Σελίδες

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ...(αποσπάσματα)

Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νὰ μὴ κρίνουμε κανένα

Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ ἔμενε στὸ κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε ἕνας πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ διάστημα, τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, τὸν ξανάδιωξαν καὶ ὁ ἀδελφὸς γύρισε πάλι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ».
Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς μήνυσε τὸ ἑξῆς:
«Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος, ἔχασε τὸ φορτίο του καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ ἐσεῖς ὅ,τι σώθηκε καὶ ἔφθασε στὴ στεριά, θέλετε νὰ τὸ καταποντίσετε;»
Κι ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, εὐθὺς τὸν δέχθηκαν.

 ***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἐὰν σοῦ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του, πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ εἶσαι περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἦσαν ἀρεστὰ στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον».

***

Εἶπε ἐπίσης:
«Ἐὰν δὲν κατακρίνεις τὸν πλησίον ἀλλὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου, παρέχεις ἀνάπαυση στὴ συνείδηση σου».

***
 
Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος σε κάποιο κοινόβιο καὶ εἶδε ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν κατέκρινε.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ μπεῖς».
Κι ἐκεῖνος παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
«Τί συμβαίνει;»
Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:
«Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε λέγοντας: Πές του, ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔσφαλε καὶ τὸν καταδίκασες».
Εὐθὺς μετανόησε ὁ ἀββᾶς καὶ εἶπε:
«Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με».
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:
«Σήκω, σὲ συγχώρεσε ὁ Θεός. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσέχεις νὰ μὴν κρίνεις κανέναν, προτοῦ τὸν κρίνει ὁ Θεός».

***

 Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:
«Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο».
Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ μὴν κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι».

***

Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.

***

Κάποιος ἀδελφὸς τῆς Σκήτης κάποτε ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ πάει.
Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατὶ σὲ περιμένουν ὅλοι».
Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε κρατώντας στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ γέμισε ἄμμο.
Οἱ Πατέρες ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;»
«Οι ἁμαρτίες μου -ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω. Καὶ ἦλθα ἐγὼ σήμερα νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.
 
***

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ





'Οταν ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων έχη αγωνιστικό πνεύμα, αυτό πολύ βοηθάει. Γιατί, όταν ένας προχωράη πνευματικά, δεν ωφελεί μόνον τον εαυτό του, αλλά βοηθάει και τον άλλον που τον βλέπει.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

  ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Του εμφανιζόταν ο Διάβολος άλλοτε σαν σκοτάδι και άλλοτε σαν φως


    Τις πρώτες ημέρες, που ήτανε και πιο ανήμπορος, του εμφανιζότανε ο διάβολος σαν φοβερό σκοτάδι, άβυσσος και γκρεμός. Ύψωνε τότε ο άρρωστος επίκληση στο βασιλέα Χριστό και λυτρωνότανε από το κακό. Αργότερα του ερχότανε σαν θηρίο ανήμερο.  Άλλοτε σαν πειρασμοί πατός είδους. Τρυπώνανε στο νου και στο σώμα του να τον ελκύσει, να τον παρασύρει. Αγωνιζόταν όμως ο πληγωμένος αετός του Πνεύματος! Έδινε μεγαλύτερο τόνο στην προσευχή κι έβλεπε ότι όλα είναι του διαβόλου, που όμως θέλει δεν θέλει θα νικηθεί από το Θεό. Την πιο μεγάλη δοκιμασία την περνούσε τις νύχτες εκείνες, που ο διάβολος του εμφανιζότανε σαν φως. Εκεί δηλαδή που έκλεινε για μια - δυο ώρες τα μάτια του να κοιμηθεί, γινότανε γύρω του φως ή παρουσιαζόταν ενώπιον του άγγελος ολόφωτος. Αυτή είναι η πιο καλοστημένη παγίδα και την έχει ο διάβολος για κείνους, που έχουνε πολύ προχωρήσει στη ζωή της προσευχής. Και οι συχνά οι προχωρημένοι πέφτουνε στην παγίδα. Τότε η πτώση είναι παταγώδης. Έχει μέσα της τόσο βάθος, που για να βγει από κει μέσα ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί πολύ, να χύσει πολλά δάκρυα. 
    Ο Γρηγόριος δε μας είπε αν έπεσε στη φοβερή τούτη παγίδα. Μας είπε όμως ότι πειρασμούς είχε. Και στο νου και στην καρδιά και στο σώμα. Γι'αυτό και ασκήτευε μέχρι την τελευταία του πνοή, γι'αυτό και παραδινότανε στην προσευχή. Έτσι, κατόρθωνε να διακρίνει στη νύχτα τις παγίδες του διαβόλου κι ας ήτανε τόσο δύσκολο. Δύσκολο, γιατί φως γίνεται ο προσευχόμενος με τη θεία χάρη, σαν φως παρουσιάζεται κι ο δάβολος. Φως το ένα, φως και τ'άλλο. Μα το αληθινό φως είναι ένα. Αυτός που έχει ταπείνωση βαθιά το καταλαβαίνει, οι άλλοι όχι. Στην πραγματικότητα, τη διακριτική αυτή δύναμη τη δίνει ο Θεός, αλλά τη δίνει στους ταπεινούς, όχι στους άλλους.
    Είναι γεγονός ότι τις δυσκολίες αυτές ο Γρηγόριος, με κάποιους τις συζητούσε. Όταν μπορούσε, άκουγε π.χ. πολύ και προσεχτικά το Γρηγόριο Νύσσης. Μα κείνος βρισκότανε μακριά, στη Νύσσα. Τον έβλεπε σπάνια, όταν ερχότανε στην Αριανζό ή στην Καρβάλη να πάρει συμβουλές από τον ασκητή μας Γρηγόριο. Ο ένας άνοιγε την καρδιά του στον άλλο. Τα μεγαλύτερα πνεύματα της θεολογίας, οι δύο Γρηγόριοι, συμβουλεύονταν ο ένας τον άλλο με άκρα ταπείνωση, ο καθένας σα να μην ήτανε τίποτα, σα να μην ήτανε κι αυτός όργανο μέγα του Θεού!. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Αμφιλόχιο Ικονίου, που ήτανε πρώτος ξάδερφος του ασκητή μας. Αυτός, μάλιστα, ταξίδευε συχνότερα προς Νανζιανό-Αριανζό, γιατί ανατολικά τους, στην περιοχή της Διοκαισάρειας, ο πατέρας του είχε χτήματα και υποστατικά. Έτσι ο Γρηγόριος έβρισκε την ευκαιρία να συζητάει και να τον συμβουλεύεται, μολονότι περισσότερο το αποζητούσε αυτό ο Αμφιλόχιος, που, βέβαια, δεν έφτανε το ύψος του Γρηγορίου... 
 
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ" του κ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, εκδόσεις Αποστολική Διακονία
   

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ



...Άλλωστε όλα της, τουλάχιστον από μακρυά, δείχνανε σαγηνευτικά. Μέσα της όμως έτρεφε ανθρώπους αιρετικούς, που μισούσαν τον Γρηγόριο και την Ορθοδοξία του. Κι αυτός πήγαινε κει ν'ἀναστήσει την Ορθοδοξία, που ήτανε διωγμένη, εξορισμένη. Μια Πόλη με 250 έως 300 χιλιάδες κατοίκους, είχε ελάχιστους Ορθοδόξους. Οι αιρετικοί, με τις πλάτες των αυτοκρατόρων, κυριαρχήσανε και καταδίωξαν τους ορθοδόξους. Τους πήρανε όλους τους ναούς και τους είχανε προγραμμένους. Υπήρχανε ακόμα στην Πόλη και εθνικοί, ειδωλολάτρες. Λίγοι ομως κι αυτοί. Ίσως δύο στους δέκα κατοίκους....
...Ο βαρκάρης που έβλεπε απέναντι και απορούσε, έβγαλε το Γρηγόριο από την περίεργη νάρκη:
- Ποιόν περιμένει, Αββά, όλος τούτος ο κόσμος;
Και πράγματι στην αποβάθρα περίμεναν πολλοί άνθρωποι. Ένα πλήθος που δεν κουνιότανε, δε θορυβούσε. Ο Γρηγόριος λες και τώρα μόλις άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε και δεν πίστευε. Δεν το ήξερε, φυσικά, μα οι άνθρωποι αυτοί μαζευτήκανε για τον ίδιο. Ο αρειανός επίσκοπος Δημόφιλος και άλλοι κληρικοί ειδοποιήσανε τους έμπιστους οπαδούς, να 'ρθούνε όλοι στο μουράγιο να αποδοκιμάσουνε το Γρηγόριο.......
Ο βαρκάρης έκοψε, έκανε κόντρα με τα κουπιά και πέταξε το σκοινί έξω να δέσει. Ο Γρηγόριος ακόμα σαστισμένος. Έκανε να σαλέψει, δίστασε. Όμως αργά -αργά σηκώθηκε όρθιος. Τώρα, τους έβλεπε καλά και τον παρατηρούσανε καλύτερα. Ένα ελαφρύ βουητό στην αποβάθρα. Οι άνθρωποι που περιμένανε τον βλέπανε. Μα τί να δουν; Ένα μεσόκοπο που έμοιαζε γέρος. Αδύνατος πολύ από την άσκηση. Ωχρό το πρόσωπο, αρκετά φαλακρός. Λευκά τα λίγα μαλιά και τα γένια του. Καμπούριαζε κάπως. Και εκείνα τα ρούχα του... Πιο φτωχικά κι από φτωχού.....Όσο τον προσέχανε οι αρειανοί, τόσο ενθουσιάζονταν. Ευτυχώς και είχανε απατηθεί από τις φήμες. 
-Αυτός είναι ο Γρηγόριος που μας τον κάνανε Θεό; Το παπαδάκι τούτου είναι ο τρανός θεολόγος; Ο Καππαδόκης άρχοντας; Αυτόν έστειλαν οι ορθόδοξοι να μας πολεμήσει; 
Και ανάψανε αμέσως τα αίματα. Οι κληρικοί συδαύλιζαν. Οι απλοί οπαδοί φωνάζανε. Σηκώνανε τα χέρια. Μουτζώνανε και απειλούσανε το Γρηγόριο, που τα  'χε χαμένα. Δεν έβγαζε μιλιά. Οι Αρειανοί της αποβάθρας όλο και αγρίευαν. Όλο και τον αποδοκίμαζαν. Μερικοί τον πλησιάσανε και τον έφτυναν....
...Του δείχναν ότι πρέπει να γυρίσει πίσω να φύγει...Πολλοί έξαλλοι από θυμό, σκύψανε στη γη κι όποια πέτρα βρίσκανε την πέταγαν στον δύστυχο τον Γρηγόριο. Τον χτυπήσανε πολλές, αλλά ευτυχώς αστοχήσανε οι μεγάλες. Έτσι έστω και χτυπημένος, μπόρεσε να προχωρήσει σκυφτός και τρομαγμένος....
Έτσι ξεκίνησε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τα βήματα του στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό την Ανάσταση της Ορθοδοξίας. 
 
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ" του κ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, εκδόσεις Αποστολική Διακονία

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ



Κύ­ρου καὶ Ἰ­ω­άν­νου τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων (†311). Τῶν ἐν Κο­ρίν­θῳ ἓξ μαρ­τύ­ρων (†251), Ἠ­λί­α νε­ο­μάρ­τυ­ρος τοῦ ἐν Κα­λα­μά­τᾳ (†1685), Ἀρ­σε­νί­ου ὁ­σί­ου τοῦ ἐν Πά­ρῳ (†1877).




ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Τ Ἀ­να­στά­σι­μον. Ἦ­χος β.

­τε κα­τῆλ­θες πρς τν θά­να­τον, ζω­ὴ ἀ­θά­να­τος, τό­τε τν ᾅ­δην ἐ­νέ­κρω­σας, τ ἀ­στρα­πῇ τς θε­ό­τη­τος· ὅ­τε δ κα τος τε­θνε­ῶ­τας, κ τν κα­τα­χθο­νί­ων ἀ­νέ­στη­σας, πᾶ­σαι α δυ­νά­μεις τν ἐ­που­ρα­νί­ων ἐ­κραύ­γα­ζον· Ζω­ο­δό­τα Χρι­στέ, Θε­ὸς ἡ­μῶν δό­ξα σοι.

Δό­ξα. Τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων. Ἦ­χος πλ. α´.

Τὰ θαύ­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων σου μαρ­τύ­ρων, τεῖ­χος ἀ­κα­τα­μά­χη­τον ἡ­μῖν δω­ρη­σά­με­νος, Χρι­στὲ ὁ Θε­ός, ταῖς αὐ­τῶν ἱ­κε­σί­αις, βου­λὰς Ἐ­θνῶν δι­α­σκέ­δα­σον, τῆς Βα­σι­λεί­ας τὰ σκῆ­πτρα κρα­ταί­ω­σον, ὡς μό­νος ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος.

Καὶ νῦν. Θε­ο­το­κί­ον.

Χαῖ­ρε πύ­λη Κυ­ρί­ου ἀ­δι­ό­δευ­τος· Χαῖ­ρε τεῖ­χος κα σκέ­πη τν προ­στρε­χόν­των ες σέ· Χαῖ­ρε ἀ­χεί­μα­στε λι­μήν, κα ἀ­πει­ρό­γα­με· τε­κοῦ­σα ν σαρ­κὶ τν ποι­η­τήν σου κα Θε­όν, πρε­σβεύ­ου­σα μ ἐλ­λεί­πῃς, ὑ­πὲρ τν ἀ­νυ­μνούν­των, κα προ­σκυ­νούν­των τν τό­κον σου.





ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ




ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ  
 





 

 ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ  






Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΛΟΥΚΑ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΛΟΥΚΑ

† Ἀν­τω­νί­ου ὁ­σί­ου τοῦ με­γά­λου (†356). Ἀν­τω­νί­ου ὁ­σί­ου τοῦ ἐν τῇ σκή­τῃ τῆς Βε­ροί­ας. Γε­ωρ­γί­ου νε­ο­μάρ­τυ­ρος τοῦ ἐν Ἰ­ω­αν­νί­νοις (†1838).



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Τ Ἀ­να­στά­σι­μον. Ἦ­χος πλ. δ.

ξ ὕ­ψους κα­τῆλ­θες Εὔ­σπλαγ­χνος, τα­φὴν κα­τε­δέ­ξω τρι­ή­με­ρον, ἵ­να ἡ­μᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σῃς τν πα­θῶν. ζω­ὴ κα ἀ­νά­στα­σις ἡ­μῶν, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι.

Δό­ξα. Τοῦ Ὁ­σί­ου. Ἦ­χος δ´.

Τὸν ζη­λω­τὴν Ἠ­λί­αν τοῖς τρό­ποις μι­μού­με­νος, τῷ Βα­πτι­στῇ εὐ­θεί­αις ταῖς τρί­βοις ἑ­πό­με­νος, Πά­τερ Ἀν­τώ­νι­ε, τῆς ἐ­ρή­μου γέ­γο­νας οἰ­κι­στής, καὶ τὴν οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξας εὐ­χαῖς σου· δι­ὸ πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, σω­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν.

Καὶ νῦν. Θε­ο­το­κί­ον.

Τ π᾿ αἰ­ῶ­νος ἀ­πό­κρυ­φον, κα Ἀγ­γέ­λοις ἄ­γνω­στον μυ­στή­ρι­ον, δι­ὰ σο Θε­ο­τό­κε τος ἐ­πὶ γς πε­φα­νέ­ρω­ται, Θε­ὸς ν ἀ­συγ­χύ­τῳ ἑ­νώ­σει σαρ­κού­με­νος, κα Σταυ­ρὸν ἑ­κου­σί­ως ὑ­πὲρ ἡ­μῶν κα­τα­δε­ξά­με­νος· δι᾿ ο ἀ­να­στή­σας τν πρω­τό­πλα­στον, ἔ­σω­σεν ἐκ θα­νά­του τς ψυ­χὰς ἡ­μῶν.

 

ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ






ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Τοῦ Ἁ­γί­ου, με­τὰ τοῦ προ­κει­μέ­νου αὐ­τοῦ.

Ἀλ­λη­λού­ϊ­α τοῦ ἤ­χου.

Ἀ­πό­στο­λος. Πρὸς Ἑ­βραί­ους (ιγ´ 17-21).
(Ζή­τει τῇ Ϛ´ Δε­κεμ­βρί­ου, τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου).

Προ­κεί­με­νον. Ἦ­χος βα­ρύς. (Ψαλ­μὸς ριε´).

Τί­μι­ος ἐ­ναν­τί­ον Κυ­ρί­ου ὁ θά­να­τος τοῦ ὁ­σί­ου αὐ­τοῦ.
Στίχ. Τί ἀν­τα­πο­δώ­σω­μεν τῷ Κυ­ρί­ῳ πε­ρὶ πάν­των, ὧν ἀν­τα­πέ­δω­κεν ἡ­μῖν;
Πρὸς Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λῆς Παύ­λου
τὸ Ἀ­νά­γνω­σμα.
­δελ­φοί, πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καὶ ὑ­πεί­κε­τε· αὐ­τοὶ γὰρ ἀ­γρυ­πνοῦ­σιν ὑ­πὲρ τῶν ψυ­χῶν ὑ­μῶν ὡς λό­γον ἀ­πο­δώ­σον­τες· ἵ­να με­τὰ χα­ρᾶς τοῦ­το ποι­ῶ­σι καὶ μὴ στε­νά­ζον­τες· ἀ­λυ­σι­τε­λὲς γὰρ ὑ­μῖν τοῦ­το. Προ­σεύ­χε­σθε πε­ρὶ ἡ­μῶν· πε­ποί­θα­μεν γὰρ ὅ­τι κα­λὴν συ­νεί­δη­σιν ἔ­χο­μεν, ἐν πᾶ­σι κα­λῶς θέ­λον­τες ἀ­να­στρέ­φε­σθαι. Πε­ρισ­σο­τέ­ρως δὲ πα­ρα­κα­λῶ τοῦ­το ποι­ῆ­σαι, ἵ­να τά­χι­ον ἀ­πο­κα­τα­στα­θῶ ὑ­μῖν. Ὁ δὲ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης, ὁ ἀ­να­γα­γὼν ἐκ νε­κρῶν «τὸν ποι­μέ­να τῶν προ­βά­των» τὸν μέ­γαν «ἐν αἵ­μα­τι δι­α­θή­κης αἰ­ω­νί­ου», τὸν Κύ­ρι­ον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν, κα­ταρ­τί­σαι ὑ­μᾶς ἐν παν­τὶ ἔρ­γῳ ἀ­γα­θῷ εἰς τὸ ποι­ῆ­σαι τὸ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ, ποι­ῶν ἐν ὑ­μῖν τὸ εὐ­ά­ρε­στον ἐ­νώ­πι­ον αὐ­τοῦ δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ᾧ ἡ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων· ἀ­μήν.

Ἀλ­λη­λού­ϊ­α (γ´). Ἦ­χος πλ. δ´. (Ψαλ­μὸς δ´).

Στίχ. Δεῦ­τε ἀ­γαλ­λι­α­σώ­με­θα τῷ Κυ­ρί­ῳ, ἀ­λα­λά­ξω­μεν τῷ Θε­ῷ τῷ σω­τῆ­ρι ἡ­μῶν.
Προ­φθά­σω­μεν τὸ πρό­σω­πον αὐ­τοῦ ἐν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σει καὶ ἐν ψαλ­μοῖς ἀ­λα­λά­ξω­μεν αὐ­τῷ.

ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ




 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κυ­ρι­α­κῆς ΙΒ´ Λου­κᾶ.

Ἐκ τοῦ κα­τὰ Λου­κᾶν (ιζ´ 12-19).

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην ἀ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόρ­ρω­θεν, καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν λέ­γον­τες· Ἰ­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.
Δό­ξα σοι, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι.

 ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ 


 







ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ



Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ




Ο Θεός θέλει να “τελειώσει” το έργο που έχει ξεκινήσει μέσα μας, πολλές φορές όμως εμείς τον εμποδίζουμε να το κάνει.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ




ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ
Μετ δ τν πισθάμβωνον Εχήν, ξερχόμεθα ν τ Κολυμβήθρ, προπορευομένου το ερέως μετ λαμπάδων κα το θυμιατο, κα μες ψάλλομεν τ παρόντα διόμελα.
χος πλ. δ΄.
Σωφρονίου Πατριάρχου εροσολύμων.
ΧΟΡΟΣ
Φων Κυρίου π τν δάτων βο λέγουσα· Δετε λάβετε πάντες, Πνεμα σοφίας, Πνεμα συνέσεως, Πνεμα φόβου Θεο, το πιφανέντος Χριστο. (2)
Σήμερον τν δάτων, γιάζεται φύσις, κα ήγνυται ορδάνης, κα τν δίων ναμάτων πέχει τ εμα, Δεσπότην ρν υπτόμενον.
ς νθρωπος ν ποταμ, λθες Χριστ Βασιλε, κα δουλικν Βάπτισμα λαβεν, σπεύδεις γαθέ, π τν το Προδρόμου χειρν, δι τάς μαρτίας μν φιλάνθρωπε.
Δόξα... Κα νν... ατς.
Πρς τν φωνν το βοντος ν τ ρήμ· τοιμάσατε τν δν το Κυρίου, λθες Κύριε, μορφν δούλου λαβν, Βάπτισμα ατν, μ γνος μαρτίαν. Εδοσάν σε δατα, κα φοβήθησαν, σύντρομος γέγονεν Πρόδρομος, κα βόησε λέγων· πς φωτίσει λύχνος τ Φς; πς χειροθετήσει δολος τν Δεσπότην; γίασον μ κα τ δατα Σωτήρ, αρων το κόσμου τν μαρτίαν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Προφητείας σαΐου τ νάγνωσμα.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Σοφία. Πρόσχωμεν.
(Κεφ. 35, 1-10)
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Τάδε λέγει Κύριος· Εφράνθητι ρημος διψσα, γαλλιάσθω ρημος, κα νθείτω ς κρίνον. Κα ξανθήσει, κα λοχαρήσει, κα γαλλιασεται τ ρημα το ορδάνου· κα δόξα το Λιβάνου δόθη ατ, κα τιμ το Καρμήλου· κα λαός μου ψεται τν δόξαν Κυρίου, κα τ ψος το Θεο. σχύσατε χερες νειμέναι, κα γόνατα παραλελυμένα. Παρακαλέσατε, κα επατε τος λιγοψύχοις τ διανοί· σχύσατε κα μ φοβεσθε· δο Θες μν κρίσιν νταποδίδωσι, κα νταποδώσει, ατς ξει κα σώσει μς. Τότε νοιχθήσονται φθαλμο τυφλν, κα τα κωφν κούσονται. Τότε λεται χωλς ς λαφος, κα τραν σται γλσσα μογγιλάλων, τι ρράγη ν τ ρήμ δωρ, κα φάραγξ ν γ διψώσ. Κα σται νυδρος ες λη, κα ες τν διψσαν γν πηγ δατος σται, κε σται εφροσύνη ρνέων, παύλεις ποιμνίων κα καλάμη κα λη. Κα σται κε δς καθαρά, κα δς γία κληθήσεται, ο μ παρέλθ κε κάθαρτος, οδ σται κε δς κάθαρτος, ο δ διεσπαρμένοι πορεύσονται π ατς, κα ο μ πλανηθσι. Κα οκ σται κε λέων, οδ τν πονηρν θηρίων, ο μ ναβ ες ατήν, οδ μ ερεθ κε· λλ πορεύσονται ν ατ λελυτρωμένοι κα συνηγμένοι π Κυρίου. Κα ποστραφήσονται, κα ξουσιν ες Σιν μετ εφροσύνης κα γαλλιάσεως, κα εφροσύνη αώνιος πρ κεφαλς ατν· π γρ τς κεφαλς ατν ανεσις κα γαλλίαμα, κα εφροσύνη καταλήψεται ατούς· πέδρα δύνη, λύπη κα στεναγμός.
 
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Προφητείας σαΐου τ νάγνωσμα.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Σοφία. Πρόσχωμεν.
(Κεφ. 55, 1-13)
                                                                                                    ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Τάδε λέγει Κύριος· ο διψντες πορεύεσθε φ δωρ, κα σοι μ χετε ργύριον, βαδίσαντες γοράσατε, κα φάγεσθε, κα πίεσθε νευ ργυρίου κα τιμς ονον κα στέαρ, να τ τιμσθε ργυρίου ν οκ ρτοις, κα μόχθος μν οκ ες πλησμονήν; κούσατέ μου, κα φάγεσθε γαθά, κα ντρυφήσει ν γαθος ψυχ μν. Προσέχετε τος σν μν, κα πακολουθετε τας δος μου, εσακούσατέ μου, κα ζήσεται ν γαθος ψυχ μν, κα διαθήσομαι μν Διαθήκην αώνιον, τ σια Δαυδ τ πιστά. δο μαρτύριον ν θνεσιν δωκα ατόν, ρχοντα κα προστάσσοντα ν θνεσιν. δο θνη, οκ οδασί σε, πικαλέσονταί σε, κα λαοί, ο οκ πίστανταί σε, π σε καταφεύξονται, νεκεν Κυρίου το Θεο σου, κα το γίου σραήλ, τι δόξασέ σε. Ζητήσατε τν Κύριον, κα ν τ ερίσκειν ατόν, πικαλέσασθε, νίκα δ ν γγίζ μν, πολιπέτω σεβς τάς δος ατο, κα νρ νομος τάς βουλς ατο, κα πιστράφητε πρς Κύριον, κα λεηθήσεσθε, κα κράξεσθε, τι π πολ φήσει τάς μαρτίας μν. Ο γρ εσιν α βουλαί μου, σπερ α βουλα μν, οδ σπερ α δο μν, α δοί μου, λέγει Κύριος. λλ ς πέχει ορανς π τς γς, οτως πέχει δός μου π τν δν μν, κα τ διανοήματα μν π τς διανοίας μου. ς γρ ν καταβ ετός, χιν κ το ορανο, κα ο μ ποστραφ ως ν μεθύσ τν γν, κα κτέκ, κα κβλαστήσ, κα δ σπέρμα τ σπείροντι, κα ρτον ες βρσιν, οτως σται τ ῥῆμά μου, ἐὰν ξέλθ κ το στόματός μου, ο μ ποστραφ πρς με κενόν, ως ν τελεσθ σα ν θέλησα, κα εοδώσω τάς δούς μου, κα τ ντάλματά μου. ν γρ εφροσύν ξελεύσεσθε, κα ν χαρ διδαχθήσεσθε· τ γρ ρη κα ο βουνο ξαλονται, προσδεχόμενοι μς ν χαρ, κα πάντα τ ξύλα το γρο πικροτήσει τος κλάδοις. Κα ντ τς στοιβς ναβήσεται κυπάρισσος, ντί, δ τς κονύζης ναβήσεται μυρσίνη, κα σται Κυρί ες νομα, κα ες σημεον αώνιον, κα οκ κλείψει.
                                            ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Προφητείας σαΐου τ νάγνωσμα.
                                                                  ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Σοφία. Πρόσχωμεν.
(Κεφ. 12, 3-6)
                                                                                         ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Τάδε λέγει Κύριος· ντλήσατε δωρ μετ εφροσύνης κ τν πηγν το σωτηρίου. Κα ρες ν τ μέρ κείν· μνετε τν Κύριον, βοτε τ νομα ατο, ναγγείλατε ν τος θνεσι τ νδοξα ατο, μιμνσκεσθε, τι ψώθη τ νομα ατο. μνήσατε τ νομα Κυρίου, τι ψηλ ποίησεν, ναγγείλατε τατα ν πάσ τ γ. γαλλισθε, κα εφραίνεσθε ο κατοικοντες Σιών, τι ψώθη γιος το σραλ ν μέσ ατς.
Προκείμενον  χος γ΄
                                 ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Κύριος φωτισμός μου κα Σωτήρ μου.
                                                          ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Πρόσχωμεν.
                                      ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Κύριος περασπιστς τς ζως μου.
                                                                             ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Σοφία.


                               ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Πρς Κορινθίους Α΄ πιστολς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα.
                                                                      ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Πρόσχωμεν.
(Κεφ. 10, 1-4)
                                                                                    ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
δελφοί, ο θέλω μς γνοεν, τι ο Πατέρες μν πάντες π τν νεφέλην σαν, κα πάντες δι τς θαλάσσης διλθον. Κα πάντες ες τν Μωϋσν βαπτίσαντο, ν τ νεφέλ κα ν τ θαλάσσ. Κα πάντες τ ατ βρμα πνευματικν φαγον. Κα πάντες τ ατ πόμα πνευματικν πιον· πινον γρ κ πνευματικς κολουθούσης πέτρας· δ πέτρα ν Χριστός.
Πληρωθέντος δέ τοῦ Αποστόλου, ὁ Ιερεύς, λέγει:  Εἰρήνη σοι.
ΧΟΡΟΣ:  λληλούϊα. (γ΄) χος δ΄ Μετά τῶν στίχων.
Φων Κυρίου π τν δάτων.
Θες τς δόξης βρόντησεν π τν δάτων.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Σοφία. Ὀρθοί, ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου.
ΙΕΡΕΥΣ: Εἰρήνη πᾶσι.
ΧΟΡΟΣ: Καὶ τῷ πνεύματί σου.
ΙΕΡΕΥΣ: κ τοῦ κατὰ Μρκον ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Πρόσχωμεν.
ΧΟΡΟΣ Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.
 (1: 9-11)
ΙΕΡΕΥΣ
Τ καιρ κείν, λθεν ησος π Ναζαρέτ τς Γαλιλαας, κα βαπτσθη π ωννου ες τν ορδνην. Κα εθως ναβανων π το δατος, εδε σχιζομνους τος ορανος, κα τ Πνεμα σε περιστερν καταβανον πατν. Κα φων γνετο κ τν ορανν· Σ ε Υἰός μου γαπητς, ν ηδκησα.
                                                          ΧΟΡΟΣ Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.
Κα εθς Διάκονος Τ Ερηνικά. ν σ δ λέγονται τατα π το Διακόνου, ερες λέγει μυστικς τν ξς Εχήν· Κύριε ησο Χριστέ, κλπ.
ν ερήν, το Κυρίου δεηθμεν.
                                                                ΧΟΡΟΣ: Κύριε, ἐλέησον. [καί μετά ἀπό κάθε αἴτηση]
πρ τς νωθεν ερήνης κα τς σωτηρίας τν ψυχν μν, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ τς ερήνης το σύμπαντος κόσμου, εσταθείας τν γίων το Θεο κκλησιν, κα τς τν πάντων νώσεως, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το γίου Οκου τούτου, Κα τν μετ πίστεως, ελαβείας, κα φόβου Θεο εσιόντων ν ατ, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το πατρός καὶ Ἀρχιεπισκόπου μν (δενος), το τιμίου Πρεσβυτερίου τς ν Χριστ
Διακονίας, παντς το Κλήρου κα το Λαο, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ τς πλεως (γίας Μονής Κώμης) τατης, πσης πλεως κα χώρας κα τν πστει οκοντων ν ατας, το Κυρου δεηθμεν.

πρ εκρασίας έρων, εφορίας τν καρπν τς γς, κα καιρν ερηνικν, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ πλεόντων, δοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αχμαλώτων κα τς σωτηρίας ατν,
το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το γιασθναι τ δωρ τοτο, τ δυνάμει κα νεργεί κα πιφοιτήσει το
γίου Πνεύματος, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το καταφοιτσαι τος δασι τούτοις τν καθαρτικν τς περουσίου Τριάδος νέργειαν,
το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το δωρηθναι ατος τν χάριν τς πολυτρώσεως, τν ελογίαν το ορδάνου, το
Κυρίου δεηθμεν.
πρ το φωτισθναι μς φωτισμν γνώσεως κα εσεβείας, δι τς πιφοιτήσεως το γίου
Πνεύματος, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το γενέσθαι τ δωρ τοτο γιασμο δρον, μαρτημάτων λυτήριον, ες ασιν ψυχς κα
σώματος, κα πσαν φέλειαν πιτήδειον, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το γενέσθαι ατ δωρ λλόμενον ες ζων αώνιον, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το ναδειχθναι ατ ποτρόπαιον πάσης πιβουλς ρατν κα οράτων χθρν,
το Κυρίου δεηθμεν.
πρ τν ντλούντων κα ρυομένων ες γιασμν οκων, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το γενέσθαι ατ πρς καθαρισμν ψυχν κα σωμάτων, πσι τος ρυομένοις πίστει,
κα μεταλαμβάνουσιν ξ ατο, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το καταξιωθναι μς μπλησθναι γιασμο, δι τς τν δάτων τούτων μεταλήψεως,
τ οράτ πιφανεί το γίου Πνεύματος, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το εσακοσαι Κύριον τν Θεν φωνς τς δεήσεως μν τν μαρτωλν, κα λεσαι
μς, το Κυρίου δεηθμεν.
πρ το υσθναι μς π πάσης θλίψεως, ργς, κινδύνου κα νάγκης, το Κυρίου δεηθμεν.
ντιλαβο, σσον λέησον, κα διαφύλαξον μς Θες τ σ χάριτι.
Τς Παναγίας, χράντου, περευλογημένης, νδόξου Δεσποίνης μν Θεοτόκου κα ειπαρθένου
Μαρίας, μετ πάντων τν γίων μνημονεύσαντες, αυτος κα λλήλους κα πσαν τν ζων μν, Χριστ τ Θε παραθώμεθα.
ΧΟΡΟΣ: Σοὶ Κύριε.
ερες τν Εχν μυστικς.
Κύριε ησο Χριστέ, μονογενς Υός, ν ες τν κόλπον το Πατρός, ληθινς Θεός, πηγ τς ζως κα τς θανασίας, τ φς τ κ φωτός, λθν ες τν κόσμον το φωτίσαι ατόν, καταύγασον μν τν διάνοιαν τ γί σου Πνεύματι, κα πρόσδεξαι μς μεγαλωσύνην κα εχαριστίαν σοι προσάγοντας, π τος π αἰῶνος θαυμαστος σου μεγαλουργήμασι, κα τ π σχάτων τν αώνων σωτηρί σου οκονομί. ν τ σθενς μν κα πτωχν περιβαλόμενος φύραμα, κα τος τς δουλείας μέτροις συγκατιών, τν πάντων Βασιλεύς, τι κα δουλικ χειρ ν τ ορδάν βαπτισθναι κατεδέξω, να τν τν δάτων φύσιν γιάσας ναμάρτητος, δοποιήσς μν τν δι δατος κα Πνεύματος ναγέννησιν, κα πρς τν πρώτην μς ποκαταστήσς λευθερίαν. Ο τινος θείου Μυστηρίου τν νάμνησιν ορτάζοντες, δεόμεθά σου φιλάνθρωπε Δέσποτα. Ῥᾶνον φ μς τος ναξίους δούλους σου, κατ τν θείαν σου παγγελίαν, δωρ καθάρσιον, τς σς εσπλαγχνίας τν δωρεάν, ες τ π τ δατι τούτ τν ατησιν μν τν μαρτωλν επρόσδεκτον γενέσθαι τ σ γαθότητι, κα τν ελογίαν σου δι ατο μν τε κα παντ τ πιστ σου χαρισθναι λα, ες δόξαν το γίου προσκυνητο σου νόματος. Σο γρ πρέπει πσα δόξα, τιμή, κα προσκύνησις, σν τ νάρχ σου Πατρί, κα τ παναγί, κα γαθ, κα ζωοποι σο Πνεύματι, νν κα εί, κα ες τος αἰῶνας τν αώνων. μήν.

 
Κα ρχεται ερες μεγαλοφώνως τς Εχς ταύτης. Κατά τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς ἡ εὐχή δέν λέγεται ἀπό τήν ἀρχῆ ἀλλά ρχεται ἀπό τὸ «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου».
Ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου εροσολύμων.
Τρις περούσιε, περγαθε, πέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, όρατε, κατάληπτε. Δημιουργ τν νοερν οσιν κα τν λογικν φύσεων, μφυτος γαθότης, τ Φς τ πρόσιτον, τ φωτίζον πάντα νθρωπον ρχόμενον ες τν κόσμον, λάμψον κμο τ ναξί δούλ σου, φώτισόν μου τς διανοίας τ μματα, πως νυμνσαι τολμήσω τν μετρον εεργεσίαν κα δύναμιν. Επρόσδεκτος γενέσθω παρ μο δέησις δι τν παρεσττα λαόν, πως τ πλημμελήματά μου μ κωλύσωσιν νθάδε παραγενέσθαι τ γιόν σου Πνεμα, λλ συγχώρησόν μοι κατακρίτως βον σοι κα λέγειν κα νν, περγαθε· Δοξάζομέν σε Δέσποτα φιλάνθρωπε, Παντοκράτορ, προαιώνιε Βασιλε. Δοξάζομέν σε τν Κτίστην, κα Δημιουργν το παντός. Δοξάζομέν σε, Υἱὲ το Θεο μονογενές, τν πάτορα κ Μητρός, κα μήτορα κ Πατρός· ν γρ τ προλαβούσ ορτ νήπιόν σε εδομεν, ν δ τ παρούσ τέλειν σε ρμεν, τν κ τελείου τέλειον πιφανέντα Θεν μν. Σήμερον γρ τς ορτς μν πέστη καιρός, κα χορς γίων κκλησιάζει μν, κα γγελοι μετ νθρώπων συνεορτάζουσι. Σήμερον χάρις το γίου Πνεύματος, ν εδει περιστερς, τος δασιν πεφοίτησε. Σήμερον δυτος λιος νέτειλε, κα κόσμος τ φωτ Κυρίου καταυγάζεται. Σήμερον Σελήνη λαμπρας τας κτσι τ κόσμ συνεκλαμπρύνεται. Σήμερον ο φωτοειδες στέρες τ φαιδρότητι τς λάμψεως τν οκουμένην καλλωπίζουσι. Σήμερον α νεφέλαι ετν δικαιοσύνης τ νθρωπότητι ορανόθεν δροσίζουσι. Σήμερον κτιστος π το δίου πλάσματος βουλ χειροθετεται. Σήμερον Προφήτης κα Πρόδρομος τ Δεσπότ προσέρχεται, λλ τρόμ παρίσταται, ρν Θεο πρς μς συγκατάβασιν. Σήμερον τ το ορδάνου νάματα ες άματα μεταποιεται τ το Κυρίου παρουσί. Σήμερον είθροις μυστικος πσα κτίσις ρδεύεται. Σήμερον τ τν νθρώπων πταίσματα τος δασι το ορδάνου παλείφονται. Σήμερον Παράδεισος νέωκται τος νθρώποις, κα τς Δικαιοσύνης λιος καταυγάζει μν. Σήμερον τ πικρν δωρ, τ π Μωϋσέως τ λα, ες γλυκύτητα μεταποιεται τ το Κυρίου παρουσί. Σήμερον το παλαιο θρήνου πηλλάγημεν κα ς νέος σραλ διεσώθημεν. Σήμερον το σκότους λυτρώθημεν, κα τ φωτ τς θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον χλς το κόσμου καθαίρεται τ πιφανεί το Θεο μν. Σήμερον λαμπαδοφεγγε πσα κτίσις νωθεν. Σήμερον πλάνη κατήργηται, κα δν μν σωτηρίας ργάζεται το Δεσπότου πέλευσις. Σήμερον τ νω τος κάτω συνεορτάζει, κα τ κάτω τος νω συνομιλε. Σήμερον ερ κα μεγαλόφωνος τν ρθοδόξων πανήγυρις γάλλεται. Σήμερον Δεσπότης πρς τ βάπτισμα πείγεται, να ναβιβάσ πρς ψος τ νθρώπινον. Σήμερον κλινς τ δί οκέτ ποκλίνεται, να μς κ τς δουλείας λευθερώσ. Σήμερον Βασιλείαν ορανν νησάμεθα· τς γρ Βασιλείας το Κυρίου οκ σται τέλος. Σήμερον γ κα θάλασσα τν το κόσμου χαρν μερίσαντο, κα κόσμος εφροσύνης πεπλήρωται. Εδοσάν σε δατα, Θεός, εδοσάν σε δατα κα φοβήθησαν. ορδάνης στράφη ες τ πίσω, θεασάμενος τ πρ τς θεότητος, σωματικς κατερχόμενον, κα εσερχόμενον π ατόν. ορδάνης στράφη ες τ πίσω, θεωρν τ Πνεμα τ γιον, ν εδει περιστερς κατερχόμενον, κα περιϊπτάμενόν σοι. ορδάνης στράφη ες τ πίσω, ρν τν όρατον ραθέντα, τν Κτίστην σαρκωθέντα, τν Δεσπότην ν δούλου μορφ. ορδάνης στράφη ες τ πίσω, κα τ ρη σκίρτησαν, Θεν ν σαρκ καθορντα, κα νεφέλαι φωνν δωκαν, θαυμάζουσαι τν παραγενόμενον, φς κ φωτός, Θεν ληθινν κ Θεο ληθινο, δεσποτικν πανήγυριν σήμερον ν τ ορδάν ρντες, ατν δ τν τς παρακος θάνατον, κα τ τς πλάνης κέντρον, κα τν το, δου σνδεσμον ν τ ορδάν βυθίσαντα, κα Βάπτισμα σωτηρίας τ κόσμ δωρησάμενον. θεν κγ μαρτωλς κα νάξιος δολος σου, τ μεγαλεα τν θαυμάτων σου διηγούμενος, συνεχόμενος φόβ, ν κατανύξει βο σοι·
Μετ δ τν συμπλήρωσιν, λέγει γεγονωτέρ φων.
Μέγας ε, Κύριε, κα θαυμαστ τ ργα σου, κα οδες λόγος ξαρκέσει πρς μνον τν θαυμασίων σου (κ γ').
Κα Χορός λέγει κάθε φορά
                                             Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι.

ερες συνεχίζει τήν εὐχήν
Σ γρ βουλήσει ξ οκ ντων ες τ εναι παραγαγν τ σύμπαντα τ σ κράτει συνέχεις τν κτίσιν, κα τ σ προνοί διοικες τν κόσμον. Σ κ τεσσάρων στοιχείων τν κτίσιν συναρμόσας, τέτταρσι καιρος τν κύκλον το νιαυτο στεφάνωσας. Σ τρέμουσιν α νοερα πσαι Δυνάμεις. Σ μνε λιος, σ δοξάζει σελήνη, σο ντυγχάνει τ στρα, σο πακούει τ φς, σ φρίττουσιν βυσσοι, σο δουλεύουσιν α πηγαί. Σ ξέτεινας τν ορανν σε δέρριν· σ στερέωσας τν γν π τν δάτων· σ περιετείχισας τν θάλασσαν ψάμμ· σ πρς ναπνος τν έρα ξέχεας· γγελικα Δυνάμεις σο λειτουργοσιν· ο τν, ρχαγγέλων χορο σ προσκυνοσι· τ πολυόμματα Χερουβίμ, κα τ ξαπτέρυγα Σεραφμ κύκλ στάμενα κα περιϊπτάμενα, φόβ τς προσίτου σου δόξης κατακαλύπτονται. Σ γρ Θες ν περίγραπτος, ναρχός τε κα νέκφραστος, λθες π τς γς, μορφν δούλου λαβν, ν μοιώματι νθρώπων γενόμενος· ο γρ φερες, Δεσπότα, δι σπλάγχνα λέους σου, θεάσασθαι π το διαβόλου τυραννούμενον τ γένος τν νθρώπων, λλ λθες κα σωσας μς. μολογομεν τν χάριν, κηρύττομεν τν λεον, ο κρύπτομεν τν εεργεσίαν, τάς τς φύσεως μν γονς λευθέρωσας, παρθενικν γίασας μήτραν τ τόκ σου, πσα κτίσις μνησέ σε πιφανέντα. Σ γρ Θες μν π τς γς φθης, κα τος νθρώποις συνανεστράφης. Σ κα τ ορδάνια εθρα γίασας, ορανόθεν καταπέμψας τ Πανάγιον σο Πνεμα, κα τάς κεφαλς τν κεσε μφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων. Ατς ον, φιλάνθρωπε Βασιλε, πάρεσο κα νν δι τς πιφοιτήσεως το γίου σου Πνεύματος, κα γίασον τ δωρ   τοτο ( γ΄).
Κα δς ατ τν χάριν τς πολυτρώσεως, τν ελογίαν το ορδάνου. Ποίησον ατ φθαρσίας πηγήν, γιασμο δρον, μαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων λεξιτήριον, δαίμοσιν λέθριον, τας ναντίαις δυνάμεσιν πρόσιτον, γγελικς σχος πεπληρωμένον, να πάντες ο ρυόμενοι κα μεταλαμβάνοντες χοιεν ατ πρς καθαρισμν ψυχν κα σωμάτων, πρς ατρείαν παθν, πρς γιασμν οκων, πρς πσαν φέλειαν πιτήδειον. Σ γρ ε Θες μν, δι δατος κα Πνεύματος νακαινίσας τν παλαιωθεσαν φύσιν π τς μαρτίας. Σ ε Θες μν, δι δατος κατακλύσας π το Νε τν μαρτίαν. Σ ε Θες μν, δι θαλάσσης λευθερώσας κ τς δουλείας Φαραώ, δι Μωϋσέως, τ γένος τν βραίων· Σ ε Θες μν διαρρήξας πέτραν ν ρήμ, κα ρρύησαν δατα, κα χείμαρροι κατεκλύσθησαν, κα διψντα τν λαόν σου κορέσας. Σ ε Θες μν, δι δατος κα πυρός, δι το λίου, παλλάξας τν σραλ κ τς πλάνης το Βάαλ.
Ατς κα νν, Δεσπότα, γίασον τ δωρ τοτο, τ Πνεύματί σου τ γί. (κ γ')
Δς πσι, τος τε μεταλαμβάνουσι, τν γιασμόν, τν ελογίαν, τν κάθαρσιν, τν γείαν.
Κα σσον, Κύριε, τος δούλους σου, τος πιστος Ἄρχοντας μν. Κα φύλαξον ατος π τν σκέπην σου ν ερήν, πόταξον π τος πόδας ατν πάντα χθρν κα πολέμιον, χάρισαι ατος τ πρς σωτηρίαν ατήματα κα ζων τν αώνιον.
Μνήσθητι, Κύριε, το πατρός κα ρχιεπισκόπου μν (δενος), κα παντς το Πρεσβυτερίου, τς ν Χριστ Διακονίας, κα παντς ερατικο τάγματος, κα το περιεσττος λαο, κα τν δι ελόγους ατίας πολειφθέντων δελφν μν, κα λέησον ατος κα μς, κατ τ μέγα σου λεος. να κα δι στοιχείων, κα δι γγέλων, κα δι νθρώπων, κα δι ρωμένων, κα δι οράτων, δοξάζηταί σου τ πανάγιον νομα, σν τ Πατρί, κα τ γί Πνεύματι, νν, κα εί, κα ες τος αἰῶνας τν αώνων.
                                                                               ΧΟΡΟΣ: μήν.
                                                                              ΙΕΡΕΥΣ: Ερήνη πσι.
                                                                             ΧΟΡΟΣ: Κατ Πνεύματι σου.
                                                                         ΔΙΑΚΟΝΟΣ: Τὰς κεφαλὰς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν.
                                                                            ΧΟΡΟΣ: Σοὶ Κύριε.
 
                                                                                          ΙΕΡΕΥΣ
Κλνον, Κύριε, τ ος σου, κα πάκουσον μν, ν ορδάν βαπτισθναι καταδεξάμενος, κα γιάσας τ δατα· κα ελόγησον πάντας μς, τος δι τς κλίσεως τν αυτν αχένων σημαίνοντας τ τς δουλείας πρόσχημα. Κα καταξίωσον μς μπλησθναι το γιασμο σου δι τς το δατος τούτου μεταλήψεώς τε κα αντισμο, κα γενέσθω μν, Κύριε, ες γείαν ψυχς κα σώματος.
Σ γρ ε γιασμς τν ψυχν κα τν σωμάτων μν, κα σο τν δόξαν, κα εχαριστίαν, κα προσκύνησιν ναπέμπομεν, σν τ νάρχ σου Πατρί, κα τ Παναγί κα γαθ κα ζωοποι σου Πνεύματι, νν, κα εί, κα ες τος αἰῶνας τν αώνων.
                                                                     ΧΟΡΟΣ   μήν.
Κα εθύς, ελογν τ δατα σταυροειδς, βαπτίζει τν τίμιον Σταυρόν, ρθιον ατν κατάγων ν τ δατι κα νάγων, ψάλλων κα τ παρν:  
Τροπάριον  χος α΄
ν ορδάν βαπτιζομένου σου Κύριε, τς Τριάδος φανερώθη προσκύνησις· το γρ Γεννήτορος φων προσεμαρτύρει σοι, γαπητν σε Υἱὸν νομάζουσα· κα τ Πνεμα ν εδει περιστερς, βεβαίου το λόγου τ σφαλές. πιφανες Χριστ Θεός, κα τν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ὁ Ἱερεύς ξανά κατάγει κα νάγει τὸ σταυρὸ δεύτερη κα τρίτη φορά κα ὁ χορὸς ἐπαναλαμβάνει τὸ τροπάριο. Εἶτα με κλαδιά βασιλικός αντίζει το Ναόν και το Ιερό βήμα ψάλλοντας τὸ κοντάκιον τῆς ἑορτῆς. Την παραμονῆ ψάλλετε τὸ προεόρτιον κοντάκιον.
Προεόρτιον Κοντάκιον χος δ'
πεφάνης σήμερον
ν τος είθροις σήμερον το ορδάνου, γεγονς Κύριος, τ ωάνν κβο.
Μ δειλιάσς βαπτίσαι με· σσαι γρ κω, δμ τν πρωτόπλαστον.
Κοντάκιον χος δ'
πεφάνης σήμερον τ οκουμέν, κα τ φς σου Κύριε, σημειώθη φ μς, ν
πιγνώσει μνοντας σε· λθες φάνης τ Φς τ πρόσιτον.
Εἶτα ἔρχεται λαός κα προσκυνώντας τὸν τίμιον Σταυρό, κα Ἱερεύς αντίζει τὸν καθἓνα μέ τὸ ἁγιασμένο δατος. Ἐπίσης μεταλαμβάνουν ὅλη ἀπὸ τὸ ἁγιασμὸ.
                                      Ὁ χορός ψάλλει τὸ παρόν διόμελον ες χον πλ. β΄.
νυμνήσωμεν ο πιστοί, τς περ μς το Θεο οκονομίας τ μέγεθος· ν γρ τ μν παραπτώματι, γενόμενος νθρωπος, τν μν κάθαρσιν καθαίρεται ν τ ορδάν, μόνος καθαρς κα κήρατος, γιάζων μ κα τ δατα κα τάς κεφαλς τν δρακόντων, συντρίβων π το δατος. ντλήσωμεν ον δωρ, μετ εφροσύνης δελφοί· γρ χάρις το Πνεύματος, τος πιστς ντλοσιν, οράτως πιδίδοται, παρ Χριστο το Θεο, κα Σωτρος τν ψυχν ιμών.
                                                                                    Εἶτα
αχορός     Εη τ νομα Κυρου ελογημνον π τοῦ νν κα ως τοῦ αἰῶνος.
βχορός   Εη τ νομα Κυρου ελογημνον π τοῦ νν κα ως τοῦ αἰῶνος.
αχορός      Τ νομα Κυρου εη ελογημνον………………………………
βχορός   ………………………….π τοῦ νν κα ως τοῦ αἰῶνος.
                                                                Δι᾿ εὐ­χῶν... ­μήν.
                       ΔΙΑΚΟΝΟΣ:          Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
ΧΟΡΟΣ: Κύριε ἐλέησον.
Ὁ  δέ Ἱερεύς, ἐπί τῆς ὡραίας πύλης ἱστάμενος εὐλογεῖ τόν λαόν λέγων: 
Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος αὐτοῦ ἔλθοι ἐφ' ὑμᾶς, τῇ αὐτοῦ θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
                                                                                    ΧΟΡΟΣ:  μήν.
ΙΕΡΕΥΣ   Δόξα σοι, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι.
ΧΟΡΟΣ:  Δόξα Πατρί. Καὶ νῦν. Κύριε ἐλέησον (γ). Πάτερ ἅγιε, εὐλόγησον.
ΙΕΡΕΥΣ
ἐν Ἰορδάνη ὑπὸ Ἰωάννου βαπτισθῆναι καταδεξάμενος διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν  Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου καὶ παναμώμου ἁγίας αὐτοῦ Μητρός· δυνάμει τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ· προστασίαις τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων· ἱκεσίαις τοῦ τιμίου, ἐνδόξου, Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου· τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων· τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ καλλινίκων μαρτύρων· τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τοῦ ἁγίου (τοῦ Ναοῦ), τῶν ἁγίων καὶ δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ἐλεήσαι καὶ σώσαι ἡμᾶς, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός.
                                                                                                  ΧΟΡΟΣ:  
Στερεώσαι Κύριος ὁ Θεός την ἁγίαν και ἀμώμητον πίστιν τῶν εὐσεβῶν και ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, συν τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ, πόλει καί ἐνορίᾳ (κώμῃ) ταύτῃ εἰς αἰώνας αἰώνων. Ἀμήν.
Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν μακαρίων καί ἀοιδίμων κτητόρων τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ταύτης καί πάντων τῶν ὀρθοδόξων.
                                                            Εἶτα ὁ Ἱερεύς, εὐλογῶν τὸν λαὸν, λέγει:
Ἁγία Τριὰς διαφυλάξοι τόν λαόν Αὐτῆς ἐν εἰρήνη, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
ΧΟΡΟΣ:  μήν.
Τὸν εὐλογοῦντα καὶ ἁγιάζοντα ἡμᾶς, Κύριε, φύλαττε εἰς πολλὰ ἔτη.
ΙΕΡΕΥΣ
Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
ΧΟΡΟΣ:  μήν.
                                                           Εἴ­δη­σις. Ἐν τῇ τρα­πέ­ζῃ κα­τά­λυ­σις εἰς πάν­τα.


ΠΗΓΗ: http://analogion.com/forum