις χτύπησαν τὴν πόρτα, ἔφυγε ὁ ἄγγελος.
Ὁ Γέροντας φώναζε δυνατὰ ἀπὸ μέσα:
«Φύγετε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀδελφοί».
Ἀλλὰ παραβίασαν τὴν πόρτα καὶ μπῆκαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατὶ φώναζε.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
«Τριάντα ἡμέρες ἤμουν ἄρρωστος καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ δεῖ. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ ἑπτὰ ἡμέρες ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ ὑπηρετεῖ. Καὶ μόλις ἤλθατε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου».
Μετὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐκοιμήθη. Καὶ οἱ ἀδελφοὶ θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουν σ᾿ Αὐτόν.

***

 Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Ἐὰν σὲ βρεῖ ἀρρώστια σωματική, μὴ χάνεις τὸ θάρρος σου. Γιατὶ ἂν θέλησε ὁ Κύριός σου νὰ ὑποφέρεις στὸ σῶμα, ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ θὰ δυσφορήσεις; Αὐτὸς δὲν σὲ φροντίζει γιὰ ὅλα; Μήπως ζεῖς ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του; Νὰ εἶσαι καρτερικὸς λοιπὸν καὶ νὰ Τὸν παρακαλεῖς νὰ σοῦ δίνει αὐτὰ ποὺ σοῦ συμφέρουν, δηλαδὴ νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του. Νὰ ζεῖς μὲ καρτερία καὶ νὰ τρέφεσαι ἀπὸ ἐλεημοσύνη (ὅσο εἶσαι ἄρρωστος)».

 ***

Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο:
«Δεν βρίσκουμε νά ᾿ χει κάνει αὐτὸς καμιὰ ἀρετή, μόνο ποὺ δὲν γόγγυσε ποτὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι δὲν τὸν σπλαχνίστηκε, ἀντίθετα, σήκωσε τὸν πόνο του μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δὲν κατέκρινε τὸν πλούσιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν δέχθηκε ὡς δικό του».

 ***

 Εἶπε ἄλλος Γέροντας:
«Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν προκόβουμε εἶναι ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὰ μέτρα μας, οὔτε ἔχουμε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ἀρχίζουμε ἀλλὰ θέλουμε ἄκοπα νὰ ἀποκτοῦμε ἀρετή. Ἐπιπλέον πηγαίνουμε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο νομίζοντας ὅτι θὰ βροῦμε κάποιον τόπο ποὺ δὲν ὑπάρχει διάβολος».

 ***
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες κατοικοῦσε σὲ κάποιον τόπο καὶ ἔκανε ζωὴ ὑποδειγματική.
Αὐτὸς εἶχε ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἡγούμενος μιᾶς Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπὸν κάποια μέρα:
«Γιατί νὰ κάθομαι ἐδῶ καὶ νὰ κοπιάζω; Θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ δίνει τὰ χρειαζούμενα».
Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος μόλις τὸν εἶδε χάρηκε. Λέγει λοιπὸν τοῦ ἀδελφοῦ του:
«Θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ἀλλὰ δώσ᾿ μου ἕνα κελὶ γιὰ νὰ μένω μόνος».
Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ὕστερα λησμόνησε ὅτι ὁ ἀδελφός του ἦλθε ἐκεῖ.
Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Λαύρας βλέποντας ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ ἡγουμένου, νόμιζαν ὅτι ὁ ἀδελφός του, τοῦ προσφέρει ὅ,τι χρειάζεται καὶ δὲν τοῦ πῆγαν τίποτε, οὔτε τὸν κάλεσαν σὲ κελὶ νὰ πάρει τουλάχιστον ψωμί.
Καὶ αὐτὸς καθὼς ἦταν διστακτικὸς ἀπὸ σεβασμό, δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν.
Σκέφθηκε τότε καὶ εἶπε:
«Ἴσως δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνω ἐδῶ».
Παίρνει λοιπὸν τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ, τὸ ἐπιστρέφει στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ λέει:
«Συγχώρα με, δὲν μπορῶ νὰ μένω ἐδῶ».
Ἐκεῖνος ἐξεπλάγη καὶ τοῦ λέει:
«Πότε ἦλθες ἐδῶ;»
«Ἐσὺ δὲν μοῦ ᾿δωσες τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ;» τὸν ρωτάει.
«Πίστεψέ με -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του- δὲν θυμόμουν ὅτι ἦλθες ἐδῶ. Ἀλλὰ γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου, πές μου ποιὸς λογισμὸς σὲ ἔκανε καὶ ἦλθες ἐδῶ;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ἀκριβῶς μὲ τέτοια ἐλπίδα, νὰ βρῶ δηλαδὴ ἀνάπαυση κοντά σου».
Τότε τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του:
«Δίκαια λοιπὸν μ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ σὲ λησμονήσω, γιατὶ δὲν στήριξες τὴν ἐλπίδα σου σ᾿ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ σὲ μένα».
Ἔτσι σηκώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ τόπο ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου