Σελίδες

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟ ΤΑΦΟ

ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟ ΤΑΦΟ



Ο Πατριάρχης κρατώντας τις δύο (πολυσώματες) σβηστές λαμπάδες, εισέρχεται στο αγ. Κουβούκλιο και κλείνεται στον Πανάγιο Τάφο. Εκεί, ως γρά­φει ο Κάλ. Μηλιαράς, «κλίνας τά γόνατα μετά φόβου καί κατανύξεως ἀναγινώσκει τήν ἀκόλουθον εὐχήν». (Την παραθέτουμε ολόκληρη και ακριβώς ως έχει στην Νέα Σιών, το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Πατριαρχείου Ιεροσολύ­μων, τόμ. ΞΒ', 1967 σελ. 235, δηλαδή στη μελέτη για το άγιο φῶς του Καλ. Μηλιαρά).


Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἡ ἀρχίφωτος σο­φία τοῦ ἀνάρχου Πατρός. Ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὁ εἰπών γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς, Κύριε, ὁ τοῦ φωτός χορηγός, ὁ ἐξαγαγών ἡμᾶς ἀπό τοῦ σκότους τῆς πλάνης καί εἰσαγαγών εἰς τό θαυμαστόν φῶς τῆς σῆς ἐπιγνώσεως, ὁ τήν γῆν μέν πᾶσαν διά τῆς ἐν αὐτῇ ἐνσάρκου παρουσίας σου, τά καταχθόνια δέ διά τῆς εἰς Ἅδην καταβάσεώς σου φωτός πληρώσας καί χαρᾶς, μετά δέ ταῦτα διά τῶν ἁγίων σου ἀποστόλων φῶς καταγγείλας πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν. Εὐχαριστοῦμεν σοι, ὅτι διά τῆς εὐσε­βοῦς πίστεως μετήγαγες ἡμᾶς ἀπό σκότους εἰς φῶς καί γεγόναμεν υἱοί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, θεασάμενοι τήν δόξαν σου πλήρη οὖσαν χάριτος καί ἀληθείας· ἀλλ᾿ ὦ φωτοπάροχε Κύριε· ὁ τό μέγα φῶς ὤν, ὁ εἰπών, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει. Δέσποτα Κύριε, τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον· τό μόνον φῶς τοῦ κό­σμου καί φῶς τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, οὗ ἀπό τῆς δόξης ἐπληρώθη τά σύμπαντα, ὅτι φῶς εἰς τόν κό­σμον ἐλήλυθας διά τῆς ἐνσάρκου σου οἰκονομίας, εἰ καί οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· σύ Κύριε φωτοδότα, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἀναξίων δούλων σου τῶν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ παρισταμένων τῷ παναγίῳ σου καί φωτοφόρῳ τούτῳ τάφῳ καί πρόσδεξαι ἡμᾶς τιμῶντας τά ἄχρα­ντα πάθη σου, τήν παναγίαν σου σταύρωσιν, τόν ἐκούσιον θάνατον καί τήν ἐν τῷ πανσεβάστῳ τούτῳ μνήματι τοῦ τεθεωμένου σου σώματος κατάθεσιν καί ταφήν καί τριήμερον ἐξανάστασιν, ἥν χαρμονικῶς ἤδη ἀρξάμενοι ἑορτάζειν, μνείαν ποιούμεθα καί τῆς ἐν Ἅδου καθόδου σου, δι' ἧς τάς ἐκεῖσε τῶν δικαίων κατεχομένας ψυχάς δεσποτικῶς ἠλευθέρωσας τῇ ἀστραπῆ τῆς σῆς θεότητος φωτός πληρώσας τά κα­ταχθόνια. Ὅθεν δή ἀγαλλομένῃ καρδίᾳ καί χαρᾷ πνευματικῆ κατά τοῦτο τό ὑπερευλογημένον Σάββατον τά ἐν γῆ καί ὑπό γῆν θεοπρεπῶς τελεσθέντα σοι σωτηριωδέστατα μυστήρια σου ἑορτάζοντες καί σέ τό ὄντως ἱλαρόν καί ἐφετόν φῶς ἐν τοῖς καταχθονίοις θεϊκῶς ἐπιλάμψαν, ἐκ τάφου δέ θεοπρεπῶς ἀναλάμψαν ἀναμιμνησκόμενοι, φωτοφάνειαν ποι­ούμεθα, σοῦ τήν πρός ἡμᾶς συμπαθῶς γενομένην θεοφάνειαν, εἰκονίζοντες· ἐπειδή γάρ τῇ σωτηρίῳ καί φωταυγεί νυκτί πάντα πεπλήρωται φωτός οὐρα­νός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια διά τό ὑπερφυές μυστήριον τῆς ἔν Ἅδου καθόδου σου καί τῆς ἐκ Τάφου σου τριημέρου ἀναστάσεως. Διά τοῦτο, ἐκ τοῦ ἐπί τοῦτον τόν φωτοφόρον σου Τάφον ἐνδελεχῶς καί ἀειφώτως ἐκκαιομένου φωτός εὐλαβῶς λαμβάνοντες διαδιδόαμεν τοῖς πιστεύουσιν εἰς σέ τό ἀληθινόν φῶς καί παρακαλοῦμεν καί δεόμεθά σου, Πανάγιε Δέσποτα, ὅπως ἀναδείξης αὐτό ἁγια­σμοῦ δῶρον καί πάσης θεϊκῆς σου χάριτος πεπληρωμένον, διά τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου καί φωτοφόρου Τάφου σου· καί τούς ἀπτομένους εὐλαβῶς αὐτοῦ εὐλογήσῃς καί ἁγιάσῃς, τοῦ σκότους τῶν παθῶν ἐλευθερῶν καί τῶν φωτεινοτάτων σου σκηνῶν κατα­ξίωσῃς, ὅπου φῶς τό ἀνέσπερον τῆς σῆς θεότητος λά­μπει· χάρισαι αὐτοῖς, Κύριε, ὑγίειαν καί εὐζωίαν καί τούς οἴκους αὐτῶν παντός ἀγαθοῦ πλήρωσον.
Ναί, Δέσποτα φωτοπάροχε, ἐπάκουσόν μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ καί δός ἡμῖν τε καί αὐτοῖς περιπατεῖν ἐν τῷ φωτί σου καί ἐν αὐτῷ μένειν, ἕως τό φῶς τῆς προσκαίρου ζωῆς ἔχομεν. Δός ἡμῖν, Κύριε, ἵνα τό φῶς τῆς προσκαίρου ζωῆς ταύτης ἔχωμεν. Δός ἡμῖν Κύριε, ἵνα τό φῶς τῶν καλῶν ἔργων ἡμῶν λάμπῃ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων καί δοξάζωσί σε σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ Παναγίῳ Πνεύματι. Εἰς φῶς γάρ ἐθνῶν ἡμᾶς τέθεικας, ἵνα αὐτοῖς τῇ σκοτίᾳ περιπατοῦσι φαίνωμεν. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τό σκότος μᾶλλον ἤ τό φῶς, φαᾶλα πράσσοντες. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς κατά τόν ἀψευδῆ λόγον σου· διά τοῦτο ὁσημέραι προσκόπτομεν ἁμαρτάνοντες, ἐπειδή περιπατοῦμεν ἐν τῇ σκο­τίᾳ. Ἀλλ᾿ ἀξίωσον ἡμᾶς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς ἡμῶν βιωτεῦσαι πεφωτισμένους τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας ἡμῶν. Δός ἡμῖν, ἵνα ὡς τέκνα φωτός περιπατήσωμεν ἐν τῷ φωτί τῶν ἐντολῶν σου· τό τοῦ ἁγίου βα­πτίσματος φωτεινόν ἔνδυμα, ὅπερ διά τῶν ἔργων ἠμαυρώσαμεν, λεύκανον ὡς τό φῶς, ὁ ἀναβαλλόμε­νος τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον. Δός ἡμῖν ἐνδύσασθαι τά ὅπλα τοῦ φωτός, ἵνα δι᾿ αὐτῶν τόν ἄρχοντα τοῦ σκό­τους τροπούμεθα, ὅς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. Ναί, Κύριε, καί ὡς ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις φῶς ἔλαμψας, οὕτω σήμερον λάμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό σόν ἀκήρατον φῶς, ἵνα διά τούτου φωτιζόμενοι καί θερμαινόμενοι ἐν τῇ πίστει δοξάζομέν σε τό μό­νον ἐκ μόνου τοῦ άρχιφώτου φωτός ἱλαρόν φῶς εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰώνας. Ἀμήν».
Μετά το τέλος της ευχής «ὁ Πατριάρχης μετά πάσης εὐλαβείας ἀσπάζεται τόν ἅγιον Τάφον καί λαμβάνει τό ἅγιον φῶς ὅπερ, ἐξερχόμενος ἐξ αὐτοῦ εἰς τόν προθάλαμον αὐτοῦ, μεταδίδει... κ.λπ.».

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

"Η εις τον Άδην Κάθοδος. Όρη και βουνά και υπ' αυτών σπήλαιον σκοτεινόν, και άγγελοι αστράπτοντες δένουσι με αλύσεις Βεελζεβούλ τον άρχοντα του σκότους, και τους μετ' αυτών δαίμονας καταξεσχίζουν τύπτουν και διώκουν· και ανθρώπους γυμνούς δεμένους με αλύσεις βλέποντες άνω· και κλειδονίαι πολλαί καταθλιμμέναι και αι πύλαι του Άδου ερριμέναι συν τοις μοχλοίς και ο Χριστός επ' αυταίς πατών κρατεί τον Αδάμ με την δεξιάν του και την Εύαν με την αριστεράν· ο δε Πρόδρομος εκ δεξιών του Χριστού δεικνύει αυτόν· και ο Δαυίδ πλησίον αυτού ως και άλλοι βασιλείς με στεμματα και στέφανα, αριστερά δε οι προφήται Ιωάννης (ενν. ο Ιωνάς), Ησαΐας, Ιερεμίας, και ο δίκαιος Άβελ· και άλλοι διάφοροι εστεφανωμένοι· φως δε μέγα κύκλω αυτών και αγγέλων πλήθος". (Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία των Ζωγράφων ως προς την Εκκλησιαστικήν ζωγραφίαν, Ανατύπωσις Καλαμάτα 1981, σ. 138-139).
Ο Χριστός

Στο κέντρο της εικόνας στέκεται όρθιος ο Χριστός -μετωπικά, σχεδόν, ως προς τον θεατή- πατώντας τις συντριμμένες πύλες του Άδου και κρατώντας με το αριστερό Του χέρι το τρόπαιο της νίκης, δηλ. τον Σταυρό, ενώ με το δεξί Του χέρι εγείρει (σηκώνει) από μια σαρκοφάγο τον Αδάμ, το σύμβολο του ανθρωπίνου γένους (ο Χριστός όμως απεικονίζεται, άλλοτε, να κρατά στο αριστερό του χέρι ένα ειλητάριο που συμβολίζει το κήρυγμα του Χριστού για την Ανάστασή Του στις φυλακισμένες ψυχές του Άδη (βλ. πρ. Στεφ. Αβραμίδη, Η ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως..., στον συλλογικό τόμο "Σταυρός και Ανάσταση" σ.175)).
Πίσω από τον πρωτόπλαστο ακολουθεί η Εύα, ο δίκαιος Άβελ και άλλα πρόσωπα. Μεταγενέστερα, και κυρίως στην μεταβυζαντινή περίοδο, ο Χριστός δεν κρατεί τον Σταυρό αλλά απλώνει και τα δύο χέρια Του, και με μια σφοδρή κίνηση, σηκώνει με το ένα χέρι τον Αδάμ και με το άλλο την Εύα. (βλ. π.χ. την Ανάσταση στη Μονή της Χώρας). Είναι βέβαια αυτονόητο ότι ο Χριστός είναι υψηλότερος από τα άλλα πρόσωπα (κατά το μέτρο της υπεροχής) και περιβάλλεται από μεγάλη φωτεινή, ωοειδή ελλειψοειδή "δόξα", η οποία καταυγάζεται από ακτίνες και συχνά είναι σπαρμένη με άστρα.
Ο Χριστός φορεί ιμάτιο με χρυσοκονδυλιά, αστραφτερό, και καθώς είναι ευρύπτυχο και ανεμιζόμενο πάνω από την κεφαλή, φέρει τον αέρα της νίκης. Η όψη το προσώπου Του είναι αυστηρή αλλά με έκφραση φιλάνθρωπη. Τα χέρια Του και τα πόδια Του φέρουν ακόμα "τον τύπον των ήλων". Ειδικότερα τα πόδια Του πατούν με δύναμη πάνω σε δύο θυρόφυλλα (πύλες) τα οποία κείτονται το ένα πάνω στο άλλο σταυροειδώς, και κάτω απ' αυτά εικονίζεται προσωποποιημένος, ως γέροντας, ο θάνατος, τον οποίον "θανάτω θάνατον πατήσας" ο Σωτήρ, "ανέστη" (πρβλ. το τροπάριο "Σήμερον ο Χριστός, θανάτω θάνατον πατήσας, καθώς είπεν, ανέστη ...", Παρακλητική ηχ. β΄).
Ο φωτεινός κύκλος ή η ωοειδής δόξα που περιβάλλει τον Χριστό, συμβολίζει τη θεότητά Του, το άκτιστο φως της χάριτος, τη φωτεινή διάσταση της παρουσίας του Κυρίου της Δόξης. Ο Χριστός βρίσκεται στον Άδη αφού σαν άνθρωπος πέθανε. Η ψυχή Του, αν και χωρίστηκε με τον θάνατο από το σώμα Του, έμεινε ενωμένη με τη θεία υπόσταση. Έτσι ο Χριστός κατήργησε τον Άδη "τη αστραπή της θεότητος" (Αναστάσιμο Απολυτίκιο, ηχ. β΄).
Συχνά κάτω από τις πύλες του Άδη που έσπασε ο Χριστός, απεικονίζεται μέσα στο σκοτάδι του σπηλαίου ένας γέρος αναμαλλιασμένος και γυμνός με μια περισκελίδα μόνο (ο Φ. Κόντογλου στην "Έκφραση", σ.179: "με το βρακί μόνον") δεμένος με αλυσίδες και έντρομος. Ο γέρος αυτός παριστάνει τον θάνατο ή τον Σατανά, τον άρχοντα του σκότους. Σε ορισμένες μεταγενέστερες εικόνες, όπως μας πληροφορεί ο ιερομόναχος Διονύσιος στην ερμηνεία των Ζωγράφων, ιστορούνται άγγελοι "να δένουν τον Βεελζεβούλ".
Μέσα στο σκοτάδι του Άδη, γύρω από τις πύλες και το δέσμιο Σατανά, είναι πεταμένα και σκορπισμένα κλειδιά, σύρτες και μοχλοί, σα να εκσφενδονίστηκαν από κάποια υπερφυά δύναμη. Έτσι εκπληρώνεται με ακρίβεια η προφητεία του Δαυίδ: "ότι συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν" (Ψαλμ. ρς΄, 16) αλλά και η αντίστοιχη του Ησαΐα: "Θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω" (Ησ. με΄, 2). Γι αυτό και η Εκκλησία ψάλλει: "Ηνοίγησαν σοι Κύριε, φόβω πύλαι θανάτου· πυλωροί δε άδου ιδόντες σε έπτηξαν· πύλας γαρ χαλκάς συνέτριψας, και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασας ..." (Αναστάσιμο στιχηρό β΄ ήχου). Ο Άδης λοιπόν, είναι ιδεατός χώρος, μεταφυσικός, κι όμως απτός χάρη στις ρεαλιστικές υπομνήσεις των συμβόλων του, συμβόλων φθοράς και δουλείας που αναιρεί η μεγαλειώδης θεϊκή παρουσία.
Ο Αδάμ και η Εύα.
"Ο Αδάμ παρίσταται ως γέρων βαθύγερος, με μαλλιά οπού κλώθουν εις τους ώμους του, με πρόσωπον αγριωπόν και σκληρόν, η δε Εύα ως γραία ασπρόμαλλη, τυλιγμένη εις το φόρεμά της, και οι δύο δε εγείρουν τας χείρας των εις στάσιν παρακλητικήν" (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.179). Σε όλες τις παραστάσεις της εις Άδου Καθόδου του Κυρίου, ο Χριστός ανασταίνει, με το ένα χέρι του, τον Αδάμ από τον τάφο. Αυτό δε συμβαίνει πάντοτε και με την Εύα (όπως ήδη είδαμε), οπότε η Εύα ανασταίνεται με τα χέρια ψηλά σε στάση προσευχής.
Η Ανάσταση των πρωτόπλαστων γίνεται συνήθως "εκ σαρκοφάγων" δηλ. ο Αδάμ και η Εύα σηκώνονται μέσα από σαρκοφάγους που σχεδιάζονται δεξιά και αριστερά του Χριστού, βρίσκονται δηλ. μεταξύ τους απέναντι. Πάντως, αν και ο Αδάμ είναι ο προπάτωρ και το σύμβολο ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, η συνείδηση της Εκκλησίας είναι ότι ο Χριστός και την Εύα συνανιστά: "... τον Αδάμ συν τη Εύα, λυτρούμαι παγγενή, και τη τρίτη ημέρα εξαναστήσομαι" (Τροπάριο θ΄ ωδής Κανόνος Μ. Σαββάτου). 

 

Το 1574 οι Βενετσιάνοι απαγόρευσαν στους ορθοδόξους την περιφορά του Αγίου Σπυρίδωνα την Μεγάλη Παρασκευή και από τότε οι Κερκυραίοι πραγματοποιούν την περιφορά μαζί με το σεπτό σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα το Μεγάλο Σάββατο.


ΠΗΓΕΣ: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΤΡΩΝ

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ


Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον. Ἦ­χος α´.


Τὴν κοι­νὴν Ἀ­νά­στα­σιν, πρὸ τοῦ σοῦ Πά­θους πι­στού­με­νος, ἐκ νε­κρῶν ἤ­γει­ρας τὸν Λά­ζα­ρον Χρι­στὲ ὁ Θε­ός· ὅ­θεν καὶ ἡ­μεῖς ὡς οἱ Παῖ­δες, τὰ τῆς νί­κης σύμ­βο­λα φέ­ρον­τες, σοὶ τῷ Νι­κη­τῇ τοῦ θα­νά­του βο­ῶ­μεν· Ὡ­σαν­νὰ ἐν τοῖς ὑ­ψί­στοις, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος, ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου.

Δό­ξα. Τὸ αὐ­τό. Καὶ νῦν. Ἕ­τε­ρον. Ἦ­χος δ´.


Συν­τα­φέν­τες σοι δι­ὰ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, Χρι­στὲ ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν, τῆς ἀ­θα­νά­του ζω­ῆς ἠ­ξι­ώ­θη­μεν τῇ Ἀ­να­στά­σει σου, καὶ ἀ­νυ­μνοῦν­τες κρά­ζο­μεν· Ὡ­σαν­νὰ ἐν τοῖς ὑ­ψί­στοις, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος, ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου.

ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ

ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ - ΤΩΝ "ΒΑΓΙΩΝΕ"



ΜΑΚΑΡΙ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ

ΠΗΓΕΣ: www.analogion.com/forum
www.iskiriaki.com

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἦν τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. Ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε, καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. Ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
 

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΣΤΗΝ ΒΗΘΑΝΙΑ
 




Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟΝ...ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Σήμερα μέσα στους τόσους κινδύνους που ζή ο άνθρωπος, ο Θεός τον φυλάει όπως η μάνα το μικρό παιδί, όταν αρχίζει να περπατάει. 
Τώρα μας βοηθούν πιο πολύ ο Χριστός, η Παναγία, οι 'Αγιοι, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Πού θα ήταν ο κόσμος, άν δεν βοηθούσαν!..


Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

ΕΒΔΟΜΑΔΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΕΒΔΟΜΑΔΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ



ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ 

 

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Ἑβρ. 9,11-14)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ἡ αἰωνία λύτρωσις

«…Αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος…» (Ἑβρ. 9,12)
Λίγες μέρες ὑπολείπονται, ἀγαπητοί μου, καὶ ἔφθασε ἡ Μεγάλη Ἑ­βδομάδα μὲ τὰ σε­πτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰ­ησοῦ Χριστοῦ, τὴ Σταύρωσι καὶ τὴν Ἀνάστασι. Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώ­τημα· Πρὸς τί οἱ ἑορτὲς αὐτές; ποιό σκο­­πὸ ἔ­χουν; Εἶνε ἁπλῶς γιὰ μιὰ ποικιλία στὴ ζωή;
Ὄχι. Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας εἶνε ὑ­ψη­λός. Εἶ­νε, νὰ ὑψωθοῦμε πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικά, νὰ λησμονήσουμε τὰ γήινα καὶ φθαρ­τά, νὰ ἔρ­­θουμε σὲ στενώτερη σχέσι καὶ γνωριμία μ᾽ Ἐ­κεῖνον ποὺ εἶνε καὶ πρέπει νὰ εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠ­μέγα τῆς ζωῆς μας, Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ Νυμφί­ος τῆς Ἐκκλησίας· ὁ σκοπὸς εἶνε ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό. Σ᾽ αὐτὸ συντελοῦν τὰ ὑπέροχα τροπάρια ποὺ θ᾽ ἀκούσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὰ ἀ­ναγνώσματα, οἱ ἀπόστολοι καὶ τὰ εὐαγγέλια.
Λόγου χάριν, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε, τί προσέφε­ρε καὶ τί ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Διότι ἀνάλογη μὲ τὴν προσφορὰ εἶνε καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη. Ἐὰν κάποιος σὲ κερά­σῃ ἕνα ποτήρι νερό, θέλεις νὰ τοῦ πῇς εὐ­χα­ρι­στῶ. Ἐὰν σοῦ δείξῃ τὸ δρόμο ποὺ ψάχνεις, τὸν εὐχαριστεῖς. Ἐ­ὰν ἔρθῃ βοηθὸς σὲ κάποια οἰκογενει­ακή σου ἀνάγκη, νιώθεις χρέος νὰ τὸν εὐχαριστή­σῃς. Κι ἂν ἀπειλῆσαι ἀπὸ κά­­ποιο κίνδυνο μεγάλο κι αὐτὸς σὲ σώσῃ, τότε ἡ εὐγνω­μοσύνη σου εἶνε ἀκόμα μεγαλύτερη.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν «Τί μᾶς προσέφερε ὁ Χριστός;» ἀπαντᾷ σήμερα ὁ ἀπόστολος καὶ λέει· μᾶς προσέφερε τὴ μεγαλύτερη, τὴν ὑ­ψί­στη εὐεργεσία· καὶ ἡ εὐεργεσία αὐτὴ εἶνε ὅτι μᾶς χάρισε τὴ λύτρωσι. Ὄχι ἁπλῶς τὴ λύτρωσι, ἀλλὰ τὴν «αἰωνίαν λύτρωσιν» (Ἑβρ. 9,12).
Τὸ θέμα δὲν εἶνε τόσο εὔκολο καὶ ζητῶ τὴν προσοχή σας. Διότι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ «κλειδί». Ἂν καταλάβουμε τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά, σωθήκαμε. Ἐμεῖς, ὅταν λέμε «λυτρώθηκα», συνήθως ἐννοοῦμε ὅτι ἀπαλλαχθή­καμε ἀπὸ κά­ποιον κακοποιὸ ἢ γλυτώσαμε ἀ­πὸ κάποιο κίνδυνο· ὅταν ὁ ἀπόστολος λέῃ ὅτι ὁ Χριστὸς προσέφερε στὸν καθένα καὶ σὲ ὅ­λους μαζὶ «αἰωνίαν λύτρωσιν», τί ἐννοεῖ;

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, δὲν βρίσκεται σὲ εὐχάριστη κατάστα­σι. Φαίνεται εὐ­χαριστημένος, ἐν τούτοις ὑποφέρει κι ἀ­να­στενάζει τόσο ὑλι­κῶς – σωματικῶς ὅσο καὶ πνευματικῶς – ἠθι­κῶς. Ἐὰν βάλῃς τὸ αὐτί σου προσεκτικά, θ᾽ ἀ­κούσῃς ὅτι ἡ ἀνθρωπότης ἀναστενάζει.
Καὶ πρῶτα ὑλικῶς – σωματικῶς. Μιὰ ἔρευνα ποὺ ἔγινε ἔ­δειξε, ὅτι ἡ πλειονότης τοῦ κόσμου, καὶ στὰ δύο ἡμισφαίρια, ὑποφέρει ἀπὸ ἔλλειψι τῶν ἀναγ­καίων. Πεινοῦν καὶ ὑποσιτίζονται τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητος· στοὺς 100 ἀνθρώπους οἱ 70 δὲν ἔ­χουν νὰ φᾶνε. Γιατί; Ἡ γῆ αὐτή, ὅπως δημιουργήθηκε, φτάνει νὰ θρέψῃ διπλάσιο πληθυσμό· γιατί λοι­πὸν ὑποφέρουν; Ὑποφέρουν ἀπ᾽ τὴν κακία καὶ τὴν πλεονεξία, ποὺ δὲν ἀ­φήνουν νὰ μοιρα­στοῦν τὰ ἀγαθὰ κατ᾽ ἀναλογία σὲ ὅλους· ἀπ᾽ τὴν πλου­τοκρατία, ποὺ συγκεντρώνει τὰ ἀγαθὰ στὰ χέρια τῶν ὀλίγων. Δὲν ὑποφέρουν ὅμως μόνο οἱ φτωχοί· ὑποφέρουν καὶ οἱ πλούσιοι. Κι αὐ­τοὶ ἀναστενάζουν. Μπορεῖ ἕνας νά ᾽χῃ τοῦ κόσμου τ᾽ ἀγα­θά, ἀλλ᾽ ὅταν πέσῃ στὸ κρεβάτι ἀ­πὸ ἀνίατη ἀ­σθένεια, τί νὰ τοῦ κάνουν τὰ λεφτά; Μποροῦν νὰ τὸν βάλουν σὲ σύγχρονη κλινικὴ ἢ νὰ τὸν μεταφέρουν μὲ εἰδικὸ ἀεροπλάνο σὲ διασήμους γιατροὺς ἢ νὰ τοῦ προμηθεύσουν αἷ­μα καὶ φάρμακα· αὐτὸς ὅμως θὰ προτιμοῦ­σε νά ᾽νε ζητιάνος σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ ζητάῃ ἐλεημοσύ­νη, παρὰ καρκινοπαθὴς στὴν καλύτερη κλινική. Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν ἔχει μέσα του «σκουλήκι». Γιατὶ κι αὐτὸς ποὺ εἶνε ὑγιέστατος ἔχει ἀγωνία μήπως χτυπήσῃ τὴν πόρτα του ὁ κακὸς ἐπισκέπτης ποὺ λέγεται χάρος κι ἀ­κού­σῃ «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀ­παιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ…» (Λουκ. 12,20).
Ἀλλὰ καὶ πνευματικῶς – ἠθικῶς, ἀδελφοί μου, καὶ μάλιστα πιὸ βαθειά, ἀγωνιᾷ κι ἀναστενάζει ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε π.χ. χρόνια τώρα ποὺ ἔ­κανες κάποιο κακό, δίχως νὰ σὲ δῇ ἀνθρώπου μάτι. Κι ὅμως αὐτὸ ποὺ ἔκανες εἶνε κάρβουνο μέσα σου. Περνᾶνε τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, μὰ αὐτὸ μένει μπροστά σου ζωντανό. Ἀκοῦς μιὰ φωνὴ νὰ σοῦ λέῃ «Ἔκλεψες, ἀτίμασες, ἔ­βαψες τὰ χέρια σου μὲ αἷμα, εἶσαι ἔνοχος!…» καὶ δὲ σ᾿ ἀφήνει νὰ ἡσυχά­σῃς. Εἶνε ἡ συνείδησις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ δαγκάσῃ ὀχιὰ ἢ σκορπιός, παρὰ οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως. Κάθε ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτόν, μικρὸς – μεγάλος, γραμ­ματισμένος – ἀγράμματος, γυναίκα – ἄντρας, σὲ ὅποιο τόπο καὶ ἐποχὴ κι ἂν ζῇ, ἔχει κάποιον ἔ­λεγχο τῆς συνειδήσεως ἀλλὰ καὶ φόβο τῶν εὐθυνῶν του. Κάποτε ἕνας αὐλοκόλακας εἶπε σ᾽ ἕνα βασιλιᾶ· ―Δὲν εἶδα ἄλλον εὐ­τυχέστερο στὸν κόσμο ἀ­πὸ σένα. —Ἔτσι λές; Ἔ­λα λοιπὸν αὔριο στὸ τραπέζι μου νὰ δῇς… Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιᾶς τοῦ παρέθεσε τὰ κα­λύτερα φαγητὰ σὲ σερβίτσια πολυτελείας, ἀλλὰ εἶ­πε σ᾽ ἕναν ὑ­πηρέτη καὶ κρέμασε στὴν ὀρο­φὴ ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου ἕνα σπαθὶ ζυγισμένο πάνω του, ἕ­τοιμο νὰ πέσῃ στὸ κεφάλι του. Μόλις τὸ εἶδε αὐτός, τοῦ κόπηκε ἡ ὄρεξι, τὰ χέρια του ἔτρε­μαν, ἤθελε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴ θέσι ἐκείνη. —Νά, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς, ἡ εὐτυχία μου· ἂν μπο­ρῇς φάε…
Ἀδελφοί μου, μὴ ἀπατώμεθα· εἴτε βασιλιᾶς εἶσαι εἴτε ζητιάνος, ὅ,τι καὶ νά ᾿σαι στὸν κόσμο αὐτόν, πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι σου κρέμεται ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιουργεῖ αἴ­σθημα ἀνασφαλείας, προσωρινότητος, μαται­ότητος, ἐνοχῆς γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τὴ στενοχώρια ὑπάρχει τρόπος σωτηρίας; ποιά δύναμις μπορεῖ νὰ μᾶς γλυτώσῃ;
Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ. Πολλὲς προσπάθειες ἔκανε καὶ πολλὰ μέσα δοκίμασε γιὰ νὰ λυτρωθῇ καὶ νὰ διώξῃ μακριά του τὴ στενοχώρια· καὶ μελέτη καὶ φιλοσοφία καὶ ἐ­­πι­στήμη καὶ γνώσεις καὶ τέχνη καὶ μουσικὴ καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλ᾽ αὐτὰ ξέρετε πῶς μοιάζουν; Εἶνε σὰν κάποιος νά ᾽νε ἄρρωστος βαρειά, κι ὁ γιατρὸς νὰ τοῦ δίνῃ ἀσπιρίνη, ποὺ φέρνει προσωρινὴ ἀνακούφισι καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ πόνος ἐπανέρχεται. Γιατρέ, τὴν ἀσπιρίνη τὴν ξέρω κ᾽ ἐγώ· μπορεῖς νὰ μὲ θεραπεύσῃς;

* * *

Τὰ μέσα, ἀδέρφια μου, ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλοι, δεξιοὶ – ἀριστεροὶ – ὅλες οἱ ἰδεολογίες, αὐτὰ τὰ μέσα ―γράψατέ το― εἶνε ἀσπιρίνες. Καὶ ἡ ἀνθρωπότης δὲν θεραπεύεται μὲ ἀσπιρίνες. Αὐτὸ ποὺ προσφέρουν οἱ ἀσπιρίνες εἶ­νε μία προσωρινὴ λύτρωσις· αὐτὸ ποὺ χαρίζει ὁ Χριστὸς ―τώρα ἔφθασα στὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου― εἶνε ἡ «αἰωνία λύτρω­σις»· ἔτσι τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Πάρε ζυγαριὰ καὶ ζύγισε αὐτὴ τὴ λέξι, «αἰωνίαν λύτρωσιν». Ὦ Χριστέ, ἂν μπορούσαμε νὰ τὸ καταλάβου­με! Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Ἂν δὲν τὸ πιστέψου­με αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, εἰς μάτην οἱ μετάνοιες μας, εἰς μάτην ὅλα. «Αἰωνίαν λύτρωσιν» ἔ­δωσε, ὄ­χι προσωρινὴ λύτρωσι, ὄχι ἀσπιρίνη ἀλλὰ ῥιζικὴ καὶ ὁριστικὴ καὶ μόνιμη πλέον θεραπεία.
Δὲν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος μὲ καταπλάσματα. Ἡ ἀρρώστια του εἶνε πολὺ σοβαρή, τὸ κα­κὸ εἶνε πολὺ μεγάλο· εἶνε ἕνα εἶδος καρκίνου, ἕνα μικρόβιο ποὺ δὲν μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ νικήσῃ. Θὰ ἔρθῃ μέρα ―τὸ πιστεύω― ποὺ ἡ ἐπιστήμη θὰ νικήσῃ τὸ μικρόβιο καὶ τοῦ καρκί­νου ἀκόμα· ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ νικήσῃ τὸ φοβερώτερο μικρόβιο ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ λέγεται ἁμαρτία· τὸ φθόνο, τὴν κακία, τὸ μῖσος, τὴν ἀσέλγεια, τὴ φιλοδοξία…, ποὺ ἀναστατώνουν πρόσωπα, οἰκογένειες, ἔθνη καὶ κοινωνίες.
Τὰ μικρόβια αὐτὰ ποιός τὰ φονεύει; Ἕνα μόνο. Μιὰ σταγόνα. Ποιά σταγόνα; Μιὰ σταγόνα – τί λέω; ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μόλις πέσῃ ἐπάνω στὸν ἁμαρτωλό, λυτρώνεται – σῴζεται. Αὐτὸ τονίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς διὰ τῆς θυσίας του ἐπέτυχε γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ ἀκατόρθωτο· μὲ μία εἴσοδό του στὸν οὐρανὸ μᾶς προξένησε μία παντοτικὴ εὐεργεσία, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

* * *

Πιστεύεις, Χριστιανέ, σὲ ρωτῶ, πιστεύεις ὅ­τι ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ σένα; ὅτι σταυρώθηκε γιὰ σένα; ὅτι τὸ αἷμα του εἶνε λύτρο «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.); Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε εἶσαι Χριστιανὸς καὶ θ᾽ ἀλ­λά­ξῃ ἡ ζωή σου. Κι ὅ­ταν ἔρθῃ ἡ Μεγάλη Ἑ­βδομάδα, τὸ Μέγα Σάββατο, ἀκούγον­τας στὸν κανόνα τὸν ὕμνο «Ἄφραστον θαῦ­μα!…» (καν. Μ. Σαβ. ᾠδ. ζ΄), θὰ ὑ­μνήσῃς κ᾽ ἐσὺ τὸ Χριστὸ γιὰ τὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τῆς σωτηρίας σου καὶ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς σεσωσμένους (τὸν τελώνη, τὴν πόρνη, τὸ λῃ­στή, τὸν Πέτρο…) θὰ τοῦ πῇς· «Λυτρωτά, ὁ Θεός, εὐλογητὸς εἶ»! Λυτρωτής μας εἶνε Αὐ­τός· δὲν εἶνε ὁ πλοῦτος, δὲν εἶνε οἱ ἡδονές, δὲν εἶνε τὰ κόμματα, δὲν εἶνε οἱ ἰδεολογίες…
Ἂς τὸν ὑμνοῦμε καὶ ἂς τὸν δοξάζουμε· αὐ­τὸς εἶνε ἡ «αἰωνία λύτρωσίς» μας· Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου ὁδ. Βουλιαγμένης Ἀθηνῶν τὴν 31-3-1963 τὸ πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 10-4-2011 πρωί.

ΠΗΓΗ: http://www.augoustinos-kantiotis.gr

http://www.pantokrator.info/gr/

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Κυ­ρι­α­κὴ Ε´ Νη­στει­ῶν


Κυ­ρι­α­κὴ Ε´ Νη­στει­ῶν

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ


Τ Ἀ­να­στά­σι­μον. Ἦ­χος πλ. α.


Τν συ­νά­ναρ­χον Λό­γον Πα­τρὶ κα Πνεύ­μα­τι, τν κ Παρ­θέ­νου τε­χθέν­τα ες σω­τη­ρί­αν ἡ­μῶν, ἀ­νυ­μνή­σω­μεν πι­στοὶ κα προ­σκυ­νή­σω­μεν· ὅ­τι ηὐ­δό­κη­σε σαρ­κί, ἀ­νελ­θεῖν ἐν τ Σταυ­ρῷ, κα θά­να­τον ὑ­πο­μεῖ­ναι, κα ἐ­γεῖ­ραι τος τε­θνε­ῶ­τας, ν τ ἐν­δό­ξῳ ἀ­να­στά­σει αὐ­τοῦ.

Δό­ξα. Τῆς Ὁ­σί­ας. Ἦχος πλ. δ´.


ν σοὶ Μῆ­τερ ἀ­κρι­βῶς δι­ε­σώ­θη τὸ κατ᾿ εἰ­κό­να· λα­βοῦ­σα γὰρ τὸν Σταυ­ρόν, ἠ­κο­λού­θη­σας τῷ Χρι­στῷ, καὶ πράτ­του­σα ἐ­δί­δα­σκες ὑ­πε­ρο­ρᾶν μὲν σαρ­κὸς πα­ρέρ­χε­ται γάρ· ἐ­πι­με­λεῖ­σθαι δὲ ψυ­χῆς, πράγ­μα­τος ἀ­θα­νά­του· δι­ὸ καὶ με­τὰ Ἀγ­γέ­λων συ­να­γάλ­λε­ται Ὁ­σί­α Μα­ρί­α τὸ πνεῦ­μά σου.

Καὶ νῦν. Θε­ο­το­κί­ον.


δι᾿ ἡ­μᾶς γεν­νη­θεὶς κ Παρ­θέ­νου, κα σταύ­ρω­σιν ὑ­πο­μεί­νας Ἀ­γα­θέ, θα­νά­τῳ τν θά­να­τον σκυ­λεύ­σας, κα ἔ­γερ­σιν δεί­ξας ς Θε­ός, μ πα­ρί­δῃς ος ἔ­πλα­σας τ χει­ρί σου· δεῖ­ξον τν φι­λαν­θρω­πί­αν σου Ἐ­λε­ῆ­μον· δέ­ξαι τν τε­κοῦ­σάν σε Θε­ο­τό­κον, πρε­σβεύ­ου­σαν ὑ­πὲρ ἡ­μῶν, κα σῶ­σον Σω­τὴρ ἡ­μῶν, λα­ὸν ἀ­πε­γνω­σμέ­νον.

ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ



ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ  

ΚΥΡΗΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΠΡΕΣΠΩΝ ΚΑΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ 




ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ/ ΠΛ. Α΄ - ΘΡ. ΣΤΑΝΙΤΣΑΣ

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Κυριακὴ Δ´ Νηστειῶν

Κυριακὴ Δ´ Νηστειῶν

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Τ Ἀ­να­στά­σι­μον. Ἦ­χος δ.

Τ φαι­δρὸν τς ἀ­να­στά­σε­ως κή­ρυγ­μα, κ το Ἀγ­γέ­λου μα­θοῦ­σαι α το Κυ­ρί­ου μα­θή­τρι­αι, κα τν προ­γο­νι­κὴν ἀ­πό­φα­σιν ἀ­πορ­ρί­ψα­σαι, τος Ἀ­πο­στό­λοις καυ­χώ­με­ναι ἔ­λε­γον· Ἐ­σκύ­λευ­ται ὁ θά­να­τος, ἠ­γέρ­θη Χρι­στὸς Θε­ός, δω­ρού­με­νος τ κό­σμῳ τ μέ­γα ἔ­λε­ος.

Δό­ξα. Τοῦ Ὁ­σί­ου. Ἦχος πλ. δ´.

Ταῖς τῶν δα­κρύ­ων σου ῥο­αῖς, τῆς ἐ­ρή­μου τὸ ἄ­γο­νον ἐ­γε­ώρ­γη­σας, καὶ τοῖς ἐκ βά­θους στε­ναγ­μοῖς, εἰς ἑ­κα­τὸν τοὺς πό­νους ἐ­καρ­πο­φό­ρη­σας· καὶ γέ­γο­νας φω­στήρ, τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ λάμ­πων τοῖς θαύ­μα­σιν Ἰ­ω­άν­νη Πα­τὴρ ἡ­μῶν ὅ­σι­ε· πρέ­σβευ­ε Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ, σω­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν.

Καὶ νῦν. Θε­ο­το­κί­ον.

δι᾿ ἡ­μᾶς γεν­νη­θεὶς κ Παρ­θέ­νου, κα σταύ­ρω­σιν ὑ­πο­μεί­νας Ἀ­γα­θέ, θα­νά­τῳ τν θά­να­τον σκυ­λεύ­σας, κα ἔ­γερ­σιν δεί­ξας ς Θε­ός, μ πα­ρί­δῃς ος ἔ­πλα­σας τ χει­ρί σου· δεῖ­ξον τν φι­λαν­θρω­πί­αν σου Ἐ­λε­ῆ­μον· δέ­ξαι τν τε­κοῦ­σάν σε Θε­ο­τό­κον, πρε­σβεύ­ου­σαν ὑ­πὲρ ἡ­μῶν, κα σῶ­σον Σω­τὴρ ἡ­μῶν, λα­ὸν ἀ­πε­γνω­σμέ­νον.
  
ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
 
ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
 
 
ΠΑΤΗΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
 
ΠΗΓΕΣ: www.iskiriaki.com
                              www.analogion.com/forum
 

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Οἱ κοσμοχαρμόσυνοι ΚΔ´ Οἶκοι εἰς τὴν νοητὴν κλίμακα
ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ἡ Ἀκολουθία αὕτη τελεῖται κατ᾿ ἔθος ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἐντάσσεται δὲ εἴτε εἰς τήν ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς, εἴτε, συνηθέστερα, εἰς τὸν τῆς κυρίας ἡμέρας αὐτῆς, μετὰ τὸ Νῦν ἀπολύεις.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὦ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ πανσεβάσμιε, Σὲ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνομεν,Ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει. Ἀλλ᾿ ὡς τρόπαιον καὶ ὅπλον ἀπροσμάχητον,Περιφρούρει τε καὶ σκέπε τῇ σῇ χάριτι. Τοὺς σοὶ κράζοντας· Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.

Οἱ Οἶκοι.
Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι, Σταυρὸν τὸν ζωηφόρον ἐν φόβῳ (ἐκ γ´)· καὶ φωτοπάροχον χάριν λαμπρῶς παρεχόμενον, νῦν τοῖς πιστοῖς βλέποντες, ἐξίστανται, καὶ ἵστανται βοῶντες πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, οἰκουμένης φύλαξ·
     χαῖρε, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε, ὁ πηγάζων ἀφθόνως ἰάματα·
     χαῖρε, ὁ φωτίζων τοῦ κόσμου τὰ πέρατα.
Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον, καὶ θαυμάτων θησαυρέ·
     χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καὶ χαρίτων παροχεῦ.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις ὑποπόδιον θεῖον·
     χαῖρε, ὅτι ἐτέθης εἰς προσκύνησιν πάντων.
Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως·
     χαῖρε, λαμπτὴρ τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
     χαῖρε, δι᾿ οὗ προσκυνεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Βλέπουσα ἡ Ἑλένη ἑαυτὴν ἐν ἐφέσει, φησὶ τῷ Βασιλεῖ θαρσαλέως· Τό παμπόθητόν σου τῆς ψυχῆς εὐχερέστατόν μου τῇ σπουδῇ φαίνεται· ζητοῦσα γοῦν τὸ κράτιστόν σοι τρόπαιον, ὡς λέγεις, κράζω· Ἀλληλούϊα.
Γνῶσιν ἄγνωστον πρῴην ἡ Βασίλισσα γνοῦσα, ἐβόησε πρὸς τοὺς ὑπουργοῦντας· Ἐκ λαγόνων τῆς γῆς εὑρεῖν ἐν τάχει, καὶ δοῦναι τὸν Σταυρὸν σπεύσατε, πρὸς ὃν ἰδοῦσα ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κράζουσα οὕτω·
Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως σημεῖον·
     χαῖρε, ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον.
Χαῖρε, θησαυρὸς ἐν τῇ γῇ φθόνῳ κρυπτόμενος·
     χαῖρε, ὁ φανεὶς ἐν τοῖς ἄστροις τυπούμενος.
Χαῖρε, τετρακτινοπύρσευτε καὶ πυρίμορφε Σταυρέ·
     χαῖρε, κλῖμαξ ὑψοστήρικτε προοραθεῖσά ποτε.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων γαληνόμορφον θαῦμα·
     χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυστένακτον τραῦμα.
Χαῖρε, τερπνὸν τοῦ Λόγου κειμήλιον·
     χαῖρε, πυρὸς τῆς πλάνης σβεστήριον.
Χαῖρε Σταυρέ, ἀπορούντων προστάτα·
     χαῖρε, στεῤῥὲ εὐδρομούντων ἀλείπτα.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Δύναμις ἡ τοῦ Ξύλου, ἐπιδέδεικται τότε, πρὸς πίστωσιν ἀληθῆ τοῖς πᾶσι· καὶ τὴν ἄφωνόν τε καὶ νεκρὰν πρὸς ζωὴν ἀνέστησε, φρικτὸν θέαμα τοῖς μέλλουσι καρποῦσθαι σωτηρίαν, ἐν τῷ μέλπειν οὕτως· Ἀλληλούϊα.
Ἔχουσα ἡ Ἑλένη, τὸ ἀήττητον ὅπλον, ἀνέδραμε πρὸς τὸν ταύτης γόνον· ὁ δέ, μέγα σκιρτήσας εὐθύς, ἐπιγνοὺς τὸν μέγιστον Σταυρόν, ἔχαιρε, καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, τοῦ φωτὸς δοχεῖον·
     χαῖρε, Σταυρέ, τῆς ζωῆς ταμεῖον.
Χαῖρε, ὁ δοτὴρ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος·
     χαῖρε, ὁ λιμὴν ποντοπόρων ἀχείμαστος.
Χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα ὥσπερ θῦμα τὸν Χριστόν·
     χαῖρε, κλῆμα, βότρυν πέπειρον, φέρον οἶνον μυστικόν.
Χαῖρε, ὅτι τὰ σκῆπτρα τῶν ἀνάκτων φυλάττεις·
     χαῖρε, ὅτι τὰς κάρας τῶν δρακόντων συνθλάττεις.
Χαῖρε, λαμπρὸν τῆς πίστεως γνώρισμα·
     χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου διάσωσμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐλογία·
     χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν μεσιτεία.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ζῆλον ἔνδοθεν θεῖον, ἡ Ἑλένη λαβοῦσα, ἐζήτησε καὶ εὗρε σπουδαίως, τὸν ἐν γῇ κρυπτόμενον Σταυρόν, καὶ δεικνύμενον ἐν οὐρανῷ Ἄνακτι, ὃν ὕψωσε· καὶ βλέπων τὸ πολίτευμα, ἐν πίστει ἔφη· Ἀλληλούϊα.
Καὶ εὐθὺς ψάλλομεν τὸν παρόντα Κανόνα τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ [Ποίημα Κωνσταντίνου Δαπόντε], οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Χαρᾶς δοχεῖον, σοὶ πρέπει χαίρειν μόνῳ. Ἰησοῦς.
ᾨδὴ α´. Ὁ Εἱρμός. Ἦχος δ´.
Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῷ ζωηφόρῳ Σταυρῷ, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, τούτου τὰ θαύματα.
Τροπάρια.
Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου.
Χριστοῦ σκῆπτρον ἅγιον, ἐμψυχωμένον σε Πνεύματι, Σταυρὲ ανσεβάσμιε, Ἑλένη βλέπουσα, προσεφώνει σοι· Χαῖρε Χριστοῦ ἡ δόξα, δι᾿ οὗ δόξαν ἅπαντες προσενεδύθημεν.
Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου.
Ἀήττητος δύναμις, χαῖρε Σταυρὲ τρισμακάριστε, πιστῶν δεομένων σου· χαῖρε ἡ μάχαιρα, ἡ ἐκκόπτουσα, τὰ κέρατα δαιμόνων· χαῖρε ἀγλαόκαρπον, δένδρον πανάγιον.
Δόξα.
Ῥάβδος ἡ βλαστήσασα, χαῖρε Χριστὸν τὸν ζωήῤῥυτον, καρπὸν ἐξ οὗ τρώγοντες, ζωὴν καρπούμεθα· χαῖρε ἔνδοξον, σημεῖον τοῦ Δεσπότου, ἀφ᾿ οὗ σαλευθήσονται γῆ καὶ οὐράνια.
Καὶ νῦν.
Ἀγγέλων ἀγλάϊσμα, χαῖρε βροτῶν τὸ διάσωσμα, δαιμόνων πολύστονον, τραῦμα πανύμνητε, ζωοπάροχε, Σταυρὲ ἡ σωτηρία, καταπονουμένων τε, καὶ ἡ ἀντίληψις.
ᾨδὴ γ´. Ὁ Εἱρμός.
Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Ζωοδότα, ἰάσεων, ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας, πνευματικὸν στερέωσον· καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου, στεφάνων δόξης ἀξίωσον.
Τροπάρια.
Σταυρὲ ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας, Σταυρὲ τῶν Μαρτύρων ἡ χαρά, κήρυγμα Ἀποστόλων τε, Ἐκκλησιῶν ὁμόνοια, σκέπε, φρούρει καὶ φύλαττε, τοὺς καυχωμένους τῷ κράτει σου.
Διώκονται φάλαγγες δαιμόνων, τῇ σῇ σημειώσει δυνατέ· ὅθεν βοῶμεν χαῖρέ σοι· Χαῖρε δι᾿ οὗ ἡνώθησαν, ἡ γῆ καὶ τὰ οὐράνια, καὶ ἐθεώθη ὁ ἄνθρωπος.
Ὁδὸς πρὸς μονὰς τὰς οὐρανίους ἀπάγουσα, χαῖρε τὸ λαμπρόν, τοῦ Ἰησοῦ μου τρόπαιον· χαῖρε ἀνάκτων στέφανος, χαῖρε σωτὴρ παγκόσμιος, χαῖρε ἡ ῥάβδος εὐθύτητος.
Χαῖρε, σὺ ἡ ῥάβδος βασιλείας, δυνάμεως· χαῖρε τοῦ Χριστοῦ, ἡ ῥάβδος ἣν ἀπέστειλεν ἐκ τῆς Σιὼν ὁ Κύριος· χαῖρε φυτὸν ἀθάνατον, ὑφ᾿ οὗπερ σκέπονται ἅπαντες.
Τὸ Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὦ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ πανσεβάσμιε, Σὲ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνομεν,Ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει. Ἀλλ᾿ ὡς τρόπαιον καὶ ὅπλον ἀπροσμάχητον,Περιφρούρει τε καὶ σκέπε τῇ σῇ χάριτι. Τοὺς σοὶ κράζοντας· Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Εἶτα ἑτέρους ἕξ Οἴκους (Η‐Μ).
Ἡλιόμορφος ὤφθη ὁ Σταυρὸς ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ πάντες φωτισμοῦ ἐμπλησθέντες καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ἀστέρα θεωροῦσι τοῦτον ὡς καλῶν αἴτιον ἐν ταῖς χερσὶ ταῖς θείαις ὑψωθέντα· ὃν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, αὐγὴ νοητοῦ Ἡλίου·
     χαῖρε, πηγὴ ἀκενώτου μύρου.
Χαῖρε, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας ἀνάκλησις·
     χαῖρε, τῶν ἀρχόντων τοῦ ᾅδου ἡ νέκρωσις.
Χαῖρε, ὅτι ἀνυψούμενος συνανυψοῖς νῦν ἡμᾶς·
     χαῖρε, ὅτι προσκυνούμενος καθαγιάζεις τὰς ψυχάς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος·
     χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων εὐμενέστατον σθένος.
Χαῖρε Σταυρέ, Ἑβραίων ὁ ἔλεγχος·
     χαῖρε, πιστῶν ἀνθρώπων ὁ ἔπαινος.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ κατεβλήθη ὁ ᾅδης·
     χαῖρε, δι᾿ οὗ ἀνατέταλκε χάρις·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Θεοβράβευτον Ξύλον, θεωρήσαντες πάντες, τῇ τούτου νῦν προσέλθωμεν σκέπῃ· καὶ ὡς ὅπλον κρατοῦντες αὐτό, δι᾿ αὐτοῦ τροποῦμεν τῶν ἐχθρῶν φάλαγγας, καὶ ψαύοντες τὸν ἄψαυστον, τοῖς χείλεσιν αὐτῷ βοῶμεν· Ἀλληλούϊα.
Ἴδε φῶς οὐρανόθεν, Κωνσταντῖνος ὁ μέγας, δεικνύμενον Σταυροῦ τὸ σημεῖον, δι᾿ ἀστέρων, ἐν ᾧ καὶ νικᾶν πολεμίων πληθύν, ἔσπευσε τὸ Ξύλον φανερῶσαι, καὶ βοῆσαι πρὸς αὐτὸ τοιαῦτα·
Χαῖρε, βουλῆς τῆς ἀῤῥήτου πέρας·
     χαῖρε, λαοῦ εὐσεβοῦντος κέρας.
Χαῖρε, πολεμίων ὁ τρέπων τὰς φάλαγγας·
     χαῖρε, φλὸξ καθάπερ φλέγων τοὺς δαίμονας.
Χαῖρε, σκῆπτρον ἐπουράνιον τοῦ Βασιλέως τοῦ στρατοῦ·
     χαῖρε, τρόπαιον ἀήττητον τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ.
Χαῖρε, ὁ τῶν βαρβάρων τὴν ὀφρὺν καταβάλλων·
     χαῖρε, ὁ τῶν ἀνθρώπων τὰς ψυχὰς περιέπων.
Χαῖρε, κακῶν πολλῶν ἀμυντήριον·
     χαῖρε, καλῶν πολλῶν βραβευτήριον.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ Χριστοφόροι σκιρτῶσι·
     χαῖρε, δι᾿ οὗ Ἰουδαῖοι θρηνοῦσι.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Κλῖμαξ οὐρανομήκης, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἐγένετο· τοὺς πάντας ἀνάγων, ἀπὸ γῆς πρὸς ὕψος οὐρανοῦ, τοῖς χοροῖς Ἀγγέλων συνοικεῖν πάντοτε, ἀφέντας τὰ νῦν ὄντα ὡς μὴ ὄντα, καὶ εἰδότας ψάλλειν· Ἀλληλούϊα.
Λάμψας φῶς ἐπὶ πᾶσιν, ὁ Σωτὴρ τοῖς ἐν ᾅδῃ ἐφώτισας τοὺς κάτω κειμένους· πυλωροὶ δὲ ᾅδου τὴν αὐγὴν μὴ ἐνέγκαντές σου, ὡς νεκροὶ πεπτώκασιν· οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες νῦν ὁρῶντες τὸν Σταυρὸν βοῶσι·
Χαῖρε, ἀνάστασις τεθνεώτων·
     χαῖρε, παράκλησις τῶν πενθούντων.
Χαῖρε, τῶν ταμείων τοῦ ᾅδου ἡ κένωσις·
     χαῖρε, Παραδείσου τρυφῆς ἡ ἀπόλαυσις.
Χαῖρε, ῥάβδος ἡ ποντίσασα τὸν Αἰγύπτιον στρατόν·
     χαῖρε, αὖθις, ἡ ποτίσασα Ἰσραηλίτην λαόν.
Χαῖρε, ἔμψυχον Ξύλον, τοῦ Λῃστοῦ σωτηρία·
     χαῖρε, εὔοσμον ῥόδον, εὐσεβῶν εὐωδία.
Χαῖρε, τροφὴ πεινώντων ἐν πνεύματι·
     χαῖρε, σφραγίς, ἣν ἔλαβον ἄνθρωποι.
Χαῖρε Σταυρέ, μυστηρίων ἡ θύρα·
     χαῖρε, ἐξ οὗ ῥεῖθρα χέονται θεῖα.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Μέλλοντος Μωϋσέως, τὸ πολύμοχθον γένος, λυτρώσασθαι ἐκ τοῦ λυμεῶνος, ἐπεδόθης ὡς ῥάβδος αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεοῦ σύμβολον· διόπερ κατεπλάγη σου Σταυρέ, τὴν δυναστείαν κράζων· Ἀλληλούϊα.
ᾨδὴ δ´. Ὁ Εἱρμός.
Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος· ἐν Σταυροῦ τῷ ξύλῳ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ, καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου.
Τροπάρια.
Εὐφημοῦμέν σε προθύμως, ὑποπόδιον λέγοντες, τῶν ποδῶν Κυρίου, ἐν ᾧ προσκυνοῦμεν πανάγιε, χαῖρε Σταυρέ· καὶ ὑψοῦμεν τὸν ὑψώσαντα, τὴν πεσοῦσαν φύσιν παραβάσει Προπάτορος.
Ἰορδάνης μαρτυρεῖ σου, τὴν φρικτὴν θείαν δύναμιν, Σταυρὲ τοῦ Κυρίου, ἀναχαιτισθεὶς ὑπὲρ λόγον τε, καὶ τόπον δοὺς Πατριάρχῃ διαβαίνοντι, καὶ ἀνάξας τῷ Ἐλισσαιὲ τὸ σιδήριον.
Ὄφεις χαῖρε ὁ κτιννύων, ἐν ἐρήμῳ βλεπόμενος· χαῖρε φῶς Κυρίου, τὸ φωτίζον πάντα τὰ πέρατα· χαῖρε ὁ σκόλοψ βαρβάρων, ἡ κατάλυσις, τῶν ξοάνων τε, καὶ Ἰουδαίων ἀπώλεια.
Νῆσοι, ἤπειρος ἡ πᾶσα, σῷ τιμίῳ κλεΐζονται, κλέος οἰκουμένης, Σταυρὲ ζωηφόρε ὀνόματι· ὕψωσον κέρας ἁπάντων, χριστωνύμων τε, καὶ κατάβαλε τῶν ἐναντίων τὸ φρύαγμα.
Σοὶ βοῶμεν ὡς ἐμψύχῳ· Χαῖρε Ξύλον τρισόλβιον· χαῖρε ζωῆς Ξύλον· χαῖρε προσκυνούμενον πάντοτε, ὑπὸ Ἀγγέλων, ἀνθρώπων· χαῖρε καύχημα, οὐρανοῦ καὶ γῆς, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου.
ᾨδὴ ε´. Ὁ Εἱρμός.
Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ τρισμακάριστον ὦ ξύλον, ἔσχες εἰς ὕψος τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ ἔδειξας ἄχρονον ἡμῖν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν δωρούμενος.
Τροπάρια.
Ὅπλον θεοχάλκευτον, ὁ θυρεὸς τῆς πίστεως, κράτος τὸ ἀκράδαντον ἐν μάχαις, Σταυρὲ Κυρίου, χαῖρε ἡ δίστομος σπάθη τῶν πιστῶν·      χαῖρε, δι᾿ ἧς, Ἄγαρ κατασφάττεται, καὶ ἐγείρονται τρόπαια.
Ἰσχὺς καὶ ὀχύρωμα, ἀνθρώπων Σταυρὲ τίμιε, κλῖμαξ τὸν Θεὸν ἐστηριγμένον, ἐπὶ σὲ ἔχουσα, χαῖρε τὸ κήρυγμα, πάντων Προφητῶν· χαῖρε δι᾿ οὗ ὁ κόσμος ἡγίασται, καὶ Σατὰν καταβέβληται.
Πάθος τὸ κεφάλαιον, παθῶν Κυρίου ἔνδοξε, χαῖρε τοῦ παθόντος ἑκουσίως, ἐξ οὗ τὸ θεῖον πόμα ἀνέβλυσε, πᾶσι τὸ πανάχραντον αὐτοῦ Αἷμα, καὶ ἐπίομεν, ἐκτακέντες οἱ ἄνθρωποι.
Ῥείθροις θείου Αἵματος, ἐπαρδευθεὶς πανάγιε Σταυρέ, θεοτίμητε τοὺς πίστει, σῶζε κινδύνων, καὶ τοῦ λοιμοῦ καὶ λιμοῦ, βοῶντάς σοι· χαῖρε ἡ πηγή, ἄρδουσα τὰ σύμπαντα, τὰ σωτήρια νάματα.
Εὐλόγησον Κύριε, τοῦ σοῦ Σταυροῦ τῇ χάριτι, τὸν ἐνιαυτὸν χρηστότητός σου, τοὺς ἱερέας, τοὺς βασιλεῖς, τὸν στρατόν, πάντα περιούσιον λαόν, πιστῶς προσκυνοῦντάς σου, τὸν Σταυρὸν τὸν φωτόμορφον.
ᾨδὴ ς´. Ὁ Εἱρμός.
Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον, τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες τοῦ θεοδέγμονος, Σταυροῦ τὰς χεῖρας κροτήσωμεν, τὸν ἐπ᾿ αὐτῷ τεθέντα Θεὸν δοξάζοντες.
Τροπάρια.
Πᾶσα ἡ γῆ προσκυνοῦμέν σε, καὶ ψάλλομεν τῷ θείῳ ὀνόματι, σοῦ Σταυρὲ ὕψιστε, σεπτῷ Ἀγγέλοις ὑπάρχοντι, καὶ φοβερῷ καὐτοῖς τοῖς δαιμόνων ἄρχουσι.
Ἑλένη γῆθεν τὸ λάβαρον, ἐκλάμψαν βασιλείας τοὐπίσημον, χριστιανῶν ἡμῶν, γνοῦσα τό· χαῖρέ σοι ἔκραζε, χαῖρε ἡμῶν ἡ δόξα καὶ τὸ κραταίωμα.
Ἰδοὺ καὐτοί σοι κραυγάζομεν· χαῖρε Σταυρὲ Κυρίου πανένδοξε· χαῖρε ἐλπὶς ἡμῶν· χαῖρε ὑψῶν ἡμᾶς ἅπαντας, τῇ παγκοσμίῳ ἤδη θείᾳ ὑψώσει σου.
Χαρᾶς αἰτίου ὑπάρξαντος, πιστοὶ νῦν τῇ δυνάμει σου χαίρομεν, καὶ προσκυνοῦμέν σε· χαῖρε λαμπτὴρ παμφαέστατε· χαῖρε νηπίων φύλαξ καὶ πολυΰμνητε.
Τὸ Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὦ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ πανσεβάσμιε, Σὲ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνομεν,Ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει. Ἀλλ᾿ ὡς τρόπαιον καὶ ὅπλον ἀπροσμάχητον,Περιφρούρει τε καὶ σκέπε τῇ σῇ χάριτι. Τοὺς σοὶ κράζοντας· Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Εἶτα ἑτέρους ἕξ Οἴκους (Ν‐Σ).
Νόμον ὁ ἐν Σιναίῳ, τῷ Θεόπτῃ δοὺς πάλαι, Σταυρῷ ἐθελοντὶ προσηλοῦται, ὑπὲρ ἀνόμων ἀνόμως ἀνδρῶν, καὶ κατάραν νόμου παλαιὰν ἔλυσεν, ἵνα Σταυροῦ τὴν δύναμιν ὁρῶντες, ἅπαντες νῦν, βοῶμεν·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις πεπτωκότων·
     χαῖρε, κατάπτωσις κοσμολάτρων.
Χαῖρε, Ἀναστάσεως Χριστοῦ τὸ ἐγκαίνισμα·
     χαῖρε, μοναζόντων τὸ θεῖον ἐντρύφημα.
Χαῖρε, δένδρον εὐσκιόφυλλον, ὑφ᾿ οὗ σκέπονται πιστοί·
     χαῖρε, ξύλον προφητόφθεγκτον, πεφυτευμένον ἐν γῇ.
Χαῖρε, τῆς βασιλείας κατ᾿ ἐχθρῶν συμμαχία·
     χαῖρε, τῆς πολιτείας κραταιὰ προστασία.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου φανέρωσις·
     χαῖρε, βροτῶν πταιόντων κατάκρισις.
Χαῖρε Σταυρέ, ὀρφανῶν ἀντιλῆπτορ·
     χαῖρε, Σταυρέ, πλουτιστὰ τῶν πενήτων.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ξένον θαῦμα ἰδόντες, ξένον βίον βιῶμεν, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν ἀνυψοῦντες· διὰ τοῦτο γὰρ ἐν τῷ Σταυρῷ ὁ Χριστὸς ἐπάγη, καὶ σαρκὶ πέπονθε, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος, τοὺς αὐτῷ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.
Ὅλος ἦλθεν ἐξ ὕψους, τὴν θεότητα ἔχων, ὁ μόνος προαιώνιος Λόγος· καὶ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου Μητρός, καὶ φανεὶς τῷ κόσμῳ ταπεινὸς ἄνθρωπος, Σταυρὸν καταδεξάμενος, ἐζώωσε τοὺς αὐτῷ βοῶντας·
Χαῖρε Σταυρέ, τῆς εἰρήνης ὅπλον·
     χαῖρε, βαλβὶς τῶν ὁδοιπορούντων.
Χαῖρε, σωζομένων σοφία καὶ στήριγμα·
     χαῖρε, ἀπολλυμένων μωρία καὶ σύντριμμα.
Χαῖρε, εὔκαρπον, ἀθάνατον, καὶ ζωηφόρον φυτόν·
     χαῖρε, ἄνθος, ὅπερ ἤνθησε τὴν σωτηρίαν ἡμῶν.
Χαῖρε, ὅτι συνάπτεις τὰ ἐν γῇ σὺν τοῖς ἄνω·
     χαῖρε, ὅτι φωτίζεις τὰς καρδίας τῶν κάτω.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ φθορὰ ἐξωστράκισται·
     χαῖρε, δι᾿ οὗ ἡ λύπη ἠφάνισται.
Χαῖρε, καλῶν μυριάριθμος ὄλβος·
     χαῖρε, πιστῶν μυριώνυμον εὖχος.
 Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Πέπτωκε τῶν δαιμόνων, ἡ παμβέβηλος φάλαγξ, καὶ γένος τῶν Ἑβραίων ᾐσχύνθη, προσκυνούμενον τὸν Σταυρὸν παρὰ πάντων, μετὰ πόθου βλέποντες, ἀεὶ δὲ ἀναβλύζοντα ἰάματα τοῖς ἐκβοῶσιν· Ἀλληλούϊα.
Ῥεύματα συνεστάλη, λογισμῶν κακοδόξων, παγέντος σου Χριστὲ ἐπὶ ξύλου· ἀποροῦσι γὰρ ὄντως τό, Πῶς καὶ Σταυρὸν ὑπέστης, καὶ φθορὰν πέφευγας· ἡμεῖς δὲ τὴν Ἀνάστασιν δοξάζοντες ἀναβοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ τὸ ὕψος·
     χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ τὸ βάθος.
Χαῖρε, μωρολόγων ἀλόγων ἡ ἄγνοια·
     χαῖρε, μαντιπόλων ἀφρόνων ἀπώλεια.
Χαῖρε, ὅτι τὴν Ἀνάστασιν ἐμφανίζεις τοῦ Χριστοῦ·
     χαῖρε, ὅτι τὰ παθήματα ἀνακαινίζεις αὐτοῦ.
Χαῖρε, τῶν πρωτοπλάστων τὴν παράβασιν λύσας·
     χαῖρε, τοῦ Παραδείσου τὰς εἰσόδους ἀνοίξας.
Χαῖρε Σταυρέ, τοῖς πᾶσι σεβάσμιε·
     χαῖρε, ἐθνῶν ἀπίστων ἀντίπαλε.
Χαῖρε Σταυρέ, ἰατρὲ τῶν νοσούντων·
     χαῖρε, ἀεὶ βοηθὲ τῶν βοώντων·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, ὁ τοῦ κόσμου κοσμήτωρ, κατῆλθε πρὸς αὐτὸν ἀποῤῥήτως· καὶ Σταυρὸν ὑπέστη, Θεὸς ὤν, δι᾿ ἡμᾶς, τὰ πάντα καθ᾿ ἡμᾶς δέχεται· διὸ καὶ λυτρωσάμενος ἡμᾶς, ἀκούει παρὰ πάντων· Ἀλληλούϊα.
ᾨδὴ ζ´. Ὁ Εἱρμός.
Οὐκ ἐλάτρευσαν, τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες, παρὰ τὸν Κτίσαντα· ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλήν, ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
Τροπάρια.
Ἀναφέρουσα, ἐκ γῆς πρὸς τὰ οὐράνια, χαῖρε ἡ γέφυρα· χαῖρε σημεῖον ἐν ᾧ φλογίνη ῥομφαία μὲν ὑποκεχώρηκε. Λῃστὴς ἦλθε δέ, χαίρων εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀνυμνῶ τὴν δύναμίν σου.
Ἱερέων, ἡ εὐπρέπεια ζωήῤῥυτε, χαῖρε θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, γαλήνη τοῦ σύμπαντος· χαῖρε ἀνάκλησις, μετανοίας τε καὶ παρθενίας τήρησις· χαῖρε ξύλον ἀφθαρσίας.
Ῥόδον εὔοσμον, ἄνθος χαῖρε ἀμάραντον, ῥάβδος βλαστήσασα τὴν σωτηρίαν ἡμῶν· Ζωῆς χαῖρε τράπεζα, παρατιθέμενον, ἄρτον ἔχουσα· χαῖρε τροφὴ πεινώντων τε καὶ λιμὴν χειμαζομένων.
Εὐφημεῖ σε, μακαρίζοντα τὰ πέρατα, καὶ ἀνακράζει σοι· Χαῖρε τὸ ἅρμα Θεοῦ ἐν ᾧ περιέδραμεν ἀγαλλιώμενος, ὥσπερ γίγας τις, τὸν οὐρανόν, τὴν ἄβυσσον, ἕως ἄκρων οὐρανίων.
Ἱλαστήριον, ἁπάντων χαῖρε τίμιε· χαῖρε ἡ σύστασις, παντὸς τοῦ κόσμου Σταυρέ, δι᾿ οὗ ὑψουμένου τε συνανυψούμεθα, καὶ διάβολος, πίπτει εἰς ᾅδου πέταυρον, τὸ αὐτῷ ἡτοιμασμένον.
ᾨδὴ η´. Ὁ Εἱρμός.
Παῖδας εὐαγεῖς ἐν τῇ ἀβύσσῳ ὁ τύπος τοῦ θεοδόχου διεσώσατο, τότε μὲν τυπούμενος· νῦν δὲ ἐνεργούμενος, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν ἀγείρει ψάλλουσαν· τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Τροπάρια.
Ναμάτων πηγῆς ἐκ σωτηρίου, τοῦ θείου Σταυροῦ, πλουσίως ἀρυσώμεθα, θεοῤῥύτων ἅπαντες, τῆς πλευρᾶς τοῦ πλάσαντος, ἡμᾶς προθύμως κράζοντες καὶ πίστει ψάλλοντες· Τὸν τίμιον ὑμνοῦμεν Κυρίου, καὶ ὑπερυψοῦμεν Σταυρὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Μέσον οὐρανοῦ καὶ γῆς ἱδρύθης, ὡς κλῖμαξ Σταυρὲ Κυρίου ὡραιότατε, ἵνα ἀνατρέχωμεν πρὸς τὰ ἐπουράνια, διὰ τῆς σῆς οἱ ἄνθρωποι ἀνόδου, ψάλλοντες· Τὸν τίμιον Σταυρὸν ἀνυμνοῦμεν, καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὁ τόπος Κυρίου, οὗ οἱ πόδες, οἱ ἅγιοι σοὶ πρὸς σωτηρίαν ἔστησαν· ὅθεν προσκυνοῦμέν σε, Σταυρὲ ἡλιόμορφε, τῶν ἀσκητῶν ἐντρύφημα, τοῦ Παντοκράτορος, ἡ ἔκλαμπρος σημαία τῆς νίκης, κατὰ τοῦ Βελίαρ, ἡ θεοδόχος κλίνη.
Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον
Νεκροὶ διὰ σοῦ ζωοποιοῦνται· θανάτου καὶ γὰρ τὸν νεκρωτὴν ἐβάστασας· τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν, ὦτα διανοίγονται, δαίμονες διώκονται, πάθη ἀφίστανται, μυρίων ἀγαθῶν ταμειοῦχε, Σταυρὲ τοῦ Σωτῆρος, ἡ κλεὶς τοῦ Παραδείσου.
Καὶ νῦν
Ὤφθης Κωνσταντίνῳ τῷ μεγάλῳ, τῷ κράτορι εὐσεβείας, ὦ πανσέβαστε, Σταυρὲ θεοδώρητε, καὶ πανυπερθαύμαστε, ἡλιακῶν λαμπρότερος βολίδων· ὅθεν σε τὸν Κύριον ὑμνοῦμεν τὸν δόντα, καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
ᾨδὴ θ´. Ὁ Εἱρμός.
Ἅπας γηγενής, σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος, πανηγυριζέτω δέ, ἀΰλων Νόων φύσις γεραίρουσα, τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς Θεομήτορος, καὶ βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε ἁγνὴ ἀειπάρθενε.
Τροπάρια.
Ἴθυνον ἡμῶν, Σταυρὲ παμμακάριστε τῶν προσκυνούντων σε, πρὸς τὰς ἐντολὰς Χριστοῦ, τὴν ζωήν, ἵνα σοι Χαῖρε κράζωμεν· χαῖρε κατάρας λύτρωσις, ὡς τανυσθέντος σοι, τοῦ Κυρίου, καὶ κατάραν λύσαντος, εὐλογίαν ἡμῖν ἀντεισάξαντος.
Ἤρθη ἐπὶ γῆς, ἁπάσης ἡ δόξα σου, Σταυρὲ καὶ ἔπλησε, καὶ τὰ ἐπουράνια· διό σοι, Χαῖρε ἀεὶ κραυγάζομεν· χαῖρε δι᾿· οὗ ἐσώθημεν, τὰ ἔθνη ἅπαντα, προσκυνοῦντες, Τριάδα ἀχώριστον, τὸν Πατέρα, Υἱὸν σὺν τῷ Πνεύματι.
Σὺ εἶ ὁ Σταυρός, δι᾿ οὗ πάλαι ἔσχισε, Μωσῆς τὴν θάλασσαν· σὺ εἶ ἡ ἐκφυήσασα, Ἀαρωνῖτις ῥάβδος τὰ κάρυα· σὺ τὸ γλυκάναν ξύλον Μεῤῥᾶς τὰ νάματα· σοὶ βοῶμεν· Χαίροις προφητόφθεγκτε, αὐτουργὲ τεραστίων ἑκάστοτε.
Ὅλης ἐκ ψυχῆς, τὸ Χαῖρε σοι κράζομεν, Σταυρὲ πανάγιε, καὶ κατασφραγίζομεν, αὐτούς, καὶ πόλεις πλοῖά τε, καὶ ἱερά, καὶ ἅπαντα τά ἐγχειρήματα, σοῦ τὸ θεῖον, ὄνομα χαράττοντες, πεποιθότες ἐν σοὶ καὶ τροπούμενοι.
Ὕψωσον Χριστέ, ἡμῶν λατρευόντων σοι, καὶ προσκυνούντων σου, τὸν ζωοποιὸν Σταυρόν, καὶ τὰ φρικτά σου, θεῖα παθήματα, τὴν πολιτείαν· θραῦσον δέ, τοὺς ἀντιλέγοντας, ἵνα γνῶσι, πάντες τὴν ἀήττητον, τοῦ τιμίου Σταυροῦ σου τὴν δύναμιν.
Σῶσόν με Μητρός, τῇ χάριτι δέομαι τῆς παναχράντου σου, καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, θείᾳ δυνάμει, ὃν καὶ ὑπέμεινας, ὦ Ἰησοῦ μακρόθυμε, καὶ πολυέλεε, ἵνα σώσῃς, ῥεῦσαν τὸ εἰκόνα σήν, καὶ ὁμοίωσιν φέρον πλαστούργημα.
Καὶ τὸ Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὦ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ πανσεβάσμιε, Σὲ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνομεν,Ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει. Ἀλλ᾿ ὡς τρόπαιον καὶ ὅπλον ἀπροσμάχητον,Περιφρούρει τε καὶ σκέπε τῇ σῇ χάριτι. Τοὺς σοὶ κράζοντας· Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Εἶτα τοὺς λοιποὺς ἕξ Οἴκους (Τ‐Ω).
Τεῖχος τῆς οἰκουμένης, ὦ Σταυρὲ ζωηφόρε, ἀπόρθητον καὶ θεῖον νοοῦμεν· ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, κατασκευάσας σε Ποιητὴς τάνυσι τὰς χεῖρας, ξένον ἄκουσμα· καὶ ἅπαντας ἐκφωνεῖν διδάσκει·
Χαῖρε, ἡ βάσις τῆς εὐσεβείας·
     χαῖρε, τὸ νῖκος τῆς κληρουχίας.
Χαῖρε, Ἀμαλὴκ νοητὸν ὁ τροπούμενος·
     χαῖρε, Ἰακὼβ ταῖς χερσὶ προτυπούμενος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεμόρφωσας τὰς παλαιτάτας σκιάς·
     χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεπλήρωσας προφητοφθέγκτους φωνάς.
Χαῖρε, ὁ τὸν Σωτῆρα τῶν ἁπάντων βαστάσας·
     χαῖρε, ὁ τὸν φθορέα τῶν ψυχῶν καταργήσας.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ Ἀγγέλοις ἡνώθημεν·
     χαῖρε, δι᾿ οὗ φωτὶ κατηυγάσθημεν.
Χαῖρε, σὲ γὰρ προσκυνοῦμεν τιμῶντες·
     χαῖρε, σοὶ γὰρ προσφωνοῦμεν, βοῶντες·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὕμνος ἅπας μειοῦται, συνακολουθεῖν θέλων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐγκωμίων πληθὺν καὶ γὰρ ἂν προσάξωμέν σοι, ὦ Σταυρὲ τίμιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν· ἀλλ᾿ οὖν βοῶμεν· Ἀλληλούϊα.
Φωτοπάροχον αἴγλην, τοῖς ἐν σκότει δωρεῖται, Σταυρὸς ὁ ζωοδώρητος οὗτος· τὸ γὰρ ἄϋλον δέδεκται φῶς, καὶ πρὸς γνῶσιν θείαν δαδουχεῖ ἅπαντας· ὑψοῖ δὲ νῦν ὑψούμενος τὸ νοῦν ἡμῶν, ἀναμέλπειν ταῦτα·
Χαῖρε, φωστήρ, τοῖς ἐν σκότει φαίνων·
     χαῖρε, ἀστήρ, τὸν κόσμον αὐγάζων.
Χαῖρε, ἀστραπή, χριστοκτόνους ἀμβλύνουσα·
     χαῖρε, ἡ βροντή, τοὺς ἀπίστους ἐκπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι κατελάμπρυνας, Ὀρθοδόξων τοὺς χορούς·
     χαῖρε, ὅτι κατηδάφισας τῶν εἰδώλων τοὺς βωμούς.
Χαῖρε, οὗπερ ὁ τύπος οὐρανόθεν ἐφάνη·
     χαῖρε, οὗπερ ἡ χάρις πονηρίας ἐλαύνει.
Χαῖρε, σαρκὸς σημαίνων τὴν νέκρωσιν·
     χαῖρε, παθῶν ὁ κτείνων ἐπέγερσιν.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ὁ Χριστὸς ἐσταυρώθη·
     χαῖρε, δι᾿· οὗ πᾶς ὁ κόσμος ἐσώθη.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Χάριν δοῦναι θελήσας, ὁ Χριστὸς τοῖς ἀνθρώποις, τὰς χεῖρας ἐπὶ ξύλου ἐκτείνει, καὶ τὰ ἔθνη πάντα συγκαλεῖ, καὶ βασιλείαν πᾶσιν οὐρανῶν δίδωσι, τοῖς μέλπουσι τὸν ὕμνον ἐπαξίως, καὶ πιστῶς βοῶσιν· Ἀλληλούϊα.
Ψάλλοντές σου τὸν ὕμνον, εὐφημοῦμεν ἐκ πόθου, ὡς ἔμψυχον Κυρίου σε Ξύλον· ἐπὶ σοὶ γὰρ παγεὶς ἐν σαρκί, ὁ δεσπόζων τῶν δυνάμεων, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοι ταῦτα·
Χαῖρε, Σταυρέ, νοητὴ ῥομφαία·
     χαῖρε, Ἁγίων ἅγιον βλέμμα.
Χαῖρε, Προφητῶν καὶ Δικαίων προκήρυγμα·
     χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ λαμπροφόρον στρατήγημα.
Χαῖρε, κάλλος καὶ διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν·
     χαῖρε, κράτος καὶ ὀχύρωμα ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς ἀληθείας εὐκλεέστατος κόσμος·
     χαῖρε, τῆς σωτηρίας εὐτυχέστατος ὅρμος.
Χαῖρε, φαιδρὸν ἁπάντων ἀγλάϊσμα·
     χαῖρε, υἱῶν τῆς Ἄγαρ φυγάδευμα.
Χαῖρε, φωτὸς ἀκηράτου λυχνία·
     χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς θυμηδία.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὦ πανύμνητον Ξύλον, τὸ βαστάσαν τὸν πάντων Ἁγίων, ἁγιώτατον Λόγον (ἐκ γ´)· δεδεγμένον ἡμῶν τὰς λιτάς, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας, καὶ αἰωνίου λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.
Καὶ πάλιν τὸν πρῶτον Οἶκον.
Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι, Σταυρὸν τὸν ζωηφόρον ἐν φόβῳ· καὶ φωτοπάροχον χάριν λαμπρῶς παρεχόμενον, νῦν τοῖς πιστοῖς βλέποντες, ἐξίστανται, καὶ ἵστανται βοῶντες πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, οἰκουμένης φύλαξ·
     χαῖρε, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε, ὁ πηγάζων ἀφθόνως ἰάματα·
     χαῖρε, ὁ φωτίζων τοῦ κόσμου τὰ πέρατα.
Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον, καὶ θαυμάτων θησαυρέ·
     χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καὶ χαρίτων παροχεῦ.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις ὑποπόδιον θεῖον·
     χαῖρε, ὅτι ἐτέθης εἰς προσκύνησιν πάντων.
Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως·
     χαῖρε, λαμπτὴρ τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
     χαῖρε, δι᾿ οὗ προσκυνεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Καὶ πάλιν τὸ Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὦ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ πανσεβάσμιε, Σὲ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνομεν,Ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει. Ἀλλ᾿ ὡς τρόπαιον καὶ ὅπλον ἀπροσμάχητον,Περιφρούρει τε καὶ σκέπε τῇ σῇ χάριτι. Τοὺς σοὶ κράζοντας· Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Εἶτα λέγεται τὸ Τρισάγιον καὶ τό·
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´.
Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.

ΠΗΓΗ: https://agioskosmasoaitolos.wordpress.com/