ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
[1] Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ.
Κάποτε ο Άγιος Νικόλαος αναχώρησε με
ένα Αιγυπτιακό καράβι να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δει τους Αγίους Τόπους
εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Ήθελε να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο
του Κυρίου.
Το βράδυ, είδε στον ύπνο του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι κι ΄εσπασε το τιμόνι. Το πρωϊ, λέει στον καπετάνιο ότι αν πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του σατανά,κι ο Θεός θα τους βοηθήσει.
Στο καράβι ήταν πολλοί χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν.Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο και από το βέβαιο πνιγμό. Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε.
Όμως κάποιος ναύτης την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί γλύστρισε κι έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε. Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός,πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους.
Το βράδυ, είδε στον ύπνο του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι κι ΄εσπασε το τιμόνι. Το πρωϊ, λέει στον καπετάνιο ότι αν πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του σατανά,κι ο Θεός θα τους βοηθήσει.
Στο καράβι ήταν πολλοί χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν.Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο και από το βέβαιο πνιγμό. Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε.
Όμως κάποιος ναύτης την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί γλύστρισε κι έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε. Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός,πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους.
Αφού ο Άγιος προσκύνησε τον Πανάγαθο
Τάφο του Κυρίου και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός,
ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του, μα κανένα πλοίο δεν πήγαινε αν δεν
εύρισκε "ναύλο".
Τότε ο Άγιος είπε στον καπετάνιο ότι ο ίδιος θα του πληρώσει όλο τον ναύλο για να τον πάρει στα Πάταρα.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ο αέρας ήταν καλός και αντί να πάνε στα Πάταρα,πήγαιναν πρώτα στη δικιά τους πατρίδα. Τότε ξαφνικά άρχισε μια φοβερή τρικυμία,που τους έσπασε το τιμόνι και το πλοίο ακυβέρνητο θα τσακιζόταν στους βράχους.Ο Άγιος τότε πραγματικά παρακάλεσε το Θεό και η θάλασσα γαλήνεψε και με ένα χοντρό ξύλο που ματαχειριστηκανε για τιμόνι έφτασαν στα Πάταρα. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν τον Πανάγαθο.
Τότε ο Άγιος είπε στον καπετάνιο ότι ο ίδιος θα του πληρώσει όλο τον ναύλο για να τον πάρει στα Πάταρα.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ο αέρας ήταν καλός και αντί να πάνε στα Πάταρα,πήγαιναν πρώτα στη δικιά τους πατρίδα. Τότε ξαφνικά άρχισε μια φοβερή τρικυμία,που τους έσπασε το τιμόνι και το πλοίο ακυβέρνητο θα τσακιζόταν στους βράχους.Ο Άγιος τότε πραγματικά παρακάλεσε το Θεό και η θάλασσα γαλήνεψε και με ένα χοντρό ξύλο που ματαχειριστηκανε για τιμόνι έφτασαν στα Πάταρα. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν τον Πανάγαθο.
Κάποτε ήρθε πολύ μεγάλη πείνα στην
περιοχή της Λυκίας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής ουδέποτε θυμούνται
τέτοια μεγάλη πείνα. Τα δε Μύρα η επαρχία του Αγίου Νικολάου κινδύνεψε
να καταστραφεί.Αλλά ο Άγιος λυπήθηκε το ποίμνιό του και ενήργησε ως
ακολούθως:
Κάποιος πλοίαρχος φόρτωσε το πλοίο του με σιτάρι με προορισμό τη Γαλλία . Τη νύχτα στον ύπνο του βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να του λέει: "το σιτάρι να το πάρεις στα Μύρα της Λυκίας και όχι στη Γαλλία, γιατί εκεί είναι μεγάλη πείνα και θα το πωλήσεις πολύ άκριβά και γρήγορα. Πάρε δε και τρία φλωριά και όταν φθάσεις στα Μύρα θα πάρεις και τα υπόλοιπα χρήματα. Το πρωϊ αφού ξύπνησε ο πλοίαρχος βρήκε στα χέρια του τα νομίσματα, διηγήθηκε στους ναύτες του τα όσα του συνέβησαν τη νύχτα και τους έδειξε και τα νομίσματα. Όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να οδηγήσουν το πλοίο στα Μύρα γιατί ήτανε θέλημα Θεού. Πράγματι, αφού έφθασαν στα Μύρα πώλησαν αμέσως όλο το σιτάρι σε πολύ καλή τιμή, οι δε κάτοικοι των Μύρων δόξασαν τον Θεό, ο οποίος τους φρόντησε για να μην πεθάνουν από την πείνα, αλλά πάντοτε φροντίζει αυτούς που στηρίζουν την ελπίδα τους στο πλούσιό του έλεος.
Κάποιος πλοίαρχος φόρτωσε το πλοίο του με σιτάρι με προορισμό τη Γαλλία . Τη νύχτα στον ύπνο του βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να του λέει: "το σιτάρι να το πάρεις στα Μύρα της Λυκίας και όχι στη Γαλλία, γιατί εκεί είναι μεγάλη πείνα και θα το πωλήσεις πολύ άκριβά και γρήγορα. Πάρε δε και τρία φλωριά και όταν φθάσεις στα Μύρα θα πάρεις και τα υπόλοιπα χρήματα. Το πρωϊ αφού ξύπνησε ο πλοίαρχος βρήκε στα χέρια του τα νομίσματα, διηγήθηκε στους ναύτες του τα όσα του συνέβησαν τη νύχτα και τους έδειξε και τα νομίσματα. Όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να οδηγήσουν το πλοίο στα Μύρα γιατί ήτανε θέλημα Θεού. Πράγματι, αφού έφθασαν στα Μύρα πώλησαν αμέσως όλο το σιτάρι σε πολύ καλή τιμή, οι δε κάτοικοι των Μύρων δόξασαν τον Θεό, ο οποίος τους φρόντησε για να μην πεθάνουν από την πείνα, αλλά πάντοτε φροντίζει αυτούς που στηρίζουν την ελπίδα τους στο πλούσιό του έλεος.
Κάποτε ένα καϊκι κινδύνεψε να
βουλιάξει. Οι νάυτες του κάλεσαν τότε τον Άγιο Νικόλαο να τους σώσει,
γιατί άκουσαν ότι ο Άγιος είναι ο προστάτης των θαλασσινών και ότι τους
βοηθά.Επεκαλέσθησαν τον Άγιο με τούτα τα λόγια: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ
μας την ώρα αυτή, γιατί πνιγόμαστε". Πράγματι ξαφνικά παρουσιάστηκε στην
πρύμνη του καϊκιού ένας καλόγερος, που κρατούσε το τιμόνι και είπε τους
ναύτες: "Μη φοβάστε, με φωνάξατε να σας βοηθήσω και αμέσως ήρθα να σας
βοηθήσω".
Όταν η θάλασσα γαλήνεψε, ο Άγιος χάθηκε, οι ναύτες βγήκαν στο λιμάνι των Μύρων και ζήτησαν να δούν τον Άγιο Νικόλαο. Μόλις μπήκαν στην Μητρόπολη είδαν τον ίδιο καλόγερο που ήταν στο τιμόνι και τους έσωσε. Τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τον γνώρισαν. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως πέσανε και τον προσκυνήσανε λέγοντες: "Ευχαριστούμεν σε, δούλε του Θεού, γιατί αν δεν πρόφτανες να έρθεις, θα πνιγόμασταν στη θάλασσα".
Όταν η θάλασσα γαλήνεψε, ο Άγιος χάθηκε, οι ναύτες βγήκαν στο λιμάνι των Μύρων και ζήτησαν να δούν τον Άγιο Νικόλαο. Μόλις μπήκαν στην Μητρόπολη είδαν τον ίδιο καλόγερο που ήταν στο τιμόνι και τους έσωσε. Τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τον γνώρισαν. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως πέσανε και τον προσκυνήσανε λέγοντες: "Ευχαριστούμεν σε, δούλε του Θεού, γιατί αν δεν πρόφτανες να έρθεις, θα πνιγόμασταν στη θάλασσα".
Άλλο θαύμα που έκανε ο Άγιος Νικόλαος,
είναι όταν μια μέρα παρουσιάστηκε μια γριά γυναίκα, που δεν ήταν άλλος
από τον σατανά, στον πολίαρχο ενός καϊκιού, που θα πήγαινε με πολλούς
χριστιανούς στα Μύρα για να ποσδκυνήσουν στην Εκκλησία του Αγίου
Νικολάου το ιερό του λείψανο. Αυτή, λοιπόν η γριά, του λέει ότι θα ήθελε
να πάσε και αυτή να προσκυνήσει μα δεν αντέχει τη θάλασσα γιατί είναι
γριούλα και τον παρακάλεσε να πάρει ένα δοχείο λάδι για ν' ανάψουν τα
καντήλια.
Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλίαξει το καϊκι.
Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλίαξει το καϊκι.
Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη
περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον
Ελλήσποντο,την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία.
Στην Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι οποίοι ονομάζοντο Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρείς σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στος αρπαγές βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: "Ποίοι είσθε;"
Εκείνοι μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. "Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάμνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός". Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: " Αφού ήλθετε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστητημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήλθετε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε "; Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι εφοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι είπαν προς τον Άγιο: " Ποίος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε "; Ο δε Άγιος απάντησε:
" Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ότι θέλουν; Εσείς φταίτε ". Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε εφιλοξένησε τους τρείς στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ' αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπούνε στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα,ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίουν και να τον παρακαλούν όπως προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευτάια στιγμή πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να απικεφαλίσει τους μελλοθάνατους και αφού έλυσε τα δεσμά και δοξάζοντες τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο.
Όταν το γογονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δούν το γεγονός. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος καβαλλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δεί τι συνέβει. Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για την δωροδοκία και την άδικη κρίση πού επέβαλε σ'αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής.Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.
Στην Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι οποίοι ονομάζοντο Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρείς σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στος αρπαγές βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: "Ποίοι είσθε;"
Εκείνοι μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. "Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάμνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός". Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: " Αφού ήλθετε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστητημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήλθετε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε "; Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι εφοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι είπαν προς τον Άγιο: " Ποίος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε "; Ο δε Άγιος απάντησε:
" Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ότι θέλουν; Εσείς φταίτε ". Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε εφιλοξένησε τους τρείς στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ' αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπούνε στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα,ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίουν και να τον παρακαλούν όπως προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευτάια στιγμή πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να απικεφαλίσει τους μελλοθάνατους και αφού έλυσε τα δεσμά και δοξάζοντες τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο.
Όταν το γογονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δούν το γεγονός. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος καβαλλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δεί τι συνέβει. Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για την δωροδοκία και την άδικη κρίση πού επέβαλε σ'αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής.Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.
Αφού είδαν όλα αυτά που συνέβησαν οι
τρείς στρατηγοί μπήκαν στα πλοία τους και αναχώρησαν για τη Φρυγία, για
ειρήνευση τους Ταϊφάλους. Πράγματι αφού νίκησαν τους Ταϊφάλους και τους
ειρήνευσαν γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Αυτοκράτορας τους
τίμησε δίνοντάς τους πολλά δώρα και τους έβαλε σε ψηλώτερη θέση.
Μα ο σατανάς, που δεν θέλει το καλό κανενός, παρακίνησε μερικούς κακούς ανθρώπους να πλησιάσουν τον επίτροπο του Βασιλιά Αβλάβιο και να κατηγορήσουν τους στρατηγούς ότι τάχα δεν κτύπησαν τους επαναστάτες, παραμόνο έκαναν μυστική συμφωνία μαζί τους να κάνουν ξεχωριστό κράτος με βασιλιάδες τους τρείς στρατηγούς τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπύλιο. Οι συκοφάντες έδωσαν πολλά χρήματα στον Άβλάβιο και αυτός τους φυλάκισε χωρίς οι στρατηγοί να γνωρίζουν την αιτία. Οι κακοί εκείνοι άνθρωποι, φοβούμενοι μήπως φανερωθούν μια μέρα στο βασιλιά σαν ψεύτες, έδωσαν ακόμα περισσότερα χρήματα στον Αβλάβιο για να διατάξει να σκοτώσουν τους στρατηγούς. Αμέσως αυτός πήγε στον Αυτοκράτορα και του λέγει: " Πολυχρονεμένε μου Βασιλιά, οι τρείς στρατηγοί Νεπωτιανός,Ούρσος και Ερπυλίων τους οποίους έστειλες να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγή σου, τους παρέσυραν με το μέρος τους και σκέπτονται να επαναστατήσουν κατά της βασιλείας σου. Εγώ τους φυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου πρέπει να τους σκοτώσει για να γλυτώσεις από αυτούς και να παραδειγματιστούν και οι άλλοι".
Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε τον Αβλάβιο τον πίστεψε και διάταξε να απικεφαλιστουν την επομένη μέρα. Τότε ο Αβλάβιος έγραψε την καταδίκη καί έστειλε είδηση στη φυλακή να δοθεί η αγγελία στους στρατηγούς. Όταν ο δεσμοφύλακας πήρε την είδηση και τη διάβασε, άρχισε να κλαίει και πήγε αμέσως στους στρατηγούς και τους είπε: " Αύριο αποκεφαλίζεσθε. Εάν έχετε κάτι να γράψετε στις οικογένειές σας να το πράξετε τό συντομότερο". Μόλις άκουσαν τη διαταγή του Βασιλιά παράλυσαν τα μέλη τους μη γνωρίζοντες την αιτία της καταδίκης και φώναζαν και έλεγαν: "Σε ποιό πράγμα φραίξαμε ενώπιον του Θεού και του Βασιλιά μας και καταδικαστήκαμε σε θάνατο; Ποιά είναι η αμαρτία μας και θέλουν να μας σκοτώσουν";
Οι τρείς στρατηγοί έγραψαν στην φυλακή την διαθήκη τους και τις τελευταίες θελήσεις και επιθυμίες τους. Ο ένας από τους τρείς ο Νεπωτιανός είπε ότι στο σημείο που φτάσαμε τώρα, μόνο ο Επίσκοπος Λυκίας μπορεί να μας βοηθήσει και να μας σώσει από το θάνατο. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μας ελευθερώσει και να μας σώσει. Θυμάστε, τους λέει, τι συνέβει στα Μύρα της Λυκίας με τον μέγα Νικόλαο,ο οποίος ελευρέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρείς άνδρες. Αυτός γνωρίζει για μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να τον παρακαλέσουμε να μας απελευθερώσει.Πράγματι και οι τρείς με δάκρυα στα μάτια εβόησαν λέγοντες: " Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νιλολάου, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρείς άνδρες στα Μύρα, πρόφθασε, Κύριε, και μη παρίδεις την αδικία αυτή και ούτε δε να μας λησμονήσεις απότον κίνδυνο θανάτου που βρισκόμαστε. Ελευθέρωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και πρόφθασε σε βοήθειά μας, γιατί αύριο θα θανατωθούμε". Όλη τη νύχτα προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στη φυλακή. Και πραγματικά, το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βλέπει οπτασία τον Άγιο Νικόλαο που του λέει: "Βασιλιά, ξύπνα και λευτέρωσε τους τρείς στρατηγούς σου, γιατί όσα σου είπαν είναι ψέμα. Άν δεν το κάνεις, γρήγορα θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι σύ"; Ρώτησε ο βασιλιάς. "Είμαι ο Επίσκοπος Λυκίας, κι' εγώ τους φιλοξένησα και τους γνωρίζω καλά".
Ο Άγιος πήγε μετά στον Έπαρχο Αβλάβιο και του είπε: "Αβλάβιε, ανόητε,γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους τρείς άνδρες, οι οποίοι δεν έπταισαν σε τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσεις, ειδάλλως θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι συ", ρώτησε Αβλάβιος.
Ο Άγιος απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και ο Αρχιερέας των Μυραίων. Μόλις είπε αυτά ο Άγιος, ο Αβλάβιος αμέσως ξύπνησε και σκεφτόταν τι σήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος σκεφτόταν τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέτες του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λέγουν: "Πήγαινε γρήγορα και σε ζητά ο Βασιλιάς". Αμέσως πήγε και παρουσιάστηκε στο Βασιλιά, ο δε Βασιλιάς μόλιε τον είδε άρχισε να του διηγείταιο όραμα που είδε. Ο Αβλάβιος απάντησε αμέσως ότι είδε το ίδιο όνειρο και απορούσε πολύ. Τότε ο Βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη από τους τρείς στρατηγούς και τους διηγήθηκε την οπτασία που είδε.
Οι τρείς στρατηγοί ελευθερώθηκαν και έγιναν μοναχοί. Τις δε περιουσίες τους τις μοίρασαν στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Ο Βασιλιάς τους έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, ένα χρυσό θυμιατήρι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και δυο μεγάλες επίχρυσες λαμπάδες δώρα για την Εκκλησία στην οποία ήταν Αρχιερέας ο Άγιος Νικόλαος.
Μα ο σατανάς, που δεν θέλει το καλό κανενός, παρακίνησε μερικούς κακούς ανθρώπους να πλησιάσουν τον επίτροπο του Βασιλιά Αβλάβιο και να κατηγορήσουν τους στρατηγούς ότι τάχα δεν κτύπησαν τους επαναστάτες, παραμόνο έκαναν μυστική συμφωνία μαζί τους να κάνουν ξεχωριστό κράτος με βασιλιάδες τους τρείς στρατηγούς τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπύλιο. Οι συκοφάντες έδωσαν πολλά χρήματα στον Άβλάβιο και αυτός τους φυλάκισε χωρίς οι στρατηγοί να γνωρίζουν την αιτία. Οι κακοί εκείνοι άνθρωποι, φοβούμενοι μήπως φανερωθούν μια μέρα στο βασιλιά σαν ψεύτες, έδωσαν ακόμα περισσότερα χρήματα στον Αβλάβιο για να διατάξει να σκοτώσουν τους στρατηγούς. Αμέσως αυτός πήγε στον Αυτοκράτορα και του λέγει: " Πολυχρονεμένε μου Βασιλιά, οι τρείς στρατηγοί Νεπωτιανός,Ούρσος και Ερπυλίων τους οποίους έστειλες να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγή σου, τους παρέσυραν με το μέρος τους και σκέπτονται να επαναστατήσουν κατά της βασιλείας σου. Εγώ τους φυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου πρέπει να τους σκοτώσει για να γλυτώσεις από αυτούς και να παραδειγματιστούν και οι άλλοι".
Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε τον Αβλάβιο τον πίστεψε και διάταξε να απικεφαλιστουν την επομένη μέρα. Τότε ο Αβλάβιος έγραψε την καταδίκη καί έστειλε είδηση στη φυλακή να δοθεί η αγγελία στους στρατηγούς. Όταν ο δεσμοφύλακας πήρε την είδηση και τη διάβασε, άρχισε να κλαίει και πήγε αμέσως στους στρατηγούς και τους είπε: " Αύριο αποκεφαλίζεσθε. Εάν έχετε κάτι να γράψετε στις οικογένειές σας να το πράξετε τό συντομότερο". Μόλις άκουσαν τη διαταγή του Βασιλιά παράλυσαν τα μέλη τους μη γνωρίζοντες την αιτία της καταδίκης και φώναζαν και έλεγαν: "Σε ποιό πράγμα φραίξαμε ενώπιον του Θεού και του Βασιλιά μας και καταδικαστήκαμε σε θάνατο; Ποιά είναι η αμαρτία μας και θέλουν να μας σκοτώσουν";
Οι τρείς στρατηγοί έγραψαν στην φυλακή την διαθήκη τους και τις τελευταίες θελήσεις και επιθυμίες τους. Ο ένας από τους τρείς ο Νεπωτιανός είπε ότι στο σημείο που φτάσαμε τώρα, μόνο ο Επίσκοπος Λυκίας μπορεί να μας βοηθήσει και να μας σώσει από το θάνατο. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μας ελευθερώσει και να μας σώσει. Θυμάστε, τους λέει, τι συνέβει στα Μύρα της Λυκίας με τον μέγα Νικόλαο,ο οποίος ελευρέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρείς άνδρες. Αυτός γνωρίζει για μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να τον παρακαλέσουμε να μας απελευθερώσει.Πράγματι και οι τρείς με δάκρυα στα μάτια εβόησαν λέγοντες: " Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νιλολάου, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρείς άνδρες στα Μύρα, πρόφθασε, Κύριε, και μη παρίδεις την αδικία αυτή και ούτε δε να μας λησμονήσεις απότον κίνδυνο θανάτου που βρισκόμαστε. Ελευθέρωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και πρόφθασε σε βοήθειά μας, γιατί αύριο θα θανατωθούμε". Όλη τη νύχτα προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στη φυλακή. Και πραγματικά, το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βλέπει οπτασία τον Άγιο Νικόλαο που του λέει: "Βασιλιά, ξύπνα και λευτέρωσε τους τρείς στρατηγούς σου, γιατί όσα σου είπαν είναι ψέμα. Άν δεν το κάνεις, γρήγορα θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι σύ"; Ρώτησε ο βασιλιάς. "Είμαι ο Επίσκοπος Λυκίας, κι' εγώ τους φιλοξένησα και τους γνωρίζω καλά".
Ο Άγιος πήγε μετά στον Έπαρχο Αβλάβιο και του είπε: "Αβλάβιε, ανόητε,γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους τρείς άνδρες, οι οποίοι δεν έπταισαν σε τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσεις, ειδάλλως θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι συ", ρώτησε Αβλάβιος.
Ο Άγιος απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και ο Αρχιερέας των Μυραίων. Μόλις είπε αυτά ο Άγιος, ο Αβλάβιος αμέσως ξύπνησε και σκεφτόταν τι σήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος σκεφτόταν τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέτες του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λέγουν: "Πήγαινε γρήγορα και σε ζητά ο Βασιλιάς". Αμέσως πήγε και παρουσιάστηκε στο Βασιλιά, ο δε Βασιλιάς μόλιε τον είδε άρχισε να του διηγείταιο όραμα που είδε. Ο Αβλάβιος απάντησε αμέσως ότι είδε το ίδιο όνειρο και απορούσε πολύ. Τότε ο Βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη από τους τρείς στρατηγούς και τους διηγήθηκε την οπτασία που είδε.
Οι τρείς στρατηγοί ελευθερώθηκαν και έγιναν μοναχοί. Τις δε περιουσίες τους τις μοίρασαν στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Ο Βασιλιάς τους έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, ένα χρυσό θυμιατήρι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και δυο μεγάλες επίχρυσες λαμπάδες δώρα για την Εκκλησία στην οποία ήταν Αρχιερέας ο Άγιος Νικόλαος.
Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ζούσε
κάποιος χριστιανός ευλαβής και πιστός, ο οποίος υπεραγαπούσε τον Άγιο
Νικόλαο,όπως και ο Άγιος τον αγαπούσε πολύ. Θέλησε κάποτε να ταξιδέψει
με καράβι για ατομική του υπόθεση. Πήγε πρώτα στο ναό του Αγίου Νικολάου
στην Κωνσταντινούπολη που τον είχε κτίσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός,
για να προσκυνήσει προτού ξεκινήσει για το ταξείδι του. Έπειτα, αφού
αποχαιρέτησε τους συγγενείς και τους φίλους του, μπήκε στο καράβι. Κατά
τη νύχτα οι νάυτες ξύπνησαν για να διορθώσουν τα παννιά γιατί είχε
αλλάξει η διεύθυνση του ανέμου.Την ίδια στιγμή ξύπνησε και ο καλός αυτός
χριστιανός και πήγαινε για φυσική του ανάγκη. Πέρασε απ' εκεί που
κατεγίνοντο οι ναύτες με τα σύνεργά τους και περιπλεχθείς με τα παννιά
έπεσε στη θάλασσα. Οι ναύτες πρόσεξαν τον άνθρωπο που έπεσε στη θάλασσα,
αλλά δεν μπόρεσαν να τον σώσουν, γιατί ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Το
μόνο που έκαναν ήταν να τον κλαίνε συνέχεια για τον τραγικό θάνατό του.
Ο άνθρωπος αυτός, καθώς ήταν ντυμένος, καταποντίστηκε στο βυθό της θάλασσας,θυμήθηκε και έλεγε νοερά: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με ".
Οι συγγενείς του, που κοιμούνταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, ξύπνησαν έντομοι ακούοντας τις φωνές του. Επίσης ξύπνησαν και οι γείτονες του από το θόρυβο και έτρεξαν στο σπίτι του και είδαν και αυτοί τη σκηνή και πρόσεξαν που έτρεχε τον νερό της θάλασσας από τα ρούχα του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες και είδαν τα συμβάντα έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί και δεν ήξεραν τιν να πουν. Τότε ο χριστιανός άρχισε να διηγήται αυτό που του σνηνέβξκε και να τους παρακαλεί να του πουν πως βρέθηκε στο σπίτι του σε τέτοιες συνθήκες. Όλοι τότε έκλαιγαν και φώναζαν. "Κύριε, ελέησόν".
Αφού ο χριστιανός άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στεγνά ξεκίνησε για να πάει στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Άγιο για το θαύμα που έκανε. Ο ναός έγινε κατάφωτος και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος ρωτώντας ο ένας τον άλλο τι είχε γίνει και αμέσως το θαύμα έγινε γνωστό.Μάλιστα δε όταν πλησίασαν τον διασωθέντα πρόσεξαν ότι ευωδίαζε το σώμα του από διάφορα αρώματα, εξέστησαν όλοι και δόξασαν το Θεό ευχαριστούντες τον μέγα Ιεράρχη Νικόλαο.
Αυτό το θαύμα του Αγίου έγινε σε λίγες μέρες γνωστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε και στα αφτιά του Βασιλιά και του Πατριάρχη. Αμέσως κάλεσαν Ιερά Σύνοδο, καθώς και τον διασωθέντα χριστιανό, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε όλους τους συναθροισθέντες Συνοδικούς, που φώναζαν: "Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!" Όλοι οι χριστιανοί έκαμαν λιτανεία και αγρυπνία,δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεό, απονέμοντες δε και την πρέπουσα ευχαριστία στον Άγιο Νικόλαο.
Ο άνθρωπος αυτός, καθώς ήταν ντυμένος, καταποντίστηκε στο βυθό της θάλασσας,θυμήθηκε και έλεγε νοερά: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με ".
Οι συγγενείς του, που κοιμούνταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, ξύπνησαν έντομοι ακούοντας τις φωνές του. Επίσης ξύπνησαν και οι γείτονες του από το θόρυβο και έτρεξαν στο σπίτι του και είδαν και αυτοί τη σκηνή και πρόσεξαν που έτρεχε τον νερό της θάλασσας από τα ρούχα του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες και είδαν τα συμβάντα έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί και δεν ήξεραν τιν να πουν. Τότε ο χριστιανός άρχισε να διηγήται αυτό που του σνηνέβξκε και να τους παρακαλεί να του πουν πως βρέθηκε στο σπίτι του σε τέτοιες συνθήκες. Όλοι τότε έκλαιγαν και φώναζαν. "Κύριε, ελέησόν".
Αφού ο χριστιανός άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στεγνά ξεκίνησε για να πάει στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Άγιο για το θαύμα που έκανε. Ο ναός έγινε κατάφωτος και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος ρωτώντας ο ένας τον άλλο τι είχε γίνει και αμέσως το θαύμα έγινε γνωστό.Μάλιστα δε όταν πλησίασαν τον διασωθέντα πρόσεξαν ότι ευωδίαζε το σώμα του από διάφορα αρώματα, εξέστησαν όλοι και δόξασαν το Θεό ευχαριστούντες τον μέγα Ιεράρχη Νικόλαο.
Αυτό το θαύμα του Αγίου έγινε σε λίγες μέρες γνωστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε και στα αφτιά του Βασιλιά και του Πατριάρχη. Αμέσως κάλεσαν Ιερά Σύνοδο, καθώς και τον διασωθέντα χριστιανό, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε όλους τους συναθροισθέντες Συνοδικούς, που φώναζαν: "Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!" Όλοι οι χριστιανοί έκαμαν λιτανεία και αγρυπνία,δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεό, απονέμοντες δε και την πρέπουσα ευχαριστία στον Άγιο Νικόλαο.
Στο Άγιο Όρος είναι ένα μοναστήρι,που
το λάνε,του Σταυρονικήτα. Είναι ένα μικρό και φτωχό μοναστηράκι τιμημένο
στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Το μοναστήρι αυτό στην αρχή κτίστηκε εις
μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Κατά την εποχή των εικονομάχων οι καλόγεροι ρίξανε πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες,ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Κάποτε το μοναστήρι αυτό το κάψανε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Άγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι μαστόροι άρχισαν το κτίσιμο, οι καλόγεροι έρριψαν τα δίχτυα στη θάλασσα για να πιάσουνε κανένα ψάρι. Όταν τραβήξανε τα δίχτυα βρήκαν μέσα σ΄αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο μέτωπό του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τραβήξανε για να το ξεκολλήσουν συνέβηκε κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ' αυτό το θαύμα, ονομάστηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μάχρι σήμερα.
Η εικόνα εκείνη είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική. Είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες...
Το παλιό προσκυνητάρι του Αγίου Όρους αναφέρει το εξής για την εικόνα αυτή του Αγίου:
"Αύτη η εικών εβγήκε από την θάλασσαν, επειδή και την έρριψαν εις αυτήν κατά τον καιρόν της εικονομαχίας τινές και από την πολυκαιρίαν όπου έκαμεν εις την θάλασσαν, εφύτρωσεν ένα οστρείδιον εις το μέτωπόν της δια τούτο και οστρειδάς καλείται είναι δε μετά μωσίου ψηφίδων χρυσών η ιεροϊστορία εγκεκοσμημένη εις κάλλος".
Μόλις λοιπόν είδε ο Πατριάρχης το θαύμα αυτό του εικονίσματος,
αφιέρωσε το καινούργιο μοναστήρι που κτιζόταν, στ' όνομα του Αγίου
Νικολάου και όχι του Προδρόμου. Και το μεν κέλυφος του στρειδιού το
έκανε ο Πατριάρχης δισκάκι για το ύψωμα της Παναγίας, στην Αγία Τράπεζα,
το δε άλλο το έκανε εγκόλπιο και βρίσκεται τώρα στο σκευοφυλάκιο του
Πατριαρχείου της Μόσχας.... Το θαύμα αυτό συνέβει στα 1553. Κατά την εποχή των εικονομάχων οι καλόγεροι ρίξανε πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες,ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Κάποτε το μοναστήρι αυτό το κάψανε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Άγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι μαστόροι άρχισαν το κτίσιμο, οι καλόγεροι έρριψαν τα δίχτυα στη θάλασσα για να πιάσουνε κανένα ψάρι. Όταν τραβήξανε τα δίχτυα βρήκαν μέσα σ΄αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο μέτωπό του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τραβήξανε για να το ξεκολλήσουν συνέβηκε κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ' αυτό το θαύμα, ονομάστηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μάχρι σήμερα.
Η εικόνα εκείνη είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική. Είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες...
Το παλιό προσκυνητάρι του Αγίου Όρους αναφέρει το εξής για την εικόνα αυτή του Αγίου:
"Αύτη η εικών εβγήκε από την θάλασσαν, επειδή και την έρριψαν εις αυτήν κατά τον καιρόν της εικονομαχίας τινές και από την πολυκαιρίαν όπου έκαμεν εις την θάλασσαν, εφύτρωσεν ένα οστρείδιον εις το μέτωπόν της δια τούτο και οστρειδάς καλείται είναι δε μετά μωσίου ψηφίδων χρυσών η ιεροϊστορία εγκεκοσμημένη εις κάλλος".
* Στη Βέρροια της Μακεδονίας έχει
Μετόχι η Μονή. Μια δυο φορές τον χρόνο, πάντοτε το
καλοκαίρι,επικοινωνούσαμε δια θαλάσσης με μικρό πλοιάριο της Μονής.
Κάποτε ταξίδευα με δυο αδελφούς προς τον Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγε αυτή νηνεμία μ΄ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό.Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε,εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή,αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο, που ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μιά σπανιοτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνα που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ' το Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν βυθυστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο,γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συνκίνησή μας...
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στο πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
Κάποτε ταξίδευα με δυο αδελφούς προς τον Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγε αυτή νηνεμία μ΄ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό.Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε,εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή,αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο, που ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μιά σπανιοτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνα που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ' το Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν βυθυστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο,γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συνκίνησή μας...
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στο πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου η Μονή
μας επιτελεί την πανήγυρη του αγίου Νικολάου, και προμηθεύεται ψάρια από
το Παλούρι, Κασσάνδρας. Εκειί εδρεύουν συστηματικοί ψαράδες.
Λιγες μέρες πριν την πανήγυρι, εστάλει το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός,ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε, οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός ανησυχούσε. "Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια"; Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: "Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!".
Έκανε όντως το κουμάντο του ο άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δούν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Άλλά δεν ήταν αδύνατο για τον άγιο. Και τούτο ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά*, στη θέση όππου τοποθετείτο,και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθει ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τοσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του αγίου.
*Αρσανάς ή Ταρσανάς = ναυπηγείο, ναύσταθμος, αποβάθρα.
Λιγες μέρες πριν την πανήγυρι, εστάλει το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός,ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε, οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός ανησυχούσε. "Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια"; Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: "Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!".
Έκανε όντως το κουμάντο του ο άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δούν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Άλλά δεν ήταν αδύνατο για τον άγιο. Και τούτο ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά*, στη θέση όππου τοποθετείτο,και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθει ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τοσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του αγίου.
*Αρσανάς ή Ταρσανάς = ναυπηγείο, ναύσταθμος, αποβάθρα.
Το θαύμα που θα αναφέρουμε τώρα εγινε στην Κύπρο μας πριν πολλά χρόνια.
Το χωριο Άγιος Νικόλαος της Σολιάς δεν είχε αυτό το όνομα από την αρχή. Ένα θαύμα όμως του Αγίου Νικολάου έναμε τους κατοίκους να δώσουν στο χωριό τους αυτό το όνομα.
Ένας γεωργός μια μέρα, ζευγαρίζοντας το χωράφι του, συνάντησε μια δυσκολία. Το υνί του αλετριού του πιάστηκε κάτω από μια μέγάλη πέτρα. Με την αξίνα του ο γεωργός ξέθαψε την πέτρα και την έβγαλε στην επιφάνεια του χωραφιού.
Εκεί πρόσεξε που η πέτρα είχε μια τρύπα από τη μια άκρη ίσα με την άλλη,καμωμένη ξεπίτηδες. Ο γεωργός σκέφτηκε πως μια τέτοια πέτρα του είναι χρήσιμη και, ξεκινώντας το απόγευμα για το σπίτι του, την κουβάλησε στην αυλή του.Πέρασε από την τρύπα το σκοινί του βοδιού του το΄δεσε εκεί. Το πρωϊ που ξύπνησε, βρήκε πεθαμένο το βόδι του και φώναξε τους γείτονες για να τους πεί πως μπορεί να΄παθε το βόδι του από την πέτρα, γιατί μπορούσε να ΄ναι δαιμονοκαβαλλικεμένη.Οι γείτονες είπαν πως το βόδι πέθανε από κάποιο χόρτο, που ΄φαγε και όχι από την πέτρα. Ωστόσο ο γεωργός επέμενε, ώσπου μια μέρα, ένας γέρος του είπε, πως αυτό που έπαθε, είναι θαύμα του Αγ. Νικολάου, γιατί είχε ακούσει από τον παππού του, πως στο μέρος εκείνο που βρήκε την πέτρα βρισκόταν ο ναός του Αγ. Νικολάου που καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο γεωργός άρχισε να υποψιάζεται πως ο γέρος μπορεί να΄χει δίκιο. Ένα Σάββατο βράδυ φάνηκε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος και του είπε πως, εκεί που βρήκε την πέτρα, είναι η εκκλησία του θαμμένη βαθειά, και πρέπει να σκάψει να τη βρεί. Ο γεωργός εκείνος, την Κυριακή που πήγε στον Ναό, ύστερα από τη λειτουργία, ανάφερε στους χωριανούς του το όραμα που είδε, και τους παρακάλεσε να πάνε μαζί του να σκάψουν και να βρούνε τον Ναό. Εκείνοι τον ακολούθησαν και προτού δύσει ο ήλιος, βρήκαν τους τοίχους του Ναού. Εξακολούθησαν το ξέχωμα και ξέθαψαν ολόκληρο τον Ναό με όρθιους τους τοίχους ως τη μέση, και μάλιστα ζωγραφισμένους. Απάνω σ' ένα τοίχο ήταν ζωγραφισμένος ολόσωμος ο Άγιος Νικόλαος. Οι χωριανοί αποφάσισαν τότε να κτίσουν στην ίδια θέση τον Ναό του Αγίου και να ονομάσουν το χωριό τους Άγιο Νικόλαο.
Το χωριο Άγιος Νικόλαος της Σολιάς δεν είχε αυτό το όνομα από την αρχή. Ένα θαύμα όμως του Αγίου Νικολάου έναμε τους κατοίκους να δώσουν στο χωριό τους αυτό το όνομα.
Ένας γεωργός μια μέρα, ζευγαρίζοντας το χωράφι του, συνάντησε μια δυσκολία. Το υνί του αλετριού του πιάστηκε κάτω από μια μέγάλη πέτρα. Με την αξίνα του ο γεωργός ξέθαψε την πέτρα και την έβγαλε στην επιφάνεια του χωραφιού.
Εκεί πρόσεξε που η πέτρα είχε μια τρύπα από τη μια άκρη ίσα με την άλλη,καμωμένη ξεπίτηδες. Ο γεωργός σκέφτηκε πως μια τέτοια πέτρα του είναι χρήσιμη και, ξεκινώντας το απόγευμα για το σπίτι του, την κουβάλησε στην αυλή του.Πέρασε από την τρύπα το σκοινί του βοδιού του το΄δεσε εκεί. Το πρωϊ που ξύπνησε, βρήκε πεθαμένο το βόδι του και φώναξε τους γείτονες για να τους πεί πως μπορεί να΄παθε το βόδι του από την πέτρα, γιατί μπορούσε να ΄ναι δαιμονοκαβαλλικεμένη.Οι γείτονες είπαν πως το βόδι πέθανε από κάποιο χόρτο, που ΄φαγε και όχι από την πέτρα. Ωστόσο ο γεωργός επέμενε, ώσπου μια μέρα, ένας γέρος του είπε, πως αυτό που έπαθε, είναι θαύμα του Αγ. Νικολάου, γιατί είχε ακούσει από τον παππού του, πως στο μέρος εκείνο που βρήκε την πέτρα βρισκόταν ο ναός του Αγ. Νικολάου που καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο γεωργός άρχισε να υποψιάζεται πως ο γέρος μπορεί να΄χει δίκιο. Ένα Σάββατο βράδυ φάνηκε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος και του είπε πως, εκεί που βρήκε την πέτρα, είναι η εκκλησία του θαμμένη βαθειά, και πρέπει να σκάψει να τη βρεί. Ο γεωργός εκείνος, την Κυριακή που πήγε στον Ναό, ύστερα από τη λειτουργία, ανάφερε στους χωριανούς του το όραμα που είδε, και τους παρακάλεσε να πάνε μαζί του να σκάψουν και να βρούνε τον Ναό. Εκείνοι τον ακολούθησαν και προτού δύσει ο ήλιος, βρήκαν τους τοίχους του Ναού. Εξακολούθησαν το ξέχωμα και ξέθαψαν ολόκληρο τον Ναό με όρθιους τους τοίχους ως τη μέση, και μάλιστα ζωγραφισμένους. Απάνω σ' ένα τοίχο ήταν ζωγραφισμένος ολόσωμος ο Άγιος Νικόλαος. Οι χωριανοί αποφάσισαν τότε να κτίσουν στην ίδια θέση τον Ναό του Αγίου και να ονομάσουν το χωριό τους Άγιο Νικόλαο.
Το παρόν θαύμα καθώς και το επόμενο τα
αφηγήθηκε η κα Σύλβια Λεωνίδου - Ονησιφόρου από την Λεμεσό και τα
κατάγραψε ο κος Κυριάκος Νικολαίδης στο βιβλίο "Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΡΩΝ
ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ" (Έκδοση Ιερού Ναού Αγίου
Νικολάου Λεμεσού).
Αρχίζει η αφήγηση... Ο παππούς μου δηλαδή ο πατέρας της μητέρας μου, ονομαζόταν Ιωάννης Κυριακίδης. Υπηρέτησε στην μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου σαν νεωκόρος περισσότερο από τριάντα χρόνια. Ήταν ένας τίμιος, ειλικρινής, ταπεινός και καλός άνθρωπος και αγαπούσε πάρα πολύ την Εκκλησία και είχε μεγάλη αδυναμία στον Αγιο Νικόλαο. Τον είχε πάντοτε προστάτη και βοηθό του.
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου (η Λεμεσός υπαγόταν στην Μητρόπολη Κιτίου) είχε παραχωρήσει στον παππού μου το ένα από τα δυο σπίτια που υπήρχαν κοντά στη Εκκλησία, ακριβώς εκεί που στεγάζεται σήμερα το Ενοριακό Κέντρο, και ζούσε μαζί με τη γυναίκα του Ελένη. Στο άλλο σπίτι έμενε ο ιερέας με την οικογένειά του.
Ένα βράδυ του χειμώνα, που βροχές έρχονταν και βροχές έφευγαν, είχε μιά μεγάλη καταιγίδα. Ήταν χαλασμός κόσμου. Βροντές ακούγονταν από μακρυά και μεγάλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό από ανατολή σε δύση. Μεγάλη ερημιά και βαθύ σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ούτε φώτα υπήρχαν, ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα, γιατί ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα πυκνά σύννεφα.
Ο παππούς μου είχε πλαγιάσει νωρίς. Περασμένα τα μεσάνυκτα. Η γιαγιά ξαφνικά άκουσε να σηκώνεται από το κρεββάτι του ο παππούς και τον βλέπει να ρίχνει βιαστικά πάνω στους ώμους του το φτωχικό του σακκάκι, έτοιμος να βγεί έξω από το σπίτι. Αμέσως η γιαγιά μου του έβαλε τις φωνές. "Που πας Γιαννή, τέτοια ώρα;" Ο δε παππούς ήρεμος και με σιγανή φωνή απαντά. "Μη φοβάσαι,Ελένη. Ήρθε ο Άγιος Νικόλαος και μου είπε ότι έπεσε η ασημένια εικόνα του κάτω στο πάτωμα της εκκλησίας και θα πάω να την σηκώσω".
Παρόλες τις προτροπές της γιαγιά να μην πάει μέσα σε τέτοια φοβισμένη και βροχερή νύκτα, εντούτοις ο παππούς πήγε γρήγορα στον ναό χωρίς να χάσει λεπτό.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε μούσκεμα σαν παπί, αλλά πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Είχε πράγματι δίκαιο. Η ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν πεσμένη στο πάτωμα της εκκλησίας, όπως του είχε πεί προηγουμένως ο Άγιος. Ο παππούς σήκωσε την εικόνα του αγίου με μεγάλο σεβασμό και με πολλή ευλάβεια και την τοποθέτησε ξανά στην παντοτινή της θέση. Κάνοντας το σταυρό του τρείς φορές προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο και αφού κλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε μέσα στις βροχές στο φτωχικό του κρεββατάκι, για να συνεχίσει τον ύπνο του,ευχαριστημένος και ικανοποιημένος πλέον, γιατί είχε πράξει στο ακέραιον το καθήκον του.
Αρχίζει η αφήγηση... Ο παππούς μου δηλαδή ο πατέρας της μητέρας μου, ονομαζόταν Ιωάννης Κυριακίδης. Υπηρέτησε στην μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου σαν νεωκόρος περισσότερο από τριάντα χρόνια. Ήταν ένας τίμιος, ειλικρινής, ταπεινός και καλός άνθρωπος και αγαπούσε πάρα πολύ την Εκκλησία και είχε μεγάλη αδυναμία στον Αγιο Νικόλαο. Τον είχε πάντοτε προστάτη και βοηθό του.
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου (η Λεμεσός υπαγόταν στην Μητρόπολη Κιτίου) είχε παραχωρήσει στον παππού μου το ένα από τα δυο σπίτια που υπήρχαν κοντά στη Εκκλησία, ακριβώς εκεί που στεγάζεται σήμερα το Ενοριακό Κέντρο, και ζούσε μαζί με τη γυναίκα του Ελένη. Στο άλλο σπίτι έμενε ο ιερέας με την οικογένειά του.
Ένα βράδυ του χειμώνα, που βροχές έρχονταν και βροχές έφευγαν, είχε μιά μεγάλη καταιγίδα. Ήταν χαλασμός κόσμου. Βροντές ακούγονταν από μακρυά και μεγάλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό από ανατολή σε δύση. Μεγάλη ερημιά και βαθύ σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ούτε φώτα υπήρχαν, ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα, γιατί ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα πυκνά σύννεφα.
Ο παππούς μου είχε πλαγιάσει νωρίς. Περασμένα τα μεσάνυκτα. Η γιαγιά ξαφνικά άκουσε να σηκώνεται από το κρεββάτι του ο παππούς και τον βλέπει να ρίχνει βιαστικά πάνω στους ώμους του το φτωχικό του σακκάκι, έτοιμος να βγεί έξω από το σπίτι. Αμέσως η γιαγιά μου του έβαλε τις φωνές. "Που πας Γιαννή, τέτοια ώρα;" Ο δε παππούς ήρεμος και με σιγανή φωνή απαντά. "Μη φοβάσαι,Ελένη. Ήρθε ο Άγιος Νικόλαος και μου είπε ότι έπεσε η ασημένια εικόνα του κάτω στο πάτωμα της εκκλησίας και θα πάω να την σηκώσω".
Παρόλες τις προτροπές της γιαγιά να μην πάει μέσα σε τέτοια φοβισμένη και βροχερή νύκτα, εντούτοις ο παππούς πήγε γρήγορα στον ναό χωρίς να χάσει λεπτό.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε μούσκεμα σαν παπί, αλλά πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Είχε πράγματι δίκαιο. Η ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν πεσμένη στο πάτωμα της εκκλησίας, όπως του είχε πεί προηγουμένως ο Άγιος. Ο παππούς σήκωσε την εικόνα του αγίου με μεγάλο σεβασμό και με πολλή ευλάβεια και την τοποθέτησε ξανά στην παντοτινή της θέση. Κάνοντας το σταυρό του τρείς φορές προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο και αφού κλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε μέσα στις βροχές στο φτωχικό του κρεββατάκι, για να συνεχίσει τον ύπνο του,ευχαριστημένος και ικανοποιημένος πλέον, γιατί είχε πράξει στο ακέραιον το καθήκον του.
Η κα Σύλβια Λεωνίδου - Ονησιφόρου συνεχίζει να αφηγείται το δεύτερο θαύμα που έγινε στην οικογένειά της.
Η μητέρα μου Χρυστάλλα Ανδρέου κοιμήθηκε στις 3/2/1992. ΄Ηταν μια πολύ ήσυχη και πιστή γυναίκα και μεγάλωσε εκεί στα παλιά σπίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1985 ενώ καθόταν στην βεράντα του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου Ανδρέα Λεωνίδου και την μικρή μου αδελφή την Αγγελική Λεωνίδου και συνομιλούσαν όλοι μεταξύ τους, ξαφνικά η μητέρα μου σηκώθηκε από την καρέκλα της, άνοιξε την αγκαλιά της και την άκουσαν να φωνάζει: "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! Περάστε μέσα". Το πρόσωπό της έλαμπε κάπως παράξενα και φαινόταν παρα πολύ χαρούμενη. Οι άλλοι που την είδαν και πρόσεξαν τις κινήσεις της και άκουσαν και τα λόγια της που είπε, δεν κατάλαβαν,μα ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο που την έκαμε να πράξει ότι έπραξε.
Μετά από λίγα λεπτά κάθησε ήσυχη στην καρέκλα της. Ανήσυχοι οι άλλοι τη ρώτησαν τι είχε και τι έπαθε. Τότε η μητέρα μου απάντησε φυσικότατα: "Δεν βλέπατε τους τρείς Δεσποτάδες που ήλθαν στο σπίτι μας; Ήταν εδώ κοντά μας ο Άγιος Νικόλαος, ο Απόστολος Λουκάς και τον τρίτο δεν τον κατάλαβα ποιός ήταν. Και οι τρείς ήταν ντυμένοι στα αρχιερατικά τους ενδύματα. Τους είπα να περάσουν μέσα,αλλά ο Άγιος Νικόλαος μου απάντησε ότι ήταν όλοι τους βιαστηκοί. Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο ΄Αγιος Νικόλαος ευλόγησε το σπίτι μας και μου είπε να μην φοβούμαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Μου χαμογέλασαν και οι τρείς, βγήκαν από την αυλή μας και προχώρησαν προς το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εσείς δεν τους είδατε που ήταν εδώ; Γιατί με ρωτάται;"
Η μητέρα μου την ώρα που έγιναν όλα αυτά ήταν ξύπνια και είχε τις αισθήσεις της. Επίσης η μητέρα μου ήταν ένας πολύ θετικός και ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε με σιγουριά και με ενθουσιασμό εκείνα που συνέβηκαν εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού το 1985.
Η μητέρα μου Χρυστάλλα Ανδρέου κοιμήθηκε στις 3/2/1992. ΄Ηταν μια πολύ ήσυχη και πιστή γυναίκα και μεγάλωσε εκεί στα παλιά σπίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1985 ενώ καθόταν στην βεράντα του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου Ανδρέα Λεωνίδου και την μικρή μου αδελφή την Αγγελική Λεωνίδου και συνομιλούσαν όλοι μεταξύ τους, ξαφνικά η μητέρα μου σηκώθηκε από την καρέκλα της, άνοιξε την αγκαλιά της και την άκουσαν να φωνάζει: "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! Περάστε μέσα". Το πρόσωπό της έλαμπε κάπως παράξενα και φαινόταν παρα πολύ χαρούμενη. Οι άλλοι που την είδαν και πρόσεξαν τις κινήσεις της και άκουσαν και τα λόγια της που είπε, δεν κατάλαβαν,μα ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο που την έκαμε να πράξει ότι έπραξε.
Μετά από λίγα λεπτά κάθησε ήσυχη στην καρέκλα της. Ανήσυχοι οι άλλοι τη ρώτησαν τι είχε και τι έπαθε. Τότε η μητέρα μου απάντησε φυσικότατα: "Δεν βλέπατε τους τρείς Δεσποτάδες που ήλθαν στο σπίτι μας; Ήταν εδώ κοντά μας ο Άγιος Νικόλαος, ο Απόστολος Λουκάς και τον τρίτο δεν τον κατάλαβα ποιός ήταν. Και οι τρείς ήταν ντυμένοι στα αρχιερατικά τους ενδύματα. Τους είπα να περάσουν μέσα,αλλά ο Άγιος Νικόλαος μου απάντησε ότι ήταν όλοι τους βιαστηκοί. Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο ΄Αγιος Νικόλαος ευλόγησε το σπίτι μας και μου είπε να μην φοβούμαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Μου χαμογέλασαν και οι τρείς, βγήκαν από την αυλή μας και προχώρησαν προς το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εσείς δεν τους είδατε που ήταν εδώ; Γιατί με ρωτάται;"
Η μητέρα μου την ώρα που έγιναν όλα αυτά ήταν ξύπνια και είχε τις αισθήσεις της. Επίσης η μητέρα μου ήταν ένας πολύ θετικός και ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε με σιγουριά και με ενθουσιασμό εκείνα που συνέβηκαν εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού το 1985.
Γύρω στο 1920 όταν ήμουν μικρό
κοριτσάκι, μέναμε εδώ στον Άγιο Νικόλαο. Είχαμε μεγάλη φτώχεια. Ο
πατέρας μου ήταν βοσκός και είχε δικό του κοπάδι. Κάποια μέρα πήτε για
να κόψει ξύλα. Εκεί λοιπόν που πήγε κτύπησε σ' ένα σημείο σ' ένα δέντρο
και "έχασε το φώς του" (τυφλώθηκε). Ο κόσμος είπε ότι κτύπησε το
"τραπέζι του έξω που δαμέ" (διαβόλου).
Επισκέφτηκε διάφορους γιατρούς και δεν γιατρευόταν. Πήγε και σε διάφορες εκκλησίες. Στο τέλος αποφάσισε να πάμε περπατητοί από τον Άγιο Νικόλαο στην Αγία Βαρβάρα στο Ζακάκι. Το βράδυ, στον ύπνο του, φανερώθηκε ένας Άγιος και του είπε: "Πήγες σε όλες τις εκκλησίες και κοντά μου δεν ήρθες".
"Ποιός είσαι;" ρώτησε ο πατέρας μου. Και πήρε την απάντηση: "Είμαι ο Άγιος Νικόλας. Θέλω να έρθεις έτσι..." και σήκωσε τα ράσα του, δείχνοντας τα πόδια του που ήταν καθαρά.
Ο πατέρας μου ζήτησε να του βράσουν νερό και έκανε μπάνιο. Κάναμε μαζί την αντίστροφη πορεία με τα πόδια αυτός, ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος κι' εγώ. Το βράδυ ο πατέρας μου κοιμήθηκε μόνος του μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.Το άλλο πρωϊνό πήγαμε να τον πάρουμε από εκεί αλλά δεν τον βρήκαμε. Είχε γίνει καλά. Ο Άγιος Νικόλαος θεράπευσε τα μάτια του και όταν ξύπνησε έβλεπε όπως πρίν. Είχε πάει σπίτι μας, στη στάνη, πήρε το κοπάδι και το οδήγησε στην βοσκή.
Όλοι μας δοξάσαμε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο! Οι "παλιοί" είχαν μεγάλη πίστη βλέπετε.
Επισκέφτηκε διάφορους γιατρούς και δεν γιατρευόταν. Πήγε και σε διάφορες εκκλησίες. Στο τέλος αποφάσισε να πάμε περπατητοί από τον Άγιο Νικόλαο στην Αγία Βαρβάρα στο Ζακάκι. Το βράδυ, στον ύπνο του, φανερώθηκε ένας Άγιος και του είπε: "Πήγες σε όλες τις εκκλησίες και κοντά μου δεν ήρθες".
"Ποιός είσαι;" ρώτησε ο πατέρας μου. Και πήρε την απάντηση: "Είμαι ο Άγιος Νικόλας. Θέλω να έρθεις έτσι..." και σήκωσε τα ράσα του, δείχνοντας τα πόδια του που ήταν καθαρά.
Ο πατέρας μου ζήτησε να του βράσουν νερό και έκανε μπάνιο. Κάναμε μαζί την αντίστροφη πορεία με τα πόδια αυτός, ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος κι' εγώ. Το βράδυ ο πατέρας μου κοιμήθηκε μόνος του μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.Το άλλο πρωϊνό πήγαμε να τον πάρουμε από εκεί αλλά δεν τον βρήκαμε. Είχε γίνει καλά. Ο Άγιος Νικόλαος θεράπευσε τα μάτια του και όταν ξύπνησε έβλεπε όπως πρίν. Είχε πάει σπίτι μας, στη στάνη, πήρε το κοπάδι και το οδήγησε στην βοσκή.
Όλοι μας δοξάσαμε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο! Οι "παλιοί" είχαν μεγάλη πίστη βλέπετε.
(Απόσπασμα από την εφημερίδα"ΣΗΜΕΡΙΝΗ"
ημερομηνίας 19/7/1998)
Ο αστυφύλακας Πολύδωρος Γεωργιάδης δεν είναι από τους ανθρώπους, που λυγίζουν εύκολα. Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μοναδική νηφαλιότητα, τη ζωή. Όταν θυμάται όμως, τις 100 μέρες της αιχμαλωσίας του, σταν μπουντρούμια των Αδάνων και της Αμάσιας, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθεί, να κρύψει τα δάκρυά του κι ακόμα περισσότερα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν εξιστορούσε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου, μέσα στο κελλί του, στις 5 Σεπτεμρίου. Ας τον αφήσουμε να μας αφηγηθεί τι είδε:
"Ενώ κοιμόμουν, στις 10 το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος, κρατώντας στο ένα χέρι τη γυναίκα μου, η οποία φορούσε τα ίδια ρούχα με την τελευταία μέρα, που την είδα, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, και στο άλλο χέρι ένα μωρό. "Να η γυναίκα σου και το αρσενικό μωρό που σου γέννησε", μου είπε. "Ναι, αλλά το τάξαμε στον Απόστολο Ανδρέα", του απάντησα. "Το ξέρω, αλλά να το βαφτίσετε στην εκκλησία μου", μου είπε ο Άγιος Νικόλαος και εξαφανίστηκε. "Την ίδια στιγμή", πρόσθεσε ο Πολύδωρος Γεωργιάδης,είδα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο χωριό μου, τη Νατά της Πάφου. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε στις φυλακές ο Ερυθρός Σταυρός και εγώ έγραψα αυτά που είδα τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος. Οι Σημειώσεις μου έφθασαν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα χέρια της γυναίκας μου, η οποία αργότερα μού είπε ότι συγκλονήστηκε και ενημέρωσε όλους τους συγχωριανούς μου για την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου. Στις 28 Οκτωμβρίου, όταν απελευθερώθηκα, πήγαμε κατευθείαν στη Νατά. Ήταν 1.30 το πρωί και όλοι οι συγχωριανοί μου, που ήταν ειδοποιημένοι, βρίσκονταν στο πόδι, ενώ η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κτυπούσε χαρμόσυνα".
ημερομηνίας 19/7/1998)
Ο αστυφύλακας Πολύδωρος Γεωργιάδης δεν είναι από τους ανθρώπους, που λυγίζουν εύκολα. Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μοναδική νηφαλιότητα, τη ζωή. Όταν θυμάται όμως, τις 100 μέρες της αιχμαλωσίας του, σταν μπουντρούμια των Αδάνων και της Αμάσιας, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθεί, να κρύψει τα δάκρυά του κι ακόμα περισσότερα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν εξιστορούσε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου, μέσα στο κελλί του, στις 5 Σεπτεμρίου. Ας τον αφήσουμε να μας αφηγηθεί τι είδε:
"Ενώ κοιμόμουν, στις 10 το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος, κρατώντας στο ένα χέρι τη γυναίκα μου, η οποία φορούσε τα ίδια ρούχα με την τελευταία μέρα, που την είδα, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, και στο άλλο χέρι ένα μωρό. "Να η γυναίκα σου και το αρσενικό μωρό που σου γέννησε", μου είπε. "Ναι, αλλά το τάξαμε στον Απόστολο Ανδρέα", του απάντησα. "Το ξέρω, αλλά να το βαφτίσετε στην εκκλησία μου", μου είπε ο Άγιος Νικόλαος και εξαφανίστηκε. "Την ίδια στιγμή", πρόσθεσε ο Πολύδωρος Γεωργιάδης,είδα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο χωριό μου, τη Νατά της Πάφου. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε στις φυλακές ο Ερυθρός Σταυρός και εγώ έγραψα αυτά που είδα τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος. Οι Σημειώσεις μου έφθασαν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα χέρια της γυναίκας μου, η οποία αργότερα μού είπε ότι συγκλονήστηκε και ενημέρωσε όλους τους συγχωριανούς μου για την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου. Στις 28 Οκτωμβρίου, όταν απελευθερώθηκα, πήγαμε κατευθείαν στη Νατά. Ήταν 1.30 το πρωί και όλοι οι συγχωριανοί μου, που ήταν ειδοποιημένοι, βρίσκονταν στο πόδι, ενώ η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κτυπούσε χαρμόσυνα".
ΠΗΓΗ: http://www.agiosnikolaos-eretrias.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου